Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

"Αυτοί που μείναν πίσω..." ένας μικρής διάρκειας θεατρικός αυτοσχεδιασμός για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Μια διαφορετική πρόταση για τον εορτασμό από παιδιά της ΣΤ' δημοτικού και - γιατί όχι; - από παιδιά των πρώτων τάξεων του γυμνασίου...

Αυτοί που μείναν πίσω...


Παιδιά συγκεντρωμένα στη σκηνή χορεύουν συμμετέχοντας σε νεανικό πάρτι με μουσικές και τραγούδια της εποχής του '40. Ξαφνικά ηχεί συναγερμός, η γιορτή διαλύεται, ο φωτισμός χαμηλώνει πολύ - γίνεται μισοσκόταδο, τα παιδιά σκύβουν, αγκαλιάζονται, γίνονται μια ομάδα κολλητά το ένα στο άλλο, με έκφραση αγωνίας στα πρόσωπά τους. Ήχος αεροπλάνων που πετάνε πάνω από το χώρο που βρίσκονται. Μέσα στο μισοσκόταδο - στο καταφύγιο πια - ακούγονται ανακατεμένα τα λόγια (η κάθε διαφορετική γραμματοσειρά δηλώνει το κάθε παιδί που μιλάει):  


-      Συναγερμός!
-   Αεροπλάνα! Ιταλικά! Στο καταφύγιο γρήγορα!.............................................................
-      Κάτω όλοι, καθιστοί!
-      Σσσσσσσς…..Τι είναι πάλι αυτό; Ωχ, στάζει η σκεπή!
-      Ωχ ναι στάζει!
-  Σσσσσσσσσσσσσς…
Τι σσσσσς και σσσσς…Κάτι να κάνουμε…
-  Σσσσσσσσσσσσς…………..


Αρχίζουν οι αφηγήσεις. Τα παιδιά που παίρνουν το λόγο φωτίζονται εντονότερα από τα υπόλοιπα που παρακολουθούν στο μισοσκόταδο. Αφηγούνται, εννοείται ότι έχουν μάθει απ' έξω τα κείμενα, σαν να είναι δικές τους εμπειρίες, σαν να πέρασαν τα ίδια, προσωπικά, τα περιστατικά αυτής της ιστορικής περιόδου. Αυτό είναι προφανές, μιας και πρόκειται για  αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο. Ο αριθμός των παιδιών που συμμετέχουν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών της τάξης, ή του τμήματος, ή των παιδιών που παίρνουν μέρος στη γιορτή. Εδώ το υπόδειγμά μας αφορά 21 παιδιά ΣΤ' δημοτικού.


....................................................................................................
             
                     (Για 2 αγόρια και 2 κορίτσια)


-      Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΕΦΥΓΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ γιατί κάθε Δευτέρα πρωί είναι ξεκούραστος και έχει κέφια και γιατί ανακάλυψε πως το καινούργιο του καπέλο ήταν καλύτερο από το παλιό κι όλο έλεγε ότι ήταν κουτός που δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα και πως του ερχόταν και να κοιμάται ακόμα με το καπέλο, τόσο του άρεσε.
-      Γι’ αυτό, πολλές φορές, το έπαιρνε στο χέρι για να το καμαρώνει, γιατί έλεγε πως όταν το είχε στο κεφάλι του δεν το έβλεπε και έπρεπε να κοιτάζεται στους καθρέφτες και στα τζάμια των μαγαζιών, αλλά μπορούσε να τον δει κανείς και να τον κοροϊδέψει.
-      Η μαμά με κυνηγούσε γύρω γύρω στο τραπέζι με το γάλα στο χέρι, κι άμα μ ’ έπιανε θα μ’ έκανε να το πιω, αλλά εμένα δε με πιάνει ούτε η Λούλα που με κυνηγάει στο διάλειμμα να με φιλήσει, η μαμά θα με πιάσει; Εγώ της λέω να με αφήνει να το πίνω μόνος μου γιατί φέτος είμαι μεγαλύτερος και πηγαίνω στην πέμπτη, αλλά εκείνη λέει πως θα τη γελάσω και θέλει να μου το δίνει εκείνη και με φοβερίζει πως αν δεν το πιω δε θα μου αγοράσει παπούτσια Ελβιέλα που φοράνε όλα τα παιδιά, γι’ αυτό κι η θεία Γαζία όλο τη μαλώνει.
-      Κι όταν η μαμά τη μαλώνει που τη μαλώνει, σηκώνεται και φεύγει και τραγουδάει το αγαπημένο της τραγούδι που λέει για τη χώρα «που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα και κοκκινίζ’ η σταφυλή και θάλλει η ελαία» και πως αυτή η χώρα «είναι η γη η Ελληνίς». Η μαμά τότε θυμώνει γιατί νομίζει πως η θεία Γαζία γελάει και κάνει και τη Δωροθέα να γελάει
-      κι η Δωροθέα κάνει εμένα να γελάω κι εγώ κάνω τη μαμά να γελάει και γελάμε όλοι μαζί κι άμα έρθει ο μπαμπάς και μας ακούσει γελάει κι αυτός.
-      Αλλά σήμερα τόσην ώρα που γελούσαμε δεν προσέξαμε πως ο μπαμπάς είχε γυρίσει ξαφνικά πίσω και μας κοιτούσε.
-       Χωρίς να γελάει. Ήταν ιδρωμένος γιατί είχε τρέξει κι είχε ανέβει τη σκάλα γρήγορα και δεν μπορούσε να καταπιεί και τα μάτια του ήταν έξω, σαν να είχε μαλώσει με κάποιον.
-      Η μαμά τον είδε πρώτη και σταμάτησε να γελάει και του είπε πως ήρθε πάνω στην ώρα που δεν πίνω το γάλα μου και πρέπει να φύγω για το σχολείο και να μου πει κάτι για να το πιω. Αλλά ο μπαμπάς δεν είπε τίποτα.
-      Τότε, τον ρώτησε γιατί γύρισε πίσω και μήπως ήταν αργία και δεν το ήξερε. Αλλά ο μπαμπάς πάλι δεν είπε τίποτα. Μετά μίλησε ξαφνικά και είπε να πάψουμε και να τον ακούσουμε με προσοχή και όταν καθίσαμε προσοχή είπε κανείς να μη βγει από το σπίτι,
-      εγώ να μην πάω σχολείο,
-      (όπως κι εμείς άλλωστε),
-      η θεία Γαζία να αφήσει τις πορτοκαλέες,
-      η Δωροθέα να κλείσει τις πόρτες και τα παράθυρα
-      κι η μαμά να πάψει να με κυνηγάει μ’ αυτό το γελοίο γάλα, γιατί εδώ χαλάει ο κόσμος κι εσείς παίζετε.
-      Μόλις είπε έτσι, αφήσαμε τα παιχνίδια και τα γέλια και μαζευτήκαμε γύρω του και τον κοιτούσαμε γιατί ποτέ άλλοτε δεν ήταν έτσι και περιμέναμε να μας πει γιατί χαλάει ο κόσμος.
-      Τότε, ο μπαμπάς έβγαλε μια φωνή κουρασμένη, βραχνιασμένη, θυμωμένη, αγριεμένη και φοβισμένη, που όταν την ακούσαμε, γίναμε κι εμείς θυμωμένοι, αγριεμένοι, και φοβισμένοι:
«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο!», είπε. «Τι;"
«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο», ξαναείπε.
-      Τη δεύτερη φορά ακούσαμε όλοι κι η μαμά είπε Θεέ μου! και ρώτησε γιατί; Η Δωροθέα είπε Παναΐτσα μου και ρώτησε τι θα κάνει τώρα; Η θεία Γαζία είπε ένα καινούργιο τραγούδι που δεν είχε μουσική: «Εμπρός, η μάχη ήρχισε, το βήμα μας ταχύ. Μυρίζει η πυρίτις, η σφαίρ’ αντιλαλεί, κι η βροντερή φωνή της εις μάχην μας καλεί»,
-      κι εγώ χωρίς να το καταλάβω πώς μου ήρθε, έτρεξα και πήρα από τα χέρια της μαμάς τη φλιτζάνα με το γάλα και το ήπια όλο. Τότε ο μπαμπάς ήρθε κοντά μας, μας ακούμπησε στον ώμο και μας είπε: «Αγόρια μου, από σήμερα θα γίνετε άντρες»
...……………………………………………………………..
-      Μετά γύρισε στη μαμά και της είπε πως θα τρέξει στην τράπεζα να σηκώσει λεφτά. «Δεν έχουμε δραχμή» κι έφυγε τρέχοντας στη σκάλα…………….
-      «Τι ήταν αυτό; Ακούσατε;» ρώτησε η μαμά, που φοβήθηκε από ένα μεγάλο μπουμ. «Μπόμπες!» ακούστηκε μια φωνή από το δρόμο. «Βομβαρδισμός! Βομβαρδισμός…»
- «Κι αυτό;», ρώτησε η Δωροθέα. «Σειρήνες!» είπε η θεία Γαζία. «Σημαίνουν συναγερμό. Να τρέξει ο κόσμος να κρυφτεί». «Θεέ μου!» είπε η μαμά. «Κι ο μπαμπάς είναι έξω… Δε θα προλάβει…». «Θα έρθουν οι Ιταλοί;» ρώτησε η θεία Γαζία. «Είναι κακοί, κυρία;» ρώτησε η Δωροθέα. «Δεν ξέρω», είπε η μαμά. «Ο κύριος Δεμαρτίνος, που έχει το ποδηλατάδικο, είναι Ιταλός. Είναι καλός».
-      Σε λίγο ήρθε ο μπαμπάς μας και ήταν πολύ λερωμένος και σκισμένος και δεν είχε το καπέλο του, ούτε στο κεφάλι ούτε στο χέρι, και είπε πως η τράπεζα ήταν κλειστή και δεν έκανε τίποτα.  Μετά είπε να κατεβούμε όλοι γρήγορα, όπως είμαστε και βρισκόμαστε, να πάμε στης κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί το σπίτι της έχει υπόγειο και το λιακωτό της είναι τσιμεντένιο και δεν μπορούν να  τρυπήσουν οι μπόμπες.
-      Κατεβήκαμε όλοι πιασμένοι χέρι χέρι και μπήκαμε στον κόσμο που έτρεχε και όλο τρέχαμε και ακούγαμε τις μπόμπες, τις σειρήνες, τα αντιαεροπορικά και τα βαπόρια και φτάσαμε στην πλατεία και σταματήσαμε κάτω από τα δέντρα να ξεκουραστούμε… και ο μπαμπάς μας πήρε αγκαλιά και είπε πάλι : «Αγόρια μου, από σήμερα θα γίνετε άντρες». Εμείς τότε φοβηθήκαμε πάρα πολύ, γιατί δε θέλαμε να γίνουμε σήμερα άντρες.
-      Ούτε θέλαμε να πάμε στο υπόγειο. Θέλαμε τους φίλους μας, το Ρούλη και, το Βαγγελάκη,
-      το Μωυσή και το Φιλιππάκη,
-      το Ντόντο,
-      τη Λίλα, τη Λέλα, τη Λούλα,
-      το Γιώργο, το Βασίλη και τον Ίωνα.
-      Και τη Μαρία.


...........................................................................................................

                              (Για 1 κορίτσι και 1 αγόρι)




Μέσα στο μισοσκόταδο τα 2 παιδιά διαβάζουν στην αρχή φωναχτά ένα μέρος από το γράμμα που έχουν γράψει, ενώ μετά προσπαθούν να συνεχίσουν να γράφουν και να τελειώσουν τις επιστολές τους. Τα 2 παιδιά κάθονται μακριά το ένα από το άλλο για να "σημαίνουν" την απόσταση των τόπων που βρίσκονται. Πριν από κάθε"μμμ..." σταματάνε να σκεφτούν και μετά συνεχίζουν για λίγο συλλαβιστά γράφοντας τα πρώτα λόγια.


     …Αγαπητή μου συμμαθήτριά μου, Μαρία
                                                  Παπαντωνίου!!!

     Τώρα έχουμε έρθει εδώ και περισσότερους από τρεισήμισι μήνες σε ένα μέρος που γράφεται Αμαλιάς αλλά προφέρεται Αμαλιάδα. Όταν φτάσαμε εδώ ήταν βράδυ, πολύ αργά το βράδυ, γιατί είχε γίνει νύχτα κιόλας και δεν υπήρχε κανένα φως στα σπίτια ούτε φεγγάρι να φωτίζει λίγο, ούτε και αστέρια και ο ουρανός δε φαινόταν καθόλου και δεν ήξερες τι ήταν ψηλά, γιατί όπου και να κοίταζες δεν έβλεπες…Το σχολείο μας είναι ένα μικρό σχολείο με δυο πατώματα και ξύλινη σκάλα στριφτή,…μμμμμ… μμμμμ… μμμμμ…Σε αυτό το γράμμα που σου γράφω θέλω να σου γράψω με τη σειρά όσα θα σου γράψω, εκτός αν τα μπερδέψω και τα γράψω ανακατωτά…μμμμμ… μμμμμ….. μμμμμ…. Το σπουδαίο είναι ότι έπεσε η Κλεισούρα, που είναι μια πόλη στην Αλβανία, κι όταν μάθανε οι παπάδες στις εκκλησίες πως έπεσε άρχισαν να χτυπάνε τις καμπάνες και δεν άκουγες όλη μέρα τίποτα άλλο παρά καμπάνες και άγιος ο Θεός. Αυτό γίνεται κάθε φορά που πέφτει μια πόλη. Τη Βέμπο την ακούμε κάθε μέρα να τραγουδάει από τα μεγάφωνα και όσοι έχουν γραμμόφωνο την ακούνε και στο γραμμόφωνο και όλος ο κόσμος έχει μπερδευτεί και δεν ξέρει ποιος οδηγεί το στρατό μας, ο Μεταξάς, η Μεγαλόχαρη ή η Βέμπο. Έτσι λέει ο μπαμπάς μου και οι φίλοι του του λένε να μην κοροϊδεύει κι εκείνος λέει, ψέματα λέω;
Τώρα να σου πω για τι σπίτι που μένουμε…     

…Εμείς τώρα τελευταία είμαστε όλοι όλο λυπημένοι αλλά δεν ρωτάω τι έχουν οι μεγάλοι. Μπορεί να βλέπουν στις εφημερίδες κι άλλες φωτογραφίες πεσόντων, γιατί κάθε μέρα βάζουν και πιο πολλούς… μμμμμ… που η Πατρίς θα ευγνωμονεί αιώνια και πιο πολύ ακόμα, που δε θα τους λησμονήσει, όπως έπραξε και δια τους Μαραθωνομάχους, τους Σαλαμινομάχους, τους Θερμοπυλομάχους και άλλους μάχους που θα τους γράψει η Ιστορία στα σχολικά βιβλία και θα φροντίσει η ίδια η Πατρίς  προσωπικά να γράψει και για τους Πογραδετσομάχους… μμμμμ…και ξέχασα να σου πω ότι από την ημέρα που ήρθαμε εδώ πλέκουν με τις βελόνες όλες οι γυναίκες διάφορα πλεχτά, γιατί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας κάνει κρύο και τα φανταράκια μας θα πλευριτώσουν. Πλέκουν πουλόβερ, γάντια, κασκόλ, κάλτσες, κουκούλες και άλλα. Η κυρά – Γιαννούλα λέει πως για καθε βελονιά κάνει μια ευχή για να νικήσουμε, και για να πάμε εκδρομή, κι ο μπαμπάς λέει στη μαμά μου να πλέκει πιο γρήγορα το πουλόβερ που άρχισε, γιατί ώσπου να το τελειώσει θα ‘χει τελειώσει ο πόλεμος…μμμμμ….κάθε μέρα διαβάζω τι έχω γράψει και μερικά τα σβήνω κι άμα περάσει κανείς τον ρωτάω πώς γράφεται μια λέξη και αν γράφεται με ένα λ, με δύο λλ ή με τρία λλλ ή αν γράφεται με ι ή η ή υ ή ει ή οι. Τώρα σταματάω πάλι να σου γράφω γιατί ήρθαν οι φίλες μου και με φωνάζουν να πάμε να παίξουμε.


......................................................................


               (Για 1 αγόρι και 1 κορίτσι)

     Το λοφάκι ήτανε γεμάτο κόσμο, που κοίταζε κατά την Ακρόπολη. Το κοντάρι έστεκε γυμνό, σαν κατάρτι καταμεσής στον ουρανό. Πρώτη φορά που λυπηθήκαμε να μην έχουμε πάει ποτέ μας στην Ακρόπολη. Ποιος να σκαρφάλωσε εκεί πάνω και να την κατέβασε τη σημαία!

     - Ένα κομάντος Εγγλέζων, μας είπε εμπιστευτικά ο πάντα καλά πληροφορημένος Σωτήρης.
Μια γριούλα σταυροκοπιόταν πλάι μας. Με το ένα χέρι κρατούσε έναν κουβά με σφουγγαρόπανο, με το άλλο έκανε το σταυρό της.
-      Ο Θεός έστειλε τον άγγελό του και την πήρε, μουρμούρισε.

     Πίσω από το κοντάρι οι κολόνες του Παρθενώνα άστραφταν στο μαγιάτικο ήλιο σα να ‘τανε χρυσαφένιες.
Ώσπου να βραδιάσει, οι τοίχοι των σπιτιών, οι μάντρες, ακόμα και οι στύλοι του ηλεκτρικού, είχανε γεμίσει προκηρύξεις των Γερμανών. Από σήμερα, η κυκλοφορία επιτρεπόταν ως τις έντεκα το βράδυ.

     Όποιος κυκλοφορήσει μετά τις έντεκα θα πυροβολείται. Όποιος κρύψει αυτόν ή αυτούς που κατέβασαν τη σημαία θα εκτελείται. Κι όπου τον έβρισκαν αυτόν που την κατέβασε θα τον σκότωναν, κι ας ήτανε άγγελος του κυρίου, που έλεγε η γριούλα.


...................................................................


εδώ τα παιδιά αγκαλιασμένα μπορούν, στην αρχή ψιθυριστά, στην τελευταία στροφή πιο θαρρετά να τραγουδήσουν το "Λαέ σκλαβωμένε..." αντάρτικο τραγούδι που υπάρχει στο δίσκο του Λ. Κηλαηδόνη "Αχ, πατρίδα μου γλυκιά..." με την Μ. Δημητριάδη και τον ίδιο τον Κηλαηδόνη.


................................................................................
       
                         (Για 2 κορίτσια)


     Έτσι μου έρχεται να κλαίω, να κλαίω συνέχεια. Όταν θα τελειώσει τούτος ο φριχτός χειμώνας, θα γράψω μια τραγωδία που θα αρχίζει έτσι: «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ». Ύστερα θα παρουσιάζεται ο χορός. Παιδάκια σκελετωμένα που θα τραγουδάνε μια λέξη, μόνο μια λέξη. Θα την τραγουδάνε σε μονότονο ρυθμό. «Πεινάω, πεινάω». Τίποτε άλλο ως το τέλος, όσο θα κρατάει η τραγωδία. Ο Βίκτορας Ουγκό για να γράψει τους Άθλιους μεταχειρίστηκε χιλιάδες λέξεις.

    Εγώ θα μεταχειριστώ μόνο μία: το ρήμα  πεινάω  που θα τα λέει όλα. Τα παιδάκια μου θα τραγουδάνε και κάθε πεινάω  θα είναι και μια εικόνα. Ίσως να χρειαστεί να γράψω πολλούς τόμους, γιατί θα έχει πολλά  πεινάω.  Δε χρειάζεται να τα γράψω με τη σειρά, δηλαδή πρώτα τούτο το  πεινάω  κι ύστερα το άλλο το  πεινάω.  Αν θέλω αρχίζω από το τέλος. Τώρα εγώ σε ποιο  πεινάω βρίσκομαι;

    Η κοιλιά μου είναι φουσκωμένη σαν μπαλόνι και πεινάω. Σήμερα λιποθύμησα. Πεινάω, ουφ, έμμονη ιδέα μου έχει γίνει τούτο το ρήμα. Θα παίξω για να περάσει η ώρα. Θα βάλω τα ρήματα στη γραμμή, να παραβγούνε στο τρέξιμο. Το  πεινάω  τερματίζει πρώτο,

δεύτερο ακολουθεί το  κρυώνω, 

τρίτο το  φοβάμαι και σε μεγάλη απόσταση πίσω τους το  πονάω, το  μισώ, το  αγαπώ. Το  γελώ, ξεφτίδι, ούτε ξεκίνησε από την αφετηρία.
.......................................................................


                     (Για 2 αγόρια)


   (Σε απόσταση το ένα από το άλλο, "σημαίνοντας" μια σχέση καχυποψίας μεταξύ τους)

     Ο χειμώνας αυτός σα νάτανε ο τελευταίος μου. Η πείνα, το κρύο, μου ‘χανε κόψει τα γόνατα εκείνο το βράδυ. Περπατούσα απ’ το Βοτανικό και εκεί στον κήπο του Ευαγγελισμού κάθισα στο παγκάκι να ξεκουραστώ. Άφησα ένα κουτί με ρεβίθια που κρατούσα και κουκουλώθηκα με το σακάκι μου για να ζεσταθώ. Θάτανε τρεις τα ξημερώματα και τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα. Έδωσα κουράγιο στον εαυτό μου και συνέχισα το δρόμο για το σπίτι. Το κρύο όσο έβγαινα από τα ψηλά σπίτια γινότανε πιο δυνατό και μου περνούσε το σώμα σα να μη φορούσα τίποτα.

     Στο δρόμο δε συναντήσαμε ψυχή. Μόνο όταν γράφαμε συνθήματα στον τοίχο του σχολείου, μπήκε στη γειτονιά μας ο Μιχάλης, συμμαθητής μας στο σχολείο από μικρότερη τάξη. Τον σιμώσαμε σα να ήταν ύποπτος και του λέμε: «Εσύ δεν πεινάς; εμείς εδώ γράφουμε για το ψωμί. Δεν πιστεύουμε Μιχάλη να είσαι κανένας…». Την αφήσαμε μισοτελειωμένη τη φράση για να καταλάβει περισσότερα απ’ όσα μπορούσαμε να του πούμε.

     Μου κακοφάνηκε έτσι που μου μιλήσανε, συμμαθητές μου ήταν στο γυμνάσιο. Δεν είπα τίποτα και μπήκα στο σπίτι. Η μητέρα μου είχε χαμηλώσει τη λάμπα και καθισμένη στον καναπέ με περίμενε. Πεινούσα πολύ και το στόμα μου μύριζε. Πεινούσα, μα σε ποιον να το πω; μήπως η μητέρα δεν περίμενε από μένα; Άφησα τα ρεβίθια στο τραπέζι, έφαγα δυο κουταλιές και πήγα να κοιμηθώ. Τώρα το μυαλό μου γύριζε και θόλωνε από σκέψεις. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Θυμόμουν τα λόγια των  συμμαθητών μου και ταραζόμουν.

     Μήπως εμείς δεν πεινούσαμε; Εμείς το λέμε, το γράφουμε στα ντουβάρια της γειτονιάς. Αύριο θα το διαβάσει ο κόσμος, θα το μάθει η Αθήνα και ίσως κάτι γίνει. Τώρα τα μάτια κλείνουν, θα βγούμε κι αύριο να γράψουμε, καλό ξημέρωμα…
         
...........................................................................

                  (Για 2 κορίτσια)    


Είμασταν πολύ ευτυχισμένοι πριν τον πόλεμο εγώ κι ο μικρότερός μας αδελφός. Ο μπαμπάς ήτανε διευθυντής σε βιβλιοπωλείο, η μητέρα είχε βιβλιοδετικό εργαστήριο.
     Με τον πόλεμο και με την κατοχή αλλάξανε όλα.

Ο πατέρας κι η μητέρα φροντίζανε να βρούνε κάτι να φέρουνε στο σπίτι να φάμε, αυτή πια ήταν η πρώτη και κύρια φροντίδα, φέρνανε λαχανίδες, χαρουπόμελο, μας δίνανε κανένα αυγό κομμένο στα δύο.

     Το Μάρτη του ’44 συλλάβανε οι Γερμανοί τον μπαμπά κι όλο το προσωπικό του βιβλιοπωλείου. Για ένα κρυμμένο ραδιόφωνο. Εμάς δε μας λέγανε και πολλά. Η μητέρα όλο έξω έτρεχε, πήγαινε και στη φυλακή. Μέναμε μόνοι, το σπίτι αγρίεψε. Είπανε ύστερα πως θα στείλουνε το μπαμπά στη Γερμανία όμηρο. Τότε πουλήσαμε πολλά πράματα, μέρα νύχτα έτρεχε η μαμά, πλήρωσε λίρες και τον έσωσε από κείνη την αποστολή.

     Μια βραδιά το καλοκαίρι καλέσανε τη μαμά και πήγε στον κινηματόγραφο με το γιατρό και τη γυναίκα του που κατοικούσανε απέναντι. Δεν είπαμε τίποτα μα θέλαμε να πάμε κι εμείς.

Ήρθε η ώρα να γυρίσουνε αργούσανε. Ήρθε η ώρα που απαγορεύεται να κυκλοφορεί κανείς στο δρόμο. Τίποτα, οι δρόμοι άδειοι, δεν μπορούσαμε να βγούμε πια ούτε μια. Ο αδελφός μας έκλαιγε, δεν πλάγιαζε στο κρεβατάκι του, τρέχαμε όλο στα παράθυρα.

     Κάποιο αυτοκίνητο ακούσαμε που σταμάτησε στην πολυκατοικία που έμενε ο γιατρός απέναντι. Ήτανε γερμανικό, ακούσαμε ύστερα φωνές και τρυπώσαμε, τρέμαμε, μας πήρε ο ύπνος.
     Το πρωί έφτασε μια θεία και μας πήρε στο σπίτι της. Εκεί μικροί, μεγάλοι ζαλισμένοι, κλαμένοι, μεγάλη ταραχή. Σε μας κάνανε πως μιλούνε φυσικά: «Πιες το φασκομηλάκι σου… να και μια κουταλίτσα μέλι…»

Εμείς δε μιλούσαμε, δε ρωτήσαμε, ο φόβος μας είχε παραλύσει, μας βάλανε και κοιμηθήκαμε.

     Δε θυμούμαι πότε πρωτοάκουσα, πώς καταλάβαμε την αλήθεια, ότι τη μητέρα τη τουφεκίσανε οι Γερμανοί – ούτε και μάθαμε την αλήθεια ολόκληρη.

     Ο πατέρας βγήκε από τη φυλακή άμα φύγανε οι Γερμανοί, το Σεπτέμβριο.

     Ο πατέρας έγραψε και ποιήματα για τη μητέρα μας – ήτανε ποιητής. 


..................................................................................

                                                         
                                  (Για 2 αγόρια )


     Δε θυμάμαι πώς και πότε λάβαμε πληροφορίες ότι κινδυνεύομε αλλά δε δώσαμε προσοχή. Εμείς κατά τύχη μείναμε σε συγγενικό σπίτι στην Αθήνα. Θυμούμαι ότι κάποιο απόγεμα βγαίνοντας απ’ το σπίτι μας στον Πειραιά για να πάω στην Αθήνα, συναντήθηκα με τον αδελφό μας που εκείνη την ώρα γύριζε. Δούλευε σε χασάπικο. Μιλήσαμε μια στιγμή κι έπειτα έφυγα εγώ με το γκαζοζέν – τελευταία φορά που τον είδα.

     Την άλλη μέρα οι γονείς μας μάς πληροφόρησαν πως η Γκεστάπο τον έχει συλλάβει – αυτόν και πολλούς φίλους μας. Αργότερα μάθαμε πως ένας γείτονας είχε οδηγήσει τους Ναζήδες στα σπίτια όπου γίνανε συλλήψεις. Ο καταδότης αυτός μόλις σπάσανε την πόρτα και μπήκανε στο σπίτι μας οι Γκεσταπίτες άρχισε να κάνει ερωτήσεις για μένα και τον αδελφό μας. Εκείνος ήταν ακόμη στο κρεβάτι, τον ξυπνήσανε και τον πήραν με τα καμιόνια.

     Μετά την ανάκριση και τα βασανιστήρια τον κλείσανε στην απομόνωση στο Χαϊδάρι. Εκεί χάραξε με μια καρφίτσα στο γείσο του μαθητικού του πηλήκιου: « ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ ΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΠΕΙΝΩ ΠΕΙΝΟΥΜΕ ΗΛΙΟ ΔΕ ΒΛΕΠΟΜΕ ». Το πηλήκιο αυτό η μητέρα μας το παρέλαβε μαζί με τα ρούχα του απ’ το Χαϊδάρι.

     Στις 23 Ιουλίου το πρωί πήγαμε στο Γυμνάσιο του Πειραιά που λειτουργούσε σε κτίρια της Αθήνας. Είπαμε μια στιγμή τα ονόματά μας σ’ έναν καθηγητή και κείνος μας ρωτά: Έναν Ξεφτύλη που εκτελέσανε χτες είναι συγγενής σας ;
-      Που το είδατε αυτό;
-      Στις σημερινές εφημερίδες.

      Βγαίνουμε τρέχοντας, αγοράζουμε από περίπτερο μιαν εφημερίδα

τα χέρια μου που την κρατούσαν  τρέμανε

      Διαβάζουμε : «Εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού οι εξής κομμουνισταί…

ανάμεσα στους άλλους και τ’ όνομα του αδελφού μας

     «…ετών 16».


.......................................................

                                            
                                  (Για 1 αγόρι και 1 κορίτσι)


   Είμαστε 5 παιδιά, εγώ μοναχή κόρη. Τον έναν αδελφό μας τον στείλαμε να σπουδάσει στην κωμόπολη να δουλεύει σ’ ενός θείου μας το μαγαζί και να πηγαίνει σε νυχτερινό…

έτσι μας είχε τάξει ο θείος και θα τον ταΐζει, χωρίς μιστό, άλλα όμως έταξε άλλα έκανε, δεν τον άφηνε να πάει σχολείο, τέλος τον έδιωξε. Όμως εκείνος στα 7 χρόνια τούτα κάτι πήρε είδηση,

 ξύπνησε, με την Κατοχή μας ήρθε στο χωριό, εκάθησε λίγο, ύστερα τον χάσαμε. Μας είπε πως πάει να βρει «δουλειά». Ύστερα μας ήρθε ντυμένος αντάρτης με το δίκοχο και το όπλο στην πλάτη.

Εκείνες τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης ήρθαν αντάρτες πολλοί στο χωριό. Στήσαν χορό στην πλατεία, χορεύαμε όλοι, κερνούσαμε τζάμπα ούζο, κρασί, ψητά, τα δυο μαγαζιά. Είπαμε πως είχαν τελειώσει τα βάσανα, είμαστε λέφτεροι...
..............................................................

                                         (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι)

   Ήταν Φλεβάρης του ’43, κρύο τσουχτερό, έπεφτε και ψιλή-ψιλή βροχή. Ανέβηκα τη σκάλα τρέχοντας, μπήκα μέσα λαχανιασμένος. Η θειά Αρχοντούλα με τις αδερφές της και μια τους φιλενάδα ήσανε συγκεντρωμένες στην τραπεζαρία. Στάθηκα και χωρίς να πάρω ανάσα…
-      Οι κωλοφασίστες τούτη τη στιγμή, πιο κει απ’ την οδό Τριών Ναυάρχων σκότωσαν κάποιον και πιάσανε πολλούς. Κλείσανε τον κόσμο στα σπίτια τους. Εγώ πρόλαβα κι έστριψα.
-      Τους είδες με τα μάτια σου ή τ’ άκουσες από τους άλλους ;
-      Τα είδα, θεια Αρχοντούλα, τους βάλανε σε μια κλούβα όλους. Το σκοτωμένο τον αφήσανε στο δρόμο.

   «Δε θα κουνηθεί από δω καμιά σας», είπε η μεγάλη μας ξαδέλφη, η Ζωή. «Ό,τι σημείωμα έχετε φροντίστε να εξαφανιστεί». Πότε ντύθηκε, πότε έφυγε ούτε που το καταλάβαμε.

   Ύστερα που την ψάχναμε είδαμε ότι έλειπε. Καθήσαμε και περιμέναμε. Γύρισε μετά από δυο-τρεις ώρες.

   Ήταν πολύ κουρασμένη. Είχε πάει στον Ερυθρό Σταυρό, μήπως κάνουνε τίποτα για τους πατριώτες, αλλά δεν κουνήθηκε κανείς. Τη συμβουλέψανε μάλιστα να καθήσει ήσυχα,

στ’ αυγά της που λένε…

   τα λόγια της τα θυμάμαι σαν τώρα… «Τρέχω και παίρνω τη μπλούζα της Νίκης με το σήμα, παίρνω πορτοκάλια και σταφίδες,  τρέχω στα SS. Οι Γερμανοί με διώχνουνε με τα όπλα και τις αγριοφωνάρες τους. Δείχνω το σήμα του Ερυθρού Σταυρού και το καλάθι. Ρωτάνε τον ανώτερό τους. Μ’ αφήσανε και μπήκα στο θάλαμο, είδα τους κρατουμένους…
Μου λένε να φροντίσω να ειδοποιηθούν τα σπίτια τους. Ένας μού ‘δωσε και μια φωτογραφία να την πάω στη γυναίκα του…» Την πήγε όταν σκοτείνιασε.
   «Την ευχή μου νάχεις παιδάκι μου», της είπε η μάνα μας.
  
Τρέξανε όλες κάτι να γίνει να γλιτώσουνε οι πατριώτες…
  
…τους κατηγορούσανε για σαμποτάζ στα τρένα. Μάταιες οι προσπάθειές τους, τουφεκίσανε πέντε.

............................................

   (Για ένα κορίτσι που διαβάζει ένα τσαλακωμένο χαρτί)

«Φιλώ τη γυναίκα μου, την κόρη μου, τη Μάνα μου και τ’ αδέλφια μου. Βαγγέλης Πόλκος, δάσκαλος από Ραχούλα Καρδίτσας, 1-5-44»

(βγάζει μια μαυρόασπρη φωτογραφία δική της και διαβάζει από πίσω ό,τι έχει σημειώσει ο μπαμπάς της)

«Κόρη μου, Καίτη Πόλκου, μένει Κλειούς 22 Θεσσαλονίκη. Να γίνει δασκάλα. Ο πατέρας της».

(Το κορίτσι μιλάει στο κοινό)

Η καταγωγή του από τη Ραχούλα Καρδίτσας. Εκτελέστηκε στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944.

....................................................

(Ένα αγόρι τρέχει προς το παράθυρο)

-      Συναγερμός, τέλος. Δεν βομβαρδίσανε. Στα τσακίδια!


.........................................................................





Εθνικός Ύμνος – πολύ χαμηλά, σχεδόν ψιθυριστά…







            ΠΗΓΕΣ:

  • «Ο Άκης στα Όπλα» του Κυριάκου Ντελόπουλου εκδ. Καστανιώτης
  • "Όταν ο Ήλιος..." της Ζωρζ Σαρρή , εκδ. Κέδρος
  • «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» της Άλκης Ζέη εκδ. Κέδρος
  • «Κοινός Λόγος» συλλογή αφηγήσεων ανωνύμων της Έλλης Παπαδημητρίου εκδ. Κέδρος
  • «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών»  εκδ. Κέδρος 1974

Δεν υπάρχουν σχόλια: