Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

[Ο μύθος της «φορολογικής δικαιοσύνης»] Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά ("Εφημερίδα των Συντακτών", 2/2/2013)

.....................................................

Ο μύθος της «φορολογικής δικαιοσύνης»


Είναι λοιπόν σαφές ότι στην εποχή της παγκοσμοιοποίησης δεν μπορεί να υπάρξει ούτε φορολογική ουδετερότητα ούτε φορολογική δικαιοσύνη

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά

Από καταβολής κόσμου, οι εξουσίες αποσπούν, οικειοποιούνται και χρησιμοποιούν ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου κατά το δοκούν. Ολα τα κράτη είναι λοιπόν «φορολογικά». Και με αυτήν την έννοια, η κατίσχυση του φιλελευθερισμού ούτε άλλαξε ούτε ήταν δυνατόν να αλλάξει η βασική λειτουργία της φορολογίας. Αλλαξαν μόνο η θεσμική μορφή της και οι όροι της κοινωνικής της πρόσληψης. Πράγματι, στο εξής, η φορολογία δεν μπορεί να επιβάλλεται αυθαίρετα ή ευκαιριακά. Οφείλει πλέον να υπόκειται στον νόμο, να υπακούει στο γενικό συμφέρον, να είναι προβλέψιμη και να αντλεί τη νομιμοποίησή της από τη δημοκρατική κοινωνική συναίνεση.

Κατ” ανάγκην, λοιπόν, στο νέο αυτό πλαίσιο, η φορολογία θα νοηθεί με νέους ιδεολογικούς όρους. Από τη μια μεριά, η πληρωμή των φόρων εμφανίστηκε ως «πολιτειακό καθήκον» όλων όσοι, εκόντες ή άκοντες, «μετέχουν» στην κοινωνική οργάνωση. Ως κοινωνοί του Κράτους Δικαίου, οι πολίτες οφείλουν πλέον να αναλάβουν το βάρος της αναπαραγωγής του από κοινού. Από την άλλη μεριά, οι όροι κατανομής αυτής της γενικής υποχρέωσης, το ζήτημα δηλαδή «ποιος» θα πληρώσει «τι» και «πόσο» πρέπει επίσης να ρυθμιστεί πάνω στη βάση γενικά αποδεκτών κριτηρίων. Ετσι, η εσωτερίκευση του γενικού φορολογικού καθήκοντος προϋποθέτει ότι η οργάνωση της δημόσιας απόσπασης πλούτου αποδίδει «φορολογική δκαιοσύνη». Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα Συντάγματα διακηρύσσουν ρητά πως οι πολίτες οφείλουν να επωμίζονται τα δημόσια βάρη ανάλογα με τις «δυνατότητές» τους. Προφανώς, λοιπόν, οι πλούσιοι πρέπει να πληρώνουν περισσότερο από τους φτωχούς. Σε άνισες κοινωνίες, η φορολογική ισότητα προϋποθέτει άνιση επιβάρυνση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άμεσοι φόροι είναι πιο δίκαιοι από τους έμμεσους. Οι δίκαιοι φόροι είναι πάντα κλιμακωτοί και «προοδευτικοί».

Ομως, η αφετηριακή αυτή παραδοχή δεν απαντά στο ερώτημα «πόσο» περισσότερο πρέπει να πληρώνουν οι εύποροι. Και στο σημείο αυτό εμφιλοχωρεί μια τρίτη άρρητη παράμετρος. Δεν αρκεί η φορολογία να είναι δίκαια. Πρέπει επιπλέον να μπορεί να εμφανίζεται και ως ταξικά και ιδεολογικά «ουδέτερη». Ακόμη λοιπόν και αν οδηγεί στην άμβλυνση κάποιων ανισοτήτων, η φορολογία δεν επιτρέπεται να ανατρέπει την κατεστημένη κοινωνική πραγματικότητα. Εχοντας πληρώσει ό,τι τους αναλογεί, πρέπει οι φτωχοί να παραμένουν φτωχοί, οι πλούσιοι να παραμένουν πλούσιοι και οι κεφαλαιούχοι να εξακολουθούν να αντλούν τα «κεκανονισμένα» κέρδη τους.

Υπό τους όρους αυτούς, οι φιλελεύθερες κοινωνίες οδηγήθηκαν βαθμιαία σε μια γενική συναίνεση σε ό,τι αφορά τη λειτουργία και τα κριτήρια μιας φορολογίας που δεν έρχονταν σε αντίθεση με την αναπαραγωγή των κοινωνικών ισορροπιών. Ετσι ακριβώς εμπεδώθηκαν οι μεγάλες γραμμές της κυρίαρχης φιλελεύθερης «φορολογικής ηθικής». Στο μέτρο που όλοι είναι «ίσοι ενώπιον του νόμου», οφείλουν να νιώθουν και «ίσοι ενώπιον του φόρου που τους αναλογεί» στο πλαίσιο ενός δεδομένου συστήματος κοινωνικών ιεραρχιών. Οι κοινωνικές σχέσεις δεν πρέπει να ανατρέπονται, αλλά να αναπαράγονται.

Ομως, οι πρόσφατες εξελίξεις σηματοδοτούν την προϊούσα διάβρωση του ιδεολογικού αυτού οικοδομήματος. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, φαίνεται να καταρρέουν τόσο η ιδέα της φορολογικής δικαιοσύνης όσο και το αξίωμα της φορολογικής ουδετερότητας. Ετσι, είναι πια φανερό ότι η ιδέα της ισότητας ενώπιον του φόρου δεν είναι παρά ένα εξωραϊστικό και παραπλανητικό σύνθημα. Στο εξής, οι κοινωνοί δεν φορολογούνται ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Η επιβάρυνση ποικίλλει ανάλογα με το είδος, την πηγή και τον «τόπο» ή τον μη τόπο όπου καταχωρίζονται ο πλούτος και τα εισοδήματα. «Βλέποντας» μόνο όσα συμβαίνουν μέσα στην επικράτειά της, η φορολογική εξουσία αποστρέφει το βλέμμα της από τον υπερεπικρατειακό πλούτο. Η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και η ευχερής «αποθήκευσή» τους στους υπερπόντιους παραδείσους, επιτρέπει στο μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου κεφαλαίου να αποφεύγει οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση. Η σχέση των ατόμων με τη φορολογική επικράτεια δεν είναι λοιπόν πια δεδομένη. Την ίδια στιγμή που η ορατή ακίνητη περιουσία εξακολουθεί να μπορεί να φορολογείται -υπό τον όρο βέβαια ότι δεν ανήκει σε ανεξέλεγκτες υπερπόντιες εταιρείες- η αόρατη κινητή περιουσία παραμένει στο απυρόβλητο. Η φορολογική αδικία είναι λοιπόν εξόφθαλμη. Οι κεφαλαιούχοι δεν τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης…

Η έμμεση αυτή φορολογική «απαλλαγή» επηρεάζει άμεσα τις συναλλαγές. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια στιγμή που τα ακίνητα είναι εκτεθειμένα σε επιβαρύνσεις που μπορεί να αγγίζουν τα όρια της δήμευσης, πλούτος αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων (δηλαδή πολλών χιλιάδων δισεκατομμυρίων!) περνάει κάθε μέρα τα αφανή σύνορα που χωρίζουν τις ανήμπορες και αναρμόδιες πλέον επικράτειες. Οπως επίσης και ότι την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι, οι επαγγελματίες, οι επιχειρηματίες και οι ιδιοκτήτες που εξακολουθούν να είναι παραγωγικά δεμένοι με μια συγκεκριμένη χώρα, εμφανίζονται ίσοι ενώπιον του νόμου και του φόρου, η μειοψηφία που δραστηριοποιείται στα ρευστά υπερεπικρατειακά μεταίχμια καλπάζει ανενόχλητα σε ένα ολοένα διευρυνόμενο φορολογικό κενό.

Ετσι, η ιδέα της φορολογικής δικαιοσύνης δεν είναι πια δυνατόν να γίνει πιστευτή. Και μαζί με αυτήν καταρρέει και η αξιωματική φορολογική ουδετερότητα που οφείλει να διέπει τις φιλελεύθερες παρεμβάσεις. Πράγματι, η διαφορική φορολόγηση συνεπιφέρει μια σειρά περαιτέρω μεταλλαγών στις κοινωνικές ισορροπίες. Από τη στιγμή που τα κινούμενα υπερεπικρατεικά κεφάλαια ευνοούνται σκανδαλωδώς σε σχέση με τα κεφάλαια που εξακολουθούν να είναι δεμένα με τις εθνικές επικράτειες, ο αγοραίος ανταγωνισμός ανάμεσά τους δεν είναι πια ούτε «ελεύθερος» ούτε «ουδέτερος». Μοιραία, λοιπόν, τα υπολείμματα των «εθνικών αστικών τάξεων» τείνουν να μεταμορφωθούν σε αποστασιοποιημένους τυχοδιώκτες. Αναπόφευκτα, το ανεξέλεγκτα κινούμενο, και συχνά «βρόμικης» προέλευσης, χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διαβρώνει ό,τι απομένει από εκείνους που έπαιζαν το παίγνιο της συσσώρευσης με παραδοσιακούς όρους. Βαθμιαία, όλοι οι ορθολογικοί πλούσιοι φροντίζουν να μπουν στο φορολογικό απυρόβλητο.

Οι προεκτάσεις των νέων φορολογικών δεδομένων είναι όμως ακόμα πιο σημαντικές σε ένα άλλο επίπεδο. Πράγματι, αποψιλούμενα από το προϊόν της συμβολής των προνομιούχων, τα φορολογικά κράτη εξωθούνται στο να αποσπούν ολοένα και περισσότερους πόρους από τους εξαρτημένους μισθωτούς και τη μεσαία τάξη των αυτόνομων μικροεπιχειρηματιών που δεν μπορούν να κρυφτούν. Εμμέσως πλην σαφώς, λοιπόν, οι κοινωνικές ισορροπίες αλλοιώνονται. Προκειμένου να διατηρούνται οι δημοσιονομικές ισορροπίες πρέπει να ανατραπούν οι κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες που οριοθετούσαν την αναπαραγωγή των φιλελεύθερων καθεστώτων. Και, έτσι, ο απειλούμενος ταξικός υποβιβασμός των παραδοσιακών στρωμάτων στερεί την κοινωνία από τη σπονδυλική της στήλη.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μιαν ιστορική τομή με απροσμέτρητες και άδηλες προεκτάσεις. Οι «οικονομικοί άνθρωποι» δεν καλούνται να δράσουν μέσα σε ένα ενιαίο αγοραίο θεσμικό περιβάλλον. Οι ενοικούντες τον κόσμο διακρίνονται στους τυχοδιώκτες «επενδυτές», «δανειστές» και «αξιολογητέες» που αρμενίζουν ανεμπόδιστα στις θάλασσες των αναδυόμενων ευκαιριών και στους «άλλους», τους άξεστους, ανεπιτήδειους και ανήμπορους «ιθαγενείς» που οφείλουν να πληρώσουν το τίμημα της παραγωγικής και επικρατειακής τους καθήλωσης. Ενώ οι πρώτοι απολαμβάνουν της προστασίας των υπερεπικρατειακών «φορολογικών παραδείσων» ως απόλυτοι άρχοντες ενός «καθαρού» και ανεξέλεγκτου κεφαλαίου, οι δεύτεροι δεν βρίσκονται μόνο ριγμένοι στις επικρατειακές «φορολογικές κολάσεις», από τις οποίες δεν είναι δυνατόν να ξεφύγουν, αλλά υποχρεούνται επιπλέον να απεμπολούν την επιβιωτική τους ικανότητα, τον πολιτικό τους πολιτισμό και την αξιοπρέπειά τους, εκλιπαρώντας την εύνοια και την ανοχή των τυχοδιωκτών που τους καταδιώκουν. Είναι λοιπόν σαφές ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να υπάρξει ούτε φορολογική ουδετερότητα ούτε φορολογική δικαιοσύνη. Και υπό τις συνθήκες αυτές είναι λογικό να κλονίζεται συθέμελα η ευρύτερη κοινωνική συναίνεση που οριοθετούσε την κυρίαρχη αστική φορολογική ηθική. Ο μόνος φορολογικός νόμος που φαίνεται πια να ισχύει είναι ο νόμος της φορολογικής ζούγκλας.

03/02/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: