............................................................
Από τις «Σκηνές από ένα γάμο»
του Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Από το κείμενο-σενάριο. Μέρος Β’.
Σκηνή Τέταρτη Η Κοιλάδα των Δακρύων
ΓΙΟΧΑΝ: …Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει πού θα ζήσω. Για
μένα κάθε τόπος διαμονής είναι προσωρινός. Πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής από
μέσα σου.
ΜΑΡΙΑΝ: Κι
ε σ ύ αισθάνεσαι έτσι;
ΓΙΟΧΑΝ: Όχι, όσο καιρό ζούσα εδώ στο σπίτι. Τα
πάντα γύρω μας ήταν τότε με τόσο ασαφή τρόπο σημαντικά. Ήμασταν αναγκασμένοι να
κάνουμε την ασφάλεια τελετουργία.
ΜΑΡΙΑΝ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
ΓΙΟΧΑΝ: Όλη η ασφάλειά μας είχε επενδυθεί σε
πράγματα έξω από τους εαυτούς μας. Τα υπάρχοντά μας, το εξοχικό σπίτι, το
διαμέρισμα, οι φίλοι, το εισόδημα, το φαγητό, οι διακοπές, οι γονείς.
ΜΑΡΙΑΝ (ανυπόμονα): Γιατί σταματήσαμε να δείχνουμε τρυφερότητα ο ένας στον άλλον,
Γιόχαν; Γιατί φιλιόμασταν τόσο σπάνια; Γιατί χαϊδευόμασταν μονάχα την ώρα που
κάναμε έρωτα; Γιατί αγκαλιάζαμε τόσο λίγο τα παιδιά;
ΓΙΟΧΑΝ: Ξέρεις με τι μοιάζει το αίσθημα ασφάλειας
που έχω; Θα σου πω. Έτσι σκέφτομαι: η μοναξιά είναι απόλυτη. Είναι αυταπάτη να
φανταστείς οτιδήποτε άλλο. Να το συνειδητοποιείς. Και προσπάθησε να πράττεις
ανάλογα. Μην ελπίζεις τίποτα, παρά μόνο μπελάδες. Αν συμβεί κάτι ευχάριστο,
τόσο το καλύτερο. Μη νομίσεις ποτέ ότι θα ξεφορτωθείς τη μοναξιά. Είναι
απόλυτη. Μπορεί να εφεύρεις συναδέλφωση σε διάφορα επίπεδα, μα πάντα θα είναι
φαντασία για τη θρησκεία, την πολιτική, τον έρωτα, την τέχνη και τα λοιπά. Παρ’
όλα αυτά η μοναξιά είναι ολοκληρωτική. Το πιο απατηλό είναι που καμιά φορά μπορεί
να σου δημιουργηθεί μια εντύπωση συναδέλφωσης. Βάλε στο μυαλό σου ότι είναι
αυταπάτη. Κι έτσι δε θ’ απογοητευτείς μετά, όταν ξαναγυρίσουν τα πράγματα στη
φυσιολογική τους κατάσταση. Πρέπει να ζεις έχοντας συνειδητοποιήσει την απόλυτη
μοναξιά. Και τότε θα σταματήσεις να παραπονιέσαι και να γκρινιάζεις.
Πραγματικά, τότε είσαι αρκετά ασφαλής και μαθαίνεις να δέχεσαι τη ματαιότητα με
κάποια ικανοποίηση. Μ’ αυτό δεν εννοώ ότι θα ‘πρεπε να κατασταλάξεις οριστικά.
Νομίζω ότι θα ‘πρεπε να συνεχίζεις όσο μπορείς. Αν μη τι άλλο, γιατί είναι
καλύτερα για σένα ν’ αφιερώνεσαι, παρά να παραιτείσαι.
ΜΑΡΙΑΝ: Μακάρι να ήμουν τόσο βέβαιη όσο εσύ.
ΓΙΟΧΑΝ: Δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά λόγια. Το τοποθετείς
σε λόγια, για να βουλώσεις το μεγάλο κενό. Είναι αστείο, για σκέψου το. Έχεις ποτέ
σκεφτεί ότι το κενό πονάει; Θα νόμιζε κανείς ότι ζαλίζει ή ότι φέρνει
πνευματική ναυτία. Μα το δικό μου κενό πονάει σωματικά. Τσούζει σαν έγκαυμα. Ή,
όπως όταν μικρό παιδί έκλαιγες κι όλο το
σώμα σου πονούσε, εσωτερικά. […] Γιατί κοροϊδεύεις; Νομίζεις ότι λέω ανοησίες;
Έτσι νομίζω κι εγώ . Αλλά δε με νοιάζει.
ΜΑΡΙΑΝ: Υπάρχουν τόσες μουτζούρες, που δεν μπορώ
να διαβάσω τα γράμματά μου. Όλο αυτό το πρώτο μέρος δεν έχει τίποτα το
ενδιαφέρον… (Διαβάζει δυνατά) «Χτες με
κυρίεψε ένα συναίσθημα απερίσκεπτης χαράς και για πρώτη φορά αυτό το χρόνο
αισθάνθηκα την παλιά όρεξη για ζωή, την ανυπομονησία να μάθω τι θα φέρει η μέρα…»
(Παραλείποντας) και τα λοιπά και τα λοιπά. (Συνεχίζει
το διάβασμα) «Ξαφνικά
γύρισα και είδα την παλιά σχολική φωτογραφία μου, όταν ήμουν δέκα χρονών.
Φαινόμουν να γνωρίζω κάτι που υπέβοσκε για πολύ καιρό, μα χωρίς να μπορώ να το
συλλάβω. Προς μεγάλη μου έκπληξη, πρέπει να παραδεχτώ ότι δ ε ν
ξ έ ρ ω π ο ι α ε ί μ α ι . Δεν έχω την παραμικρή ιδέα.
Πάντοτε έκανα αυτό που μου έλεγαν οι άλλοι. Όσο μπορώ να θυμηθώ, ήμουν υπάκουη,
προσαρμοστική, σχεδόν υποταγμένη. Τώρα που το σκέφτομαι, είχα μια ή δυο βίαιες
εκρήξεις για να επιβάλω την προσωπικότητά μου, όταν ήμουν κοριτσάκι. Μα θυμάμαι
πολύ καλά ότι η μητέρα μου τιμώρησε πολύ αυστηρά όλες αυτές τις παρεκκλίσεις
από τη συμβατικότητα. Για τις αδελφές μου και μένα, ολόκληρη η ανατροφή μας είχε
σα σκοπό να είμαστε ε υ χ ά ρ ι σ τε ς .
Ήμουν μάλλον άσχημη και αδέξια, πράγμα που μου το ‘δειχναν συνεχώς. Σταδιακά,
ανακάλυψα ότι, αν κρατούσα τις σκέψεις μου για τον εαυτό μου κι ήμουν
διορατική, κερδίζοντας την εύνοια των άλλων, τότε αυτή η συμπεριφορά είχε τις ανταμοιβές
της. Την πιο μεγάλη, όμως, απογοήτευση την ένιωσα στη διάρκεια της εφηβείας
μου. Όλες οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι πράξεις μου περιστρέφονταν τότε γύρω
απ’ το σεξ. Δεν είπα τίποτα σε κανένα γι’ αυτό το θέμα, ούτε στους γονείς μου,
ούτε σε άλλους. Τότε μου έγινε σχεδόν δεύτερη φύση να είμαι πονηρή, παράνομη
και μυστικοπαθής. […] Κι έτσι συνεχίστηκαν τα πράγματα. Στις σχέσεις μου με τους
άλλους ανθρώπους. Στις σχέσεις μου με τους άντρες. Η ίδια αιώνια υποκρισία. Οι ίδιες
πάντοτε απελπισμένες απόπειρες να ευχαριστήσω τους πάντες. Ποτέ δεν
αναρωτήθηκα: τι θέλω εγώ; Μα πάντα: τι θέλει
α υ τ ό ς για να θέλω κι εγώ; Δεν
είναι έλλειψη εγωισμού, όπως νόμιζα τότε, αλλά σκέτη δειλία, κι ακόμα
χειρότερα, πλήρης άγνοια του ποια είμαι. Ποτέ δεν έζησα δραματική ζωή, δεν έχω
χάρισμα για τέτοιου είδους πράγματα. Για πρώτη φορά αισθάνομαι πραγματικά
συνεπαρμένη με τη σκέψη ότι θα ψάξω να βρω τι ακριβώς θέλω να κάνω με τον εαυτό
μου. Στο μικρό αυτάρεσκο κόσμο, όπου ζήσαμε ο Γιόχαν κι εγώ, εκλαμβάνοντας τα
πάντα σαν δεδομένα, ενυπήρχε κάτι σκληρό και βάρβαρο, που όσο το ξανασκέφτομαι,
με τρομάζει όλο και περισσότερο. Η εξωτερική ασφάλεια κοστίζει πολύ: την
παραδοχή της αδιάκοπης καταστροφής της προσωπικότητας. (Νομίζω ότι αυτό αφορά
περισσότερο τις γυναίκες· οι άντρες έχουν κάπως ευρύτερα περιθώρια). Οι
προσπάθειες επιβολής της προσωπικότητας ενός μικρού κοριτσιού παραμορφώνονται
απ’ την αρχή, πολύ εύκολα. Έγινε στην περίπτωσή μου με τη χρήση ενός δηλητήριου
εκατό τοις εκατό αποτελεσματικού: τ ι
ς ε ν ο χ έ ς . Πρώτα για τη μητέρα,
μετά γι’ αυτούς γύρω μου, και μετά, τελευταίο αλλά όχι αμελητέο, για το Χριστό
και το Θεό. Σε στιγμιαίες εκλάμψεις,
βλέπω τι είδους άνθρωπος θα είχα γίνει αν δεν είχα επιτρέψει να μου φυτέψουν
τέτοια πράγματα στο κεφάλι. Και αναρωτιέμαι τώρα αν δεν είμαι τελειωτικά
χαμένη. Αν όλη η δυναμικότητά μου για χαρά – χαρά για μένα και για τους άλλους –
που ήταν ριζωμένη μέσα μου, είναι νεκρή ή απλώς κοιμάται και μπορεί να
ξυπνήσει. Αναρωτιέμαι τι είδους σύζυγος και γυναίκα θα είχα γίνει, αν είχα μπορέσει
να χρησιμοποιήσω τις πηγές μου όπως ήταν προορισμένες. Θα είχαμε παντρευτεί ο
Γιόχαν κι εγώ αν ήταν έτσι; Ναι, σίγουρα θα είχαμε, γιατί τώρα που το
σκέφτομαι, ήμασταν γνήσια ερωτευμένοι, με αυταπάρνηση και πάθος. Το λάθος μας ήταν
ότι δεν ξεφύγαμε απ’ τον οικογενειακό κλοιό και δε δραπετεύσαμε μακριά να
δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τους δικούς μας όρους»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου