Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Από τον "Αυτόχειρα" του Μιχαήλ Μητσάκη (1868 - 1916) "Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί;..."





«Και πώς σας φαίνεται η πόλις μας, κύριε Μητσάκη;», υπέλαβεν, ο τρίτος εκ των καθημένων, ο νέος μα τα μαύρα γένεια, προστιθέμενος κι αυτός.
   «Ο κύριος αστυνόμος, φίλος μας» διέκοψεν η κυρία Γκιοβάννα συνιστώσα.
   «Μα, την ήξευρα, είχα έρθει και άλλοτε, δεν είναι η πρώτη φορά΄ εμένα μ’ αρέσει», είπα εγώ.
   «Α… εμπορική πόλις…, οι ξένοι συνήθως δεν ευχαριστιούνται εδώ… δεν έχει κανείς τίποτε να ιδεί…».
   «Ω, όχι…, εγώ πάντα βρίσκω πολλά πράγματα που μ’ ενδιαφέρουν…»
   «Και θα σας έχομεν πολλάς ημέρας εδώ;…»,
   «Ε, λίγες ακόμη…».
   «Είχαμε και μιαν αυτοκτονίαν σήμερα…, εμάθατε βέβαια…».
   «Όχι…μπα!... τίνος;…»
   «Μα… ενός ξένου…, είχε έρθει χθες κι εκάθισε σ’ εν απ’ αυτά τα ξενοδοχεία της παραλίας΄ είπε πως ήρθε από τας Αθήνας, αλλά δεν ήτον από κεί, νομίζω πως θα ήτον από τη Σμύρνη…, μάλιστα εις το ξενοδοχείον δεν ήξευραν ακόμα ούτε τ’ όνομά του…»
   «Και, καλά, δεν εγνώσθη τίποτε, τι είχε;»
    «Μα λέγουν ότι έπασχε από χρόνιον νόσημα… ξέρω κι εγώ… ήρθε χθες νύχτα, άφησε τη βαλίτσα του κι εβγήκε, εγύρισε αργά, κοιμήθηκε, το πρωί ζήτησε τον καφέ του ήσυχος, το εξωτερικό του δεν έδειχνε τίποτε, ξαναβγήκε, έκαμε έναν περίπατο προς τις Ιτιές, το μεσημέρι έφαγε σ’ ένα άλλο ξενοδοχείο, εγύρισε κατά τις δύο, εχαιρέτισε το παιδί που ήτον στην πόρτα, ανέβηκε στην κάμαρά του, εκλείστηκε, κι ύστερ’ από λίγο άκουσαν την πιστολιά… Μου μήνυσαν, έσπασα την πόρτα, τον ηύρα ντυμένον απάνου στο κρεβάτι… βαρεμένος εδώ» και ο αστυνόμος έδειξε την καρδιά του, « στη στιγμή… δε θα έζησε ούτε δευτερόλεπτο. Άφησε κι ένα χαρτί μάλιστα…»
   Και ο νέος αστυνόμος έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, ετράβηξε ένα χαρτάκι, διπλωμένο εις τα δύο, άπλωσε το χέρι του από παν’ από τα πιάτα, και μου το ’δωκε να το διαβάσω. Ήταν το μισό κομμάτι μιας κόλλας του χαρτιού εκείνου του ταχυδρομείου, όπου μεταχειρίζονται συνήθως εις τις επαρχίες, του ριγωμένου κατά πλάτος, με τα πράσινα ριγώματα, ζαρωμένο αρκετά, τσαλακωμένο, με ορατά τα ίχνη δαχτυλιών, ως να επέρασε από διαφόρους χείρας, άγραφο όλο, και μάλιστα εις μίαν των γραμμών, την πρώτην, διεκρίνοντο λεπτά-λεπτά γραμμένες, με μικρότατα ψηφία, πέντε λέξεις: «Α υ τ ο κ τ ο ν ώ.  Α ς  μ η ν  ε ν ο χ λ η θ ε ί  κ α ν ε ί ς». Και από κάτου το όνομα της πόλεως, η ημερομηνία και το έτος, και ολίγο παραπέρα η υπογραφή του αυτοκτόνου. Τίποτ’ άλλο…

   ...«Ας μην ενοχληθεί κανείς»! Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι όσους η χειρ του θανάτου σημειώνει με την μαύρη σφραγίδα της! Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς στον κόσμον, δι’ όσους η αρπάγη του Πάθους, της Νόσου ή της Ανάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων! Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον δια τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Μοίραν των και καβαλικεμένοι από την Χίμαιράν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πως έμελλαν ν’ αποθάνουν! Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί δια την ευγενίαν του, ο άγνωστος αυτός ξένος, ο οποίος ήρθε χθες μία νύχτα, για να κοιμηθεί σήμερα τον τελευταίον του ύπνον, εις ένα ξενοδοχείον; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί δια την ευγενίαν του, ο αλλόκοτος αυτός ταξιδιώτης, ο οποίος ήρχετο από τας Αθήνας, πιθανόν όμως να ήτον από την Σμύρνη, ίσως-ίσως να ήτον και από τον Τσεσμέν, αλλά διόλου παράξενο να ήτον και απ’ το Βουκουρέστι; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί για την ευγενίαν του, ο άνθρωπος αυτός του οποίου και αυτά τα γκαρσόνια που τον υπηρέτησαν δεν ήξεραν ακόμη το όνομα; Μήπως ήθελε να ενοχληθεί η άπειρος αυτή θάλασσα, η οποία κουρασμένη από τον αέναον αγώνα της προς υπονόμευσιν των στερεών και προς καταβρόχθισιν των πλοίων, εκοιμότανε τώρα εκεί κάτω, ανασαίνουσα υπόκωφα και βαθιά, ως χορτασθέν κτήνος; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν τα ήσυχ’ αυτά βουνά, τα οποία εκοίταζαν προς το πέλαγος, καλοκαθισμένα εις τα πόδια των τα γερά, και ανεπαύοντο, εις όλην την απόλαυσιν της υπάρξεως, ακίνητα και γαλήνια; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν τα μακρινά αυτά άστρα, τα οποία έστελναν το ένα προς το άλλο, εν κρυφεία συνεννοήσει, θα έλεγες ωσάν βλέμματα ερωτικά, τους τρελούς των σπινθηρισμούς; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι αμαυροί αυτοί οίκοι, από των οποίων ανεπέμπετο, αόριστος, ο σύμμικτος θρους της ζωής; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν η κυρά-Γκιοβάννα ή ο κυρ Παναγιώτης, οι οποίοι απηυδημένοι από τον κάματον της ημέρας των, εξηντλημένοι από τον κόπον της τιμίας εργασίας των, έτρωγαν τώρα ευχαριστημένοι, εις αυτό το τραπέζι, με τον φίλον των τον αστυνόμον; Μήπως ήθελε να ενοχληθεί ο πορτιέρης αυτός, ο οποίος εβριζοκοπούσε τον σύντροφόν του, ή ο υπηρέτης αυτός, ο οποίος έτρεχε, ανεβαίνων τις σκάλες, για να ιδεί ποιος τον καλεί; Μήπως ήθελε να ενοχληθεί η γυνή αυτή, η οποία έτεινε την λεκάνην από μεσ’ από την πόρτα της, μονάχα με τις κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, κι ετοιμαζομένη δια τον καλλωπισμόν της; Ή μήπως τυχόν ήθελε να ενοχληθώ εγώ, ο οποίος έχασκα απολαμβάνων τη δροσιά της πρωίας επάνω εις το ύψωμα του Κάστρου; Και μισογελών, μισοφουρκισμένος δια την τοιαύτην ανοησίαν της εσχάτης σκέψεως ενός επιθανάτου, έκλεισα το παράθυρο, επήρα το καπέλο μου και κατέβηκα στο δρόμο… 

Από τις εκδόσεις "Στιγμή" στη σειρά "Ασυνήθιστες Ιστορίες", 1987, επιλογή-επιμέλεια Ε.Χ.Γονατάς        

Δεν υπάρχουν σχόλια: