Παραμύθι από την Ηλεία
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε σ’ ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά. Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι, αλλά είχανε μεγάλο καημό που δεν είχανε παιδιά. Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι, κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα.
Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό, που το βγάλανε Τσερίση. Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός, ήτανε πολύ καλό παιδάκι. Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του, κι όσο μεγάλωνε, έκανε δουλειές και θελήματα. Έσπαγε βέργες, έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια κι εσύμπαγε* τη φωτιά για να βράζει το φαΐ. Όλοι τον αγαπάγανε, οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε.
Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά θέλανε να πάνε στην εκκλησία. Τονε φωνάζει η μάνα του από την αυλή, που έπαιζε, και του λέει:
-Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία. Εσύ να προσέχεις το φαΐ που έχω απάνω στη φωτιά. Να βάνεις κάνα ξύλο μη σβήσει και να ρίχνεις και λίγο νερό. Πρόσεχε όμως, μη σκύβεις πολύ στην παδέλα και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς!
-Έγνοια σου, μάνα, της λέει.
Η γριά και ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία.
Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι και πρόσεχε το φαΐ. Εσύμπαγε τη φωτιά κι έριχνε κι από λίγο νερό. Μια στιγμή όμως, που άργησε λίγο στο παιχνίδι, του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό, κι έσκυψε να ιδεί καλά μην έπιασε, πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε!
Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε…
Όταν σκόλασε η εκκλησία, η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους. Ο γέρος βρήκε ένα φίλο του και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη, να του κάνουνε το τραπέζι.
Φτάνοντας η γριά στο σπίτι ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση.
Φωνάζει:
-Τσερίση, Τσερισάκο μου…
Τίποτα!
Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα. Ρωτάει τα γειτονόπουλα μην τον είδανε.
-Τώρα, πριν λίγη ώρα μπήκε μες στο σπίτι, της λένε.
Ψάχνει σ’ όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα. Πλησιάζει να ιδεί το φαγητό, βλέπει την παδέλα ξέσκεπη, κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένονε. Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της:
-Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα!
Ο γέρος μόλις τ’ άκουσε, άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του.
Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά, άρχισε να πετάει τη σκούφια του.
Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα, άρχισαν να χτυποβροντάνε.
Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός. Ρωτάει:
- Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε;
- Αχ, δεν το ‘μαθες; του λένε. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα. Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε.
- Αχ! Λέει ο αϊτός. Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου!
Και, λέγοντας αυτά, ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί. Τονε ρωτάει η μηλιά:
- Αϊτέ μου, πού ‘ναι το χρυσοφτέρουγό σου;
- Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου.
- Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά, θα πετάξω όλα μου τα μήλα!
Και δίνει μια τιναξιά και τα τινάζει όλα κάτω, και τα γερά και τα σάπια.
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ’ τη μηλιά να φάει σάπια μήλα και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα.
- Μηλιά, της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα;
- Δεν το ‘μαθες; του λέει. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα.
- Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια!
Και τα πέταξε.
Πηγαίνει λίγο στη βρύση να πιει νερό. Η βρύση του λέει παραξενεμένη:
- Γουρούνι μου, πού ‘ναι τα δόντια σου, τι γίνανε;
- Αχ, της λέει, βρύση μου, δεν το ‘μαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου;
- Δεν το ‘ξερα, λέει η βρύση. Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου!
Και το βρόμεψε.
Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες με κόφες γεμάτες ρούχα, να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης. Το βλέπουν βρόμικο και τη ρωτάνε γιατί το ‘κανε αυτό.
-Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του κι εγώ βρόμεψα το νερό μου;
Τότε λένε κι αυτές:
-Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό!
Και δίνουν μια και τα πετάνε.
Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές, χωρίς ρούχα.
*παδέλα: ρηχή πήλινη κατσαρόλα
*εσύμπαγε του συμπάω: συνδαυλίζω, ενισχύω την ήδη αναμμένη φωτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου