Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

"Ρίμες και ντέρτια" του Κωστή Παπαγιώργη ("Αθηνόραμα", τ.605, 15-21/12/2011)

 ............................................................

Ρίμες και ντέρτια

Έστω κι αν η ρίμα μάς ήρθε από τον δυτικό κόσμο στο μεγάλο "καφάσι του Διαφωτισμού, η αίσθηση της μαγικής ομοηχίας ρίζωσε στα λαϊκά άσματα κι έπλασε δική της νοοτροπία



γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης 

   Κάθε φορά που ακούμε ένα τραγούδι που ο στίχος του δεν βγάζει ρίμα, όσο άρρυθμοι κι αν είμαστε, κάτι μέσα μας διαμαρτύρεται - λες και μας έπαιξαν άσχημο παιχνίδι ή μας πάσαραν κάλπικο χαρτονόμισμα. Ο λόγος; Η ηχητική ανταπόκριση, π.χ. στο "Ο Γιάννης ο φονιάς / παιδί μιας Πατρινιάς", στο οποίο το ληκτικό "νιας" κάνει παιχνίδι, είναι ένα δώρο στον ακροατή πάνω από το νόημα, κάτι σαν μυστική χειρονομία ξέχωρη από την αφηγηση. Στον "Ερωτόκριτο", για παράδειγμα, η ομοιοκαταληξία κρατάει το ποίημα ψηλά καθότι - εκτός των άλλων - ουδέποτε αθετεί την αρχική υπόσχεση του πολύτιμου ομοιοκατάληκτου στίχου. "Φροσύνη κακορίζικη, μ' ίντα καρδιά ανιμένεις / τον άνθρωπον, όπου μισάς, κι ίντα 'χεις και σωπαίνεις;" Έστω κι ένα δίστιχο αν υπήρχε χωρίς αντικριστή ρίμα, θα νιώθαμε ότι βρήκαμε ψεγάδι, γι' αυτό κι ο Κορνάρος, όταν δεν το φτάνει ο στίχος, τον κόβει στη μέση για να μην απιστήσει στον ρυθμό (Ολίγη πράξιν έχεις / και το καλό και το κακό ποιον είναι δεν κατέχεις). Έστω κι αν η ρίμα μάς ήρθε από τον δυτικό κόσμο στο μεγάλο "καφάσι" του Διαφωτισμού, η αίσθηση της μαγικής ομοηχίας ρίζωσε στα λαϊκά άσματα κι έπλασε δική της νοοτροπία. Όταν ο Τσιτσάνης τραγουδάει: "Κάθε φορά που σου μιλάων για καλό σου ο φουκαράς / γιατί μου τη σπας, γιατί μου τη σπας; / Κάθε φορά  που σου ζητάω εξηγήσεις να μου δώσεις / θα με πληγώσεις, θα με πληγώσεις". Ο συνθέτης ξέρει από πρώτο χέρι ότι το τραγούδι, για να αποβεί γκαρδιακό σύνδρομο, έχει ανάγκη κάποιο ξεγέλασμα, κάτι σαν ομοιοθερμία στις λίμνες. Άρα, σε κάθε νόημα προσθέτει αφτιά, οπότε σε κάθε καθημερινή στιγμή διόλου παράξενο αν κάποια ρίμα συντροφεύει τον ακροατή, έστω κι αν κατεβαίνει σκάλες, ψωνίζει στην αγορά ή νιώθει χαμένος στον ασύνορο εαυτό του. 
   Οι στιχουργοί μπορούμε  να πούμε ότι πρώτα στήνουν τις ομοιοκαταληξίες και κατόπιν ολοκληρώνουν το τραγούδι. Στο σκυλάδικο στίχο "Φύγε μπελά από πάνω μου, φύγε να ησυχάσω / εγώ που τόσο σ' ήθελα πληρώνω να σε χάσω", όσο κι αν το υλικο είναι δεύτερης και τρίτης ποιότητας, τελικά με την επανάληψη του "χάσω" το τραγούδι βγαίνει παλικάρι και η πίστα αγκομαχάει, ως είθισται. Ο πελάτης των κέντρων όπου, θέλει δεν θέλει, λόγω ποτού και ορχήστρας, δείχνει κάτι από το μεγαλείο κι ενίοτε από το χάλι του, συντονίζεται με τα λεγόμενα του τραγουδιού και νιώθει τις ρίμες σαν χρησμό - σαν μήνυμα στα κατάβαθά του. Δεν έχει σημασία το βάρος του τραγουδιού, σημασία έχει ότι η ρίμα ξεκλειδώνει αινιγματικά το μέσα του και, χορεύοντας, απαντάει σιωπηλά στο μήνυμα. Ακόμα και το προχειροτράγουδο που δεν χορεύεται (Πού να βρεις μεμέτη / άλλονε μεμέτη / μοναξιά ο βίος / καταδίκη σκέτη), ακριβώς επειδή δεν έχει ξέφτια, μοιάζει με δώρο στους άπορους.
   Περιττό να πούμε ότι ο καλύτερος ριμαδόρος στα τραγούδια είναι ο Νίκος Γκάτσος. Δεν έχει σημασία για ποιο λόγο έγραφε, αν σύχναζε στο καζίνο, αν ήταν αίνιγμα για τον εαυτό του. Το σημαντικό είναι ότι, γράφοντας, έκλεβε μυστικά από τη ζωή. "Κοίτα με στα μάτια / κι έλα πιο κοντά / άγια μου καρδιά κι αγαπημένη / άκουσα κι απόψε πόρτα να βροντά / πέτρες θα κυλάν' οι πεθαμένοι".   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: