.............................................................
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε τόσες αμαρτίες,
σαν ένιωσε θεός πως ήσουν, γίνηκε μυροφόρα κι ήρθε
το σώμα σου ν’ αλείψει με μυρωδικά, προτού το πάρει ο τάφος,
και σπάραζε, η έρμη, κι έλεγε: Αλίμονο, σαν νύχτα απλώνει μέσα μου
ακολασίας οίστρος, σκοτάδι αφέγγαρο της αμαρτίας ο έρωτας.
Όμως εσύ, που παίρνεις θαλασσόνερο και σύννεφο το κάνεις,
δέξου και των δικών μου των δακρύων τις πηγές.
Σκύψε ν’ ακούσεις την καρδιά μου πώς στενάζει,
εσύ, ο που χαμήλωσες τον ουρανό, να σαρκωθείς κοντά μας.
Φιλιά θ’ απλώσω στ’ άχραντα σου πόδια,
θα τα σκουπίσω ύστερα με των μαλλιών μου τα πλοκάμια
– τα πόδια αυτά που η Εύα τ’ άκουσε να περπατούν στο δείλι
και σκιάχτηκε βαθιά, και κρύφτηκε.
Τα πλήθη των αμαρτιών μου και τις αβύσσους των κριμάτων σου
ποιος είναι αυτός που θα εξιχνιάσει, Σωτήρα της ψυχής μου;
Όμως εσύ, που δεν μετριέται το έλεός σου, τη δούλη σου την ταπεινή
μην την καταφρονέσεις.
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος. ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε τόσες αμαρτίες,
σαν ένιωσε θεός πως ήσουν, γίνηκε μυροφόρα κι ήρθε
το σώμα σου ν’ αλείψει με μυρωδικά, προτού το πάρει ο τάφος,
και σπάραζε, η έρμη, κι έλεγε: Αλίμονο, σαν νύχτα απλώνει μέσα μου
ακολασίας οίστρος, σκοτάδι αφέγγαρο της αμαρτίας ο έρωτας.
Όμως εσύ, που παίρνεις θαλασσόνερο και σύννεφο το κάνεις,
δέξου και των δικών μου των δακρύων τις πηγές.
Σκύψε ν’ ακούσεις την καρδιά μου πώς στενάζει,
εσύ, ο που χαμήλωσες τον ουρανό, να σαρκωθείς κοντά μας.
Φιλιά θ’ απλώσω στ’ άχραντα σου πόδια,
θα τα σκουπίσω ύστερα με των μαλλιών μου τα πλοκάμια
– τα πόδια αυτά που η Εύα τ’ άκουσε να περπατούν στο δείλι
και σκιάχτηκε βαθιά, και κρύφτηκε.
Τα πλήθη των αμαρτιών μου και τις αβύσσους των κριμάτων σου
ποιος είναι αυτός που θα εξιχνιάσει, Σωτήρα της ψυχής μου;
Όμως εσύ, που δεν μετριέται το έλεός σου, τη δούλη σου την ταπεινή
μην την καταφρονέσεις.
/Ελεύθερη απόδοση του τροπαρίου της μοναχής Κασσιανής (ή Κασσίας), 9ος αιώνας μ.Χ./ από τον Πάνο Σταθόγιαννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου