.............................................................
53+ αντιεξουσιαστές στην εξουσία
γράφουν ο Αυγουστίνος Ζενάκος & ο Χρήστος Νάτσης (http://unfollow.com.gr, 20/4/2016)
Το νόημα της παρέμβασης των «53+» αποκρυσταλλώνεται ακριβώς στη βάση
πως η συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού ήταν μια «ήττα» και έγκειται
ακριβώς στη μετατόπιση που προτείνουν: αντί να λέει ο ΣΥΡΙΖΑ πως το
μνημόνιό του είναι καλύτερο από των άλλων, το κρίσιμο είναι να λέει πως ο
ίδιος δεν είναι σαν τους άλλους. Όχι λοιπόν μια καλύτερη διαχείριση του
μνημονίου αλλά μια καλύτερη διαχείριση του εαυτού...
Παραφράζοντας την διάσημη ρήση του Γκυ Ντεμπόρ που θέλει
τον έρωτα να αξίζει μόνο σε μια προεπαναστατική περίοδο, θα μπορούσαμε
να πούμε πως ο εσωκομματικός διάλογος αξίζει μόνο σε μια προσυνεδριακή
περίοδο. Η παράφραση μάς ήρθε στον νου διαβάζοντας το κείμενο που έδωσε η «Πρωτοβουλία των 53+»
προ ημερών στη δημοσιότητα, όχι επειδή οι «53+» παραδέχονται, βέβαια,
κάτι τέτοιο, αλλά επειδή μοιάζει να είναι έτσι, έστω κι αν δεν το
παραδέχονται: από εκείνη την αλήστου μνήμης Κεντρική Επιτροπή, το 2014,
όπου ένα κείμενο, όχι και τόσο ριζικά διαφορετικό από το τωρινό αλλά με
μια κριτική υπόσχεση ανάμεσα στις γραμμές του, είχε σηματοδοτήσει τη
συγκρότηση της πρωτοβουλίας τους, οι παρεμβάσεις τους εμφανίζονται
κυρίως ως «προβολή δύναμης» στο πλαίσιο διαδικασιών, μια προβολή που
μέχρι στιγμής ουδέποτε οδήγησε στο να περιληφθούν οι -πάντοτε έμπλεες
μειλίχιας αριστερής δημοκρατικότητας- δημόσιες προτάσεις τους από την
ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στο μείγμα μιας πολιτικής, οδήγησε όμως, για το
πούμε ωμά, στη στελεχιακή και κυβερνητική αξιοποίηση του ανθρώπινου
δυναμικού τους. Ας μην μας μπερδεύει η επιδέξια αφαιρετικότητα αυτού του
υποδειγματικού «κειμένου θέσεων»: οι «53+» μετρούν στις τάξεις τους
κορυφαίους υπουργούς, όπως τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, τη Θεανώ Φωτίου και
τον Θοδωρή Δρίτσα, κορυφαία στελέχη, όπως τον Χριστόφορο Παπαδόπουλο και
τον Θοδωρή Μιχόπουλο, κορυφαίους βουλευτές, όπως την Βασιλική
Κατριβάνου και τον Χρήστο Καραγιαννίδη, έναν κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο,
τον Χρήστο Μαντά, έναν γενικό γραμματέα της Βουλής, τον Κώστα Αθανασίου,
και πολλούς ακόμη.
Δεν έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με μια ήσσονα τάση που
προσπαθεί να επιτύχει την πρόσβασή της στον πυρήνα του κομματικού
μηχανισμού και της κυβερνητικής εξουσίας· είναι ήδη μέσα, όσο πιο μέσα
γίνεται, εδώ και καιρό. Χαρακτηριστικά, αν η πεζή απάντηση στο ερώτημα
«Γιατί τώρα;», που οι ίδιοι οι συγγραφείς του κειμένου θέτουν, είναι
«επειδή τώρα επίκειται συνέδριο του κόμματος», οι ίδιοι προσφέρουν ακόμη
μία απάντηση, πολύ πιο ενδιαφέρουσα: «Γιατί επιμένουμε σε ένα κόμμα
πολυτασικό, με συλλογική λειτουργία, πλουραλιστικό, αλλά όχι με
κακοφωνίες και παραγοντισμούς». Αν λοιπόν μετά από δύο και πλέον χρόνια
-εκ των οποίων το ένα στην κυβέρνηση-, οι «53+» αποτυγχάνουν να
συνοικοδομήσουν ένα κόμμα «πολυτασικό, με συλλογική λειτουργία,
πλουραλιστικό» και βρίσκονται αντ’ αυτού με ένα μνημόνιο επί του οποίου
υπουργεύουν, μπόλικο νεποτισμό, βοναπαρτικά σύνδρομα του αρχηγού που δεν
αμφισβητούν, μνημειώδεις ανακολουθίες, κι έναν επικοινωνιακό μηχανισμό
ελεγχόμενο από το Μαξίμου που επιστρατεύει τις πλέον χυδαίες μεθόδους
για να στηρίζει την κυβέρνηση, μοιάζει μάλλον πως η λειτουργία των
δημόσιων παρεμβάσεών τους πρέπει να αναζητηθεί σε διαφορετική
κατεύθυνση. Μ’ άλλα λόγια, πιστεύουμε πως τα «έντεκα σημεία για τον
ΣΥΡΙΖΑ» που διατυπώνονται στο κείμενο των «53+», θέσεις για το κόμμα,
την ιδεολογία και την πολιτική, όχι απλώς επαληθεύουν αλλά
εμβληματοποιούν όσα γράφουμε στο άρθρο μας «Το φάντασμα του αριστερού αναχώματος»,
που δημοσιεύεται στο UNFOLLOW Απριλίου: θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε
ότι αυτό ακριβώς το κείμενο θέσεων αποτελεί την ιδρυτική στιγμή του
αριστερού αναχώματος -στην εντός του ΣΥΡΙΖΑ έκφανσή του-, με ορίζοντα
την κομματική του αποτίμηση στο συνέδριο.
Στο βάθος αυτού του ορίζοντα, υποψιάζεται κανείς πως
υπάρχει -σαν θησαυρός θαμμένος στην άκρη του ουράνιου τόξου- ένα
σχέδιο-φαντασίωση: οι «53+» καταγράφουν τη δύναμή τους στο συνέδριο που
κάποτε -άγνωστο, όμως, πότε- συγκατανεύει να τους παραχωρήσει ο αρχηγός
τους, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κάποια στιγμή πέφτει, και οι «53+»
καθαρίζουν το κόμμα, του οποίου πλέον έχουν τον έλεγχο, και παραδίδουν
τον ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία και στην Αριστερά σοφότερο, μπαρουτοκαπνισμένο
κι έτοιμο για το ιστορικό του ραντεβού με την ανατροπή.
Η ιδεολογική αυτοκατανόηση των «53+» εμφανίζεται εδώ να
ακολουθεί πιστά την ευρωκομμουνιστική παράδοση. Έτσι, ενώ διακηρύσσεται
πως «μας ενώνει όλους και όλες εμάς που κινούμαστε με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο στο ρεύμα του κριτικού μαρξισμού, ο
στρατηγικός μας στόχος, που δεν είναι άλλος από τον κοινωνικό
μετασχηματισμό, από τον σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία» και πως
«η αντικαπιταλιστική προοπτική, λοιπόν, δένεται με την ανάγκη βαθιών
διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά και συνεχών ρήξεων, με τη συνεχή διεύρυνση
της δημοκρατίας, των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών»,
ταυτόχρονα υποστηρίζεται με ζέση η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας: «Η
Ευρώπη είναι το σπίτι μας, το πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων και της
ταξικής πάλης». Σε μια παράδοση ιστορικού αναχρονισμού και καθηλώματος
στην πρωταρχική σκηνή του ευρωκομμουνισμού, η αφηρημένη τοποθέτηση των
«53+» απορρέει από αυτήν την έκκεντρη θέση τους σε σχέση με την ιστορική
συγκυρία. Αν η συγκεκριμένη ανἀλυση της συγκεκριμένης κατάστασης αποτελεί την πεμπτουσία ενός κριτικού στοχασμού, εδώ βρισκόμαστε πρακτικά στον αντίποδα: αν δεν δει κανείς σήμερα
τον κομβικό ρόλο που παίζει η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην
καθημερινή εξαθλίωση των ευρωπαϊκών λαών, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί
να προσεγγίσει όχι μια λογική περάσματος στον σοσιαλισμό, αλλά ούτε καν
μια ήπια λογική σοσιαλδημοκρατικής μεταρρύθμισης.
Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό από την επιμονή
των «53+» στην εφαρμοσιμότητα του περίφημου «παράλληλου προγράμματος».
Διότι εδώ ακριβώς αναφαίνεται πως εξακολουθούν να μην βλέπουν ότι το
Μνημόνιο δεν αποτελεί απλώς μια χρηματοπιστωτική συμφωνία, αλλά την
τοπική εξειδίκευση ενός ριζικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού.
Ένα «παράλληλο πρόγραμμα» είτε είναι, στον βαθμό που αντιστρατεύεται με
ουσιαστικό τρόπο το πρόγραμμα, παντελώς μη εφαρμόσιμο, είτε, στον βαθμό
που δεν το αντιστρατεύεται ουσιαστικά, δεν μπορεί παρά να συσκοτίζει
την κύρια αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, προσφέροντας το άλλοθι για
την εμβάθυνση της αντίθεσης στον κοινωνικό ιστό. Αν, για παράδειγμα,
θεωρήσουμε ως νίκη του παράλληλου προγράμματος την επίτευξη δωρεάν
περίθαλψης στα νοσοκομεία για άνεργους και άπορους, η ίδια η διαδικασία
συγχώνευσης νοσοκομείων, υποστελέχωσης και κλεισίματος κλινών και
μονάδων ανατρέπει ριζικά την όποια ελάφρυνση. Παρομοίως, η σχεδιαζόμενη
μείωση των διδακτικών ωρών, υπό τον αντιαυταρχικό μανδύα της ελάφρυνσης
του μαθητικού φόρτου, συνοδεύει την ανάγκη παγώματος νέων διορισμών,
«κουμπώνει» δηλαδή με το
περιεχομενικό ζήτημα της εμβάθυνσης της ταξικής εκμετάλλευσης υπό
προοδευτική μορφή. Με τον ίδιο τρόπο, η πρόταξη των «μικρών» ζητημάτων
(προσφυγικό, δικαιώματα κ.λπ.) ως πιθανών τόπων δημιουργίας κριτικών
συνειδήσεων και δυνάμει συγκρότησης αντικαπιταλιστικής προοπτικής, δεν
μπορεί παρά να συσκοτίζει τον τρόπο που οι όποιες πρόοδοι σε αυτά τα
ζητηματα εγγράφονται στην βασική κοινωνική αντίθεση. Ακόμη κι αν
αφήσουμε προς στιγμήν κατά μέρος το γεγονός πως η διαχείριση του
προσφυγικού οδήγησε στο φιάσκο της συμφωνίας Ε.Ε-Τουρκίας -την οποία οι
«53+» αποδοκιμάζουν, ψηφίζοντάς την ταυτόχρονα στο κοινοβούλιο- και στην
επαναπροώθηση μεταναστών, οι υπόλοιπες επιτυχίες της κυβέρνησης, από
την ιθαγένεια μέχρι το σύμφωνο συμβίωσης, μακράν του να αποτελούν
αντικαπιταλιστική πρόοδο, ολοκληρώνουν μάλλον το δικαιωματικό
καπιταλιστικό εποικοδόμημα.
Θα μπορούσε κανείς να μας κατηγορήσει -όπως συχνά το
κάνουν όσοι αδυνατούν να εφαρμόσουν ακόμη κι έναν ταπεινό ρεφορμισμό-
ότι πλειοδοτούμε σε επαναστατικότητα. Όμως, οι μόνοι που καμώνονται τους
επαναστάτες εδώ γύρω είναι οι «53+», που δηλώνουν ότι «προτιμούν να
πέσουν αντιστεκόμενοι ηρωικά από εσωτερική ή εξωτερική τρόικα και όχι
ταπεινωτικά από την ίδια την κοινωνία», την ίδια ώρα που η χαραγμένη και
αυστηρά προγραμματισμένη πολιτική της κυβέρνησης, στην οποία
συμμετέχουν, ολοκληρώνει αυτό που ξεκίνησε από την κυβέρνηση του Γιώργου
Παπανδρέου: την μετατροπή
της χώρας σε νεοαποικία στο πλαίσιο ενός μεταδημοκρατικά ρυθμισμένου
νεοφιλελεύθερου συστήματος. Διότι δεν υπάρχει πλέον κανένας που να μην
ξέρει ότι όσο το μνημόνιο θα παραμένει οδηγός της κυβερνητικής
πολιτικής, η κριτική υποστήριξη που δεν τολμά καν να αντιταχθεί δια της
ψήφου στο κοινοβούλιο ή έστω μέσα από την οργάνωση κινηματικών δράσεων,
δεν αποτελεί τόσο κριτική όσο τον φερετζέ ή, αν θέλετε, το πέπλο που
συσκοτίζει στις υφάνσεις του την ταξική αλήθεια. Κι είναι σαφές πως και
οι «53+» το ξέρουν, όπως φάνηκε με μάλλον διακεδαστικό τρόπο στην απάντηση
του Χρήστου Μαντά, όταν ερωτήθηκε σε δημοσιογραφική εκπομπή τι σημαίνει
να «πέσουμε αντιστεκόμενοι»: «Χεμ, αυτό είναι ένα κείμενο, μια συμβολή,
όπως κάνουν κι άλλα ρεύματα ιδεών μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, θα υπάρξουν τις
επόμενες μέρες κι άλλες συμβολές, ενόψει του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, που,
εεε, θα δούμε τώρα πότε ακριβώς θα προσδιοριστεί, διότι, καταλαβαίνετε,
αυτή η εξέλιξη με την αξιολόγηση καθορίζει πάρα πολλά πράγματα…»
Τι είναι λοιπόν μια τέτοια παρέμβαση, με την ηρωϊκή της
γλώσσα και τις αντιστασιακές της διακηρύξεις, που την αρνείται κανείς
-μόλις τον πιέσει λίγο ο… Νίκος Στραβελάκης-, υποβαθμίζοντάς την σ’ ένα
κείμενο απ’ αυτά που γράφουν όλοι για ένα συνέδριο που δεν ξέρουμε πότε
θα γίνει; Θα έλεγε κανείς ότι είναι ανοησίες, καμώματα γελωτοποιών,
νηπίων που ποζάρουν στον καθρέφτη με τα ρούχα του πατέρα τους…
Αλλά δεν είναι έτσι. Το νόημα της παρέμβασης των «53+»
αποκρυσταλλώνεται ακριβώς στη βάση πως η συμφωνία του περασμένου
καλοκαιριού ήταν μια «ήττα» και έγκειται ακριβώς στη μετατόπιση που
προτείνουν: αντί να λέει ο ΣΥΡΙΖΑ πως το μνημόνιό του είναι καλύτερο από
των άλλων -έστω κι αν, λένε οι «53+», αυτό είναι αλήθεια-, το κρίσιμο
είναι να λέει πως ο ίδιος δεν είναι σαν τους άλλους. Όχι λοιπόν μια
καλύτερη διαχείριση του μνημονίου αλλά μια καλύτερη διαχείριση του
εαυτού: μπορεί και εμείς και οι άλλοι να φέραμε μνημόνιο αλλά εμείς
παραμένουμε εμείς.
Σε αυτή τη μετατόπιση έγκειται ο σκληρά μεταπολιτικός
χαρακτήρας των «53+»: όχι μόνο, σαν προσχηματικό «παράλληλο πρόγραμμα»
οι ίδιοι, κατασκευάζουν ένα δοχείο όπου θα φυλάσσεται η αριστεροσύνη, η
οποία θα πασπαλίζεται πάνω από τις πολιτικές, κάθε φορά που οι
περιστάσεις το επιτάσσουν· αλλά, κυρίως, η συζήτηση θα διεξάγεται στη
βάση του ποιος είναι τι, με υπεριστορικές ουσίες, πάνω από ένα
πολιτικό πεδίο ομοιογενές, εκ των πραγμάτων συναινετικό, με
τις συγκρούσεις εξοβελισμένες στα περιθώριά του. Και δεν είναι δύσκολο
να δει κανείς πως μια τέτοια πρόταση δεν πλήττει, βέβαια, την κυβέρνηση
αλλά διεκδικεί να της χαρίσει το παράδοξο προνόμιο της «αντίστασης στον
εαυτό της», να καταστήσει τόσο την άσκηση της πολιτικής όσο και την
αντίδραση σ’ αυτήν κτήμα του ίδιου και του αυτού χώρου, με κύρια
αντικειμενική επίπτωση την αποδυνάμωση οποιασδήποτε αντίστασης
συγκροτείται στο εξωτερικό του.
Από αυτή την άποψη, η παρέμβαση των «53+» αποτελεί
κυνικότερο πράγμα από τα όσα φαιδρά βλέπουμε στους κυβερνητικούς
διαδρόμους. Όχι γιατί άλλα λένε και άλλα κάνουν, όχι γιατί αγνοούν την
πραγματικότητα, αλλά ακριβώς επειδή και ξέρουν και θεωρούν πως τα λόγια
και τα έργα τους ταυτίζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου