.............................................................
απο την – Arte Povera –
Lyubov Sergeyevna Popova. Λιουμπόβ Ποπόβα (1889-1924)
Γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1889 στο Ιβανόβσκοε, ένα χωριό πολύ
κοντά στη Μόσχα. Ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά ενός αρκετά ευκατάστατου
έμπορου κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και μιας οικογένειας με ιδιαίτερη
αγάπη στις τέχνες. Από πολύ νωρίς έδειξε το ενδιαφέρον της προς τη
ζωγραφική, Τα πρώιμα έργα της σε ηλικία μόλις 16 χρονών όπως η “Νεκρή
φύση με κανάτα” του 1907 και το ενδιαφέρον της στις φωτεινές τονικότητες
θυμίζουν ιμπρεσιονισμό, αν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε δείξει στην
ιταλική αναγεννησιακή περίοδο.
Παράλληλα με τις σπουδές της και το πτυχίο της στη φιλολογία, άρχισε
να παρακολουθεί και μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του ιμπρεσιονιστή
ζωγράφου Στάνισλαβ Ζουκόβσκι, ενώ τον επόμενο χρόνο συνέχισε τις
ζωγραφικές της σπουδές στο εργαστήριο των Konstantin Yuon και Ivan O.
Dudin.
Την τριετία 1909 με 1911 έκανε ταξίδια εντός και εκτός Ρωσίας. Από το Κίεβο (1909) και τα θρησκευτικά έργα του Μιχαήλ Βρουπέλ, μέχρι την Ιταλία (1910), οπου θαύμασε τα έργα της αναγεννησιακής τέχνης και ιδιαίτερα τα έργα του Τζιότο . Μεταξύ του 1910 και 1911 περιόδευσε σε πολλά μέρη της Ρωσίας, όπου και μελέτησε τις τεχνικές της αγιογραφίας στις πόλεις Πσκοφ και Νόβγκοροντ, που έχουν παράδοση θρησκευτικής ζωγραφικής , και στην Πετρούπολη για να μελετήσει τα ιστορικά ευρήματα τέχνης σε διάφορα μουσεία . Εμπνευσμένη από τη ρωσική αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες και τις εικόνες, αρχίζει να αναπτύσσει μια λιγότερο νατουραλιστική προσέγγιση. Την σημαντικότερη της επιρροή την δέχεται από πρώτο χέρι όταν γνωρίζει τον Κυβισμό στο Παρίσι, το οποίο το επισκέφθηκε με τις καλές της φίλες και συνεργάτιδες , Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα και τη Βέρα Πέστελκατα, τη διάρκεια του χειμώνα του 1912-13. Θα παραμείνει στο Παρίσι όπου και συνεχίζει τις σπουδές στην ακαδημία Λα Παλέτ , υπό τη διεύθυνση των Henri Le Fauconnier και Jean Metzinger. Μέσα από τα έργα της όπως το «Two figures» 1913-1914, εμφανίζει καθαρά την επίδραση αυτών των καλλιτεχνών .
Την τριετία 1909 με 1911 έκανε ταξίδια εντός και εκτός Ρωσίας. Από το Κίεβο (1909) και τα θρησκευτικά έργα του Μιχαήλ Βρουπέλ, μέχρι την Ιταλία (1910), οπου θαύμασε τα έργα της αναγεννησιακής τέχνης και ιδιαίτερα τα έργα του Τζιότο . Μεταξύ του 1910 και 1911 περιόδευσε σε πολλά μέρη της Ρωσίας, όπου και μελέτησε τις τεχνικές της αγιογραφίας στις πόλεις Πσκοφ και Νόβγκοροντ, που έχουν παράδοση θρησκευτικής ζωγραφικής , και στην Πετρούπολη για να μελετήσει τα ιστορικά ευρήματα τέχνης σε διάφορα μουσεία . Εμπνευσμένη από τη ρωσική αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες και τις εικόνες, αρχίζει να αναπτύσσει μια λιγότερο νατουραλιστική προσέγγιση. Την σημαντικότερη της επιρροή την δέχεται από πρώτο χέρι όταν γνωρίζει τον Κυβισμό στο Παρίσι, το οποίο το επισκέφθηκε με τις καλές της φίλες και συνεργάτιδες , Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα και τη Βέρα Πέστελκατα, τη διάρκεια του χειμώνα του 1912-13. Θα παραμείνει στο Παρίσι όπου και συνεχίζει τις σπουδές στην ακαδημία Λα Παλέτ , υπό τη διεύθυνση των Henri Le Fauconnier και Jean Metzinger. Μέσα από τα έργα της όπως το «Two figures» 1913-1914, εμφανίζει καθαρά την επίδραση αυτών των καλλιτεχνών .
Τα πολυάριθμα σχέδια της μαρτυρούν την αυστηρότητα με την οποία
εφαρμόστηκε η ανάλυση της Πόποβα στη κυβιστική ανθρώπινη φιγούρα
«Portrait of a Philosopher» (1913-1914).
Η προσέγγιση αυτή επεκτάθηκε σε πίνακες ζωγραφικής, για παράδειγμα
στο «Seated Figure» (1914), το οποίο είναι πιο κοντά στο έργο του Léger
και του ιταλού φουτουριστή Umberto Boccioni. Εδώ, η Πόποβα δείχνει μια
νέα αυτοπεποίθηση και ευφράδεια, και μια πιο εξελιγμένη ενσωμάτωση της
μορφής και του χώρου στις διαφανείς δομές των καμπύλων και ευθύγραμμων.
Μια πιο σύνθετη και δυναμική εμφανίζεται σε καμβάδες, όπως στο έργο
της «Traveling Woman» (1915). Την περίοδο εκείνη έρχεται και σ΄επαφή και
με τα έργα των Μπρακ και Πικάσο και των ιμπρεσιονιστών όπως του Γκωγκέν
και Μονέ.
Το φθινόπωρο του 1912 και 1915 αρχίζει εργάζεται στο στούντιο της
Μόσχας γνωστό ως «The Tower» με τους Ιβάν Ακσένοβ και Βλαντιμίρ Τάτλιν.
Βαθειά επηρεασμένη από τον Βλαντιμίρ Τάτλιν και εμπνευσμένη από τις
κατασκευές του, η Πόποβα πειραματίζεται με το κολάζ και το 1915 αρχίζει
να δημιουργεί ζωγραφισμένα ανάγλυφα από χαρτόνι στα οποία προεξέχουν τα
καμπύλα στοιχεία που αντιπαρατίθενται και ζωντανεύουν με έντονο χρώμα,
(π.χ. «Jug on a Table» το 1915).
Από το 1914 έχει αρχίσει να συμμετέχει στις εκθέσεις της ομάδας
«Βαλές Καρό» μαζί μ΄άλλους καλλιτέχνες της ρωσικής πρωτοπορίας (Σαγκάλ,
Μαλέβιτς, Τάτλιν, , Έξτερ, Κλιουν, Λαριόνοφ, Γκοντσαρόβα, και άλλους)
όπου και ακολούθησε μια σταθερή εκθεσιακή πορεία, με τη εμβληματική
έκθεση το 1915 στην Πετρούπολη της ρωσικής πρωτοπορίας, η «0,10
Τελευταία Φουτουριστική Έκθεση» ανάμεσα στα έργα της ήτανε και η
««Traveling Woman» , το πιο «ακριβό» έργο της έκθεσης σύμφωνα με τα
χρηματικά ποσά πώλησης σε ένα αντίτυπο του καταλόγου. Σημαντική και
πρωτοποριακή η παρουσία της στα κινήματα του Κυβοφουτουρισμού, του
Σουπρεματισμού – ως ενεργό μέλος της ομάδας «Σουπρέμους» του Καζιμίρ
Μαλέβιτς για το διάστημα 1916-1917.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, και το πρόσταγμα του Μαγιακόφσκι
«Ολη η τέχνη στο λαό!» στο ψήφισμα αρ. 1 για τον εκδημοκρατισμό των
τεχνών και το όραμα της κοινωνικής αλλαγής, βρίσκει την Πόποβα να
εργάζεται στο Τμήμα Καλών Τεχνών (IZO) της Narkompros (Λαϊκή Επιτροπή
για εκπαίδευσης και διαφωτισμού), όπου εκδίδουν αφίσες της Οκτωβριανής
Επανάστασης και καθοδηγήτρια εργαζόμενων στην Προλεταριακή Πολιτιστική
Οργάνωση.
«Φύλλα σχεδίων με βινιέτες για μουσικές εκδόσεις»
Το 1918 εντάσσεται στο προσωπικό των κρατικών σχολείων Ελεύθερης
Τέχνης (αργότερα γνωστό ως Svomas), και όταν αυτές έγιναν Ανώτερα
Καλλιτεχνικά και Τεχνικά Εργαστήρια δίδαξε την κατασκευή χρωμάτων σαν
κύριο μάθημα της.Υπήρξε μέλος του ΙΝΧΟΥΚ και δίδαξε στα ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ,
πρωτοστατώντας στην οργάνωση ενός νέου συστήματος καλλιτεχνικής
εκπαίδευσης. Μέλος του ιδρύματος Καλλιτεχνικού Πολιτισμού από το 1920, η
Πόποβα αναλαμβάνει να γράψει ένα εγχειρίδιο σχετικά με τη διδασκαλία
της τέχνης.
Τον Μάρτιο του 1918 παντρεύεται με το ρώσο ιστορικό τέχνης Μπόρις Φον Έντιν, και το Νοέμβριο γεννήθηκε ο γιος τους.
Κατά την περίοδο 1916 έως το 1921 δημιουργεί μια σειρά
μη-αντικειμενικών έργων που ονόμασε “Ζωγραφικά Αρχιτεκτονήματα” και
“Χωρο-δυναμικές κατασκευές”. Η ζωγραφική της Ποπόβα προσφέρει στην
αρχιτεκτονική πρωτότυπες προτάσεις αρμονικής γεωμετρικότητας και
αρχιτεκτονικές φόρμες.
Η Πόποβα φαίνεται να σταμάτησε να ζωγραφίζει το 1921 και, από τη δική
της δήλωση τον Δεκέμβριο, ευαγγελίζεται πληρέστερα την
κονστρουκτιβιστική έμφαση στο χρηστικό ρόλο του καλλιτέχνη. Η κύρια
συμβολή της στον κονστρουκτιβισμό ήταν οι μεταγενέστερες εργασίες της
στο θέατρο και το σχεδιασμό της κλωστοϋφαντουργίας.
Υφάσματα για ρούχα
Η Λίλυα Μπρικ και η Βαρβάρα Στεπάνοβα φορώντας το ίδιο μαντήλι σχεδιασμένο απο την Ποπόβα
Το 1920 είχε συνεργαστεί με τον Αλεξάντερ Βέσνιν αρχιτέκτονα και
ζωγράφο σ΄ένα έργο στο ύπαιθρο για το φεστιβάλ προς τιμήν της Τρίτης
Διεθνούς, με σκηνοθέτη τον Βσέβολοντ Μέγιερχολντ.
Την επόμενη χρονιά κλήθηκε να διδάξει ένα μάθημα σχετικά με την
«Ανάλυση των στοιχείων του υλικού σχεδιασμού», στα Ανώτατα Θεατρικά
Εργαστήρια με διευθυντή τον Μέγιερχολντ, ο οποίος το 1922 την προσκάλεσε
να σχεδιάσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παραγωγή του «Ο
Μεγαλόψυχος Κερατάς» του Κρόμελινκ και «Γη σε Αναβρασμό» του Τρετιακόφ,
σε παραγωγή του Βσέβολοντ Μέγιερχολντ. Δουλεύοντας για τον Μέγιερχολντ, η
Ποπόβα δημιούργησε ορισμένα από τα πιο πρωτοποριακά σκηνικά στην
παγκόσμια ιστορία του θεάτρου. Παράλληλα με τα σκηνικά σχεδίαζε και τα
κοστούμια των ηθοποιών.
Οι Ρότσενκο , Πόποβα και Στεπάνοβα ( σύζυγος του Ρότσενκο) είναι
καποιοι από τους πρωτεργάτες της Ρωσικης Πρωτοποριας που αλλάζουν την
εικόνα της Ρωσίας και που στηρίζουν με το έργο τους όλα όσα πρέσβευε η
Οκτωβριανή Επανάσταση, Ως πρεσβευτές του κονστρουκτιβισμού έθεσαν
ερωτήματα για βασικούς τομείς της τέχνης, δέχτηκαν την πρόκληση της
ιδέας των έργων τέχνης ως μοναδικών αγαθών και διερεύνησαν περισσότερο
συλλογικούς τρόπους εργασίας.
(βλέπε Ρώσικη Πρωτοπορία )
Εκείνη την περίοδο παρουσιάζει μεγάλη καλλιτεχνική δραστηριότητα,
παρά την κλονισμένη της υγεία (χτυπημένη και η ίδια από τύφο ) και την
προσωπική της τραγωδία, ο άντρας της πέθανε από τύφο το 1919. Η Πόποβα
καταπιάστηκε με ευρύ φάσμα εικαστικής παραγωγής, καθώς ασχολήθηκε με το
θέατρο, εργάστηκε στο σχεδιασμό υφασμάτων για το Πρώτο Κρατικό
Εργοστάσιο Εκτύπωσης Υφασμάτων της Μόσχας (με δικά της υφάσματα και
ενδύματα που χρησιμοποιούνται διαθέσιμα υλικά όπως φανέλα για την
αντιμετώπιση των τότε ελλείψεων ) και στο σχεδιασμό αφισών, βιβλίων,
κοστουμιών, ειδών κλωστοϋφαντουργίας και επίπλων.
Πέντε χρόνια μετά από το θάνατο του συντρόφου της και σε ηλικία 35
χρονών πεθαίνει μαζί με τον γιο της, χτυπημένοι και οι δύο από οστρακιά.
Μετά το θάνατό της το 1924 διοργανώθηκε στη Μόσχα μεγάλη αναδρομική έκθεση, αντιπροσωπευτική του εύρους της εικαστικής παραγωγής της.
Μετά το θάνατό της το 1924 διοργανώθηκε στη Μόσχα μεγάλη αναδρομική έκθεση, αντιπροσωπευτική του εύρους της εικαστικής παραγωγής της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου