...............................................................
Τζακ Λόντον
(1876 - 1916)
Τζακ Λόντον
(1876 - 1916)
·
Από
τον «ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ» του Τζακ Λόντον
(μτφ. Άρης Σφακιανάκης,
εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 3η έκδοση, 1989)
…Έχω την εικόνα του εαυτού μου εκείνων των
πανάρχαιων χρόνων, ξανθός και άγριος, φονιάς κ’ εραστής να τρώγω ωμό κρέας και
άψητες ρίζες, νομάδας και ληστής, με το ρόπαλο στο χέρι να περιφέρομαι
χιλιετίες ολόκληρες ψάχνοντας για τροφή και κατάλυμα για τα μωρά και τα
βυζασταρούδια μου.
Απ’ αυτόν τον άνθρωπο κατάγομαι, απ’ το
άπτερο εκείνο δίποδο που αγωνίστηκε να βγει απ’ τα έλη και δημιούργησε αγάπη
και νόμους απ’ την αναρχία της ζούγκλας. Βλέπω τον εαυτό μου, μέσ’ από εκείνες τις
επώδυνες εποχές, να παγιδεύω και να σκοτώνω τα θηράματά μου, ν’ ανοίγω ξέφωτα
στα δάση, να φτιάχνω εργαλεία από πέτρες και κόκαλα, να χτίζω σπίτια από ξύλο,
να στρώνω τις οροφές τους με φύλλα και άχυρο, να καλλιεργώ τ’ άγρια χορτάρια
ώστε να γίνουν οι πρόγονοι του ρυζιού και του κεχριού, του σιταριού και του
καλαμποκιού κι όλων εκείνων των νόστιμων τροφών, μαθαίνοντας να οργώνω το χώμα,
να σπείρω και να θερίζω, κ’ ύστερα να τα αποθηκεύω και να τα επεξεργάζομαι κάνοντας
τις ίνες των φυτών κλωστές, τις κλωστές ύφασμα και το ύφασμα ρούχο, να
εφευρίσκω συστήματα άρδευσης, να δουλεύω τα μέταλλα, να δημιουργώ αγορές κ’
εμπορικούς δρόμους, να φτιάχνω βάρκες και να εγκαινιάζω τη ναυσιπλοΐα, αχ, να
οργανώνω την αγροτική ζωή, ενώνοντας χωριό με χωριό μέχρι να γίνουν οι κάτοικοί
τους φυλές και οι φυλές έθνη, ψάχνοντας πάντα για τους νόμους που διέπουν τη
φύση και φτιάχνοντας τους νόμους των ανθρώπων έτσι ώστε οι άνθρωποι να ζούνε με
ομόνοια και με ενωμένες τις προσπάθειές τους να χτυπούν και να εξαφανίζουν κάθε
ύπουλη και μοχθηρή δύναμη που θα ήθελε την καταστροφή τους.
Ήμουν εκεί σ’ όλους τους αγώνες. Είμαι ο ίδιος
που περιμένει σήμερα να θανατωθεί από ένα νόμο που στην επινόησή του είχα
συμβάλει κ’ εγώ πριν χιλιάδες χρόνια και χάρη στον οποίο έχω πεθάνει αρκετές
φορές πριν. Και καθώς αναλογίζομαι όλο αυτό το μακρύ παρελθόν μου, βρίσκω πολλές
μεγάλες και υπέροχες επιρροές, καμιά όμως τόσο ισχυρή όσο της γυναίκας. Την
αγάπη για τη γυναίκα, την αγάπη του άντρα για τη γυναίκα. Βλέπω τον εαυτό μου
σαν εραστή, πάντα σαν εραστή. Υπήρξα βέβαια και πολεμιστής, και σπουδαίος
μάλιστα, όμως καθώς τα λογαριάζω τώρα, περισσότερο απ’ όλα ήμουν πάντα ο
μεγάλος εραστής. Κι αν υπήρξα σπουδαίος πολεμιστής ήταν γιατί πρώτα απ’ όλα
αγαπούσα παράφορα.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι η ιστορία του
ανθρώπου είναι η ιστορία της αγάπης για τη γυναίκα. Όλες οι αναμνήσεις μου
είναι γεμάτες απ’ αυτήν την αγάπη. Πάντα, στις δέκα χιλιάδες ζωές μου, την
αγαπούσα. Και τώρα την αγαπώ. Τα όνειρά μου είναι όνειρα για κείνη όπως κ’ η
φαντασία μου οδηγεί κάθε φορά στη μορφή της. Δεν υπάρχει τόπος διαφυγής απ’
αυτήν την αιώνια υπέροχη φιγούρα της γυναίκας.
Μη με παρεξηγήσετε. Δεν είμαι κανένας
άπειρος και φλογερός νέος. Είμαι ένας μεσήλικας, με κατεστραμμένη υγεία και
σώμα, πολύ κοντά στο θάνατο. Είμαι ένας επιστήμονας και ένας φιλόσοφος. Όπως όλοι
οι φιλόσοφοι πριν από μένα, έτσι κι εγώ γνωρίζω τη φύση της γυναίκας – τις αδυναμίες
και τις κακίες της, τις μοχθηρίες και τις ταπεινότητές της, τη σταθερή
προσήλωσή της στη γη και την αποστροφή της σε κάθε τι μεταφυσικό. Όμως το
γεγονός παραμένει ένα: Τα πόδια της είναι
όμορφα, τα μάτια της είναι όμορφα, τα χέρια και τα στήθη της είναι
παραδεισένια, η γοητεία της εκτυφλωτική· κι όπως ο μαγνητικός βορράς μαγνητίζει
τη βελόνα της πυξίδας έτσι κ’ εκείνη τραβά κοντά της τον άντρα.
Η γυναίκα μ’ έχει κάνει να γελάσω μπροστά
στο θάνατο και την κούραση, τις μακρινές πορείες και τον ύπνο. Έχω σκοτώσει
πάμπολλους άντρες για χάρη της κ’ έχω βαφτίσει τους γάμους μας σε ζεστό αίμα,
ενώ άλλες πάλι φορές την έχω εγκαταλείψει για κάποιαν άλλη. Έχω φτάσει μέχρι το
θάνατο και την ατίμωση, έχω προδώσει τους συντρόφους μου κ’ έχω στρέψει τ’ άστρα
εναντίον μου για χάρη της – ή, μάλλον, για χάρη μου, γιατί την επιθυμούσα τόσο.
Κ’ έχω ξαπλώσει στα χωράφια, τρελός από επιθυμία για κείνη, μονάχα για να τη δω
να περνά και να καρφώσω τα μάτια μου στη λυγιστή ομορφιά της, στα μαλλιά της,
μαύρα τη νύχτα, καστανά ή χρυσαφιά τη μέρα.
Γιατί η γυναίκα είναι όμορφη… για τον άντρα. Είναι γλυκιά στη γλώσσα του και
μυρωδάτη στη μύτη του. Είναι φωτιά στο αίμα του και βροντές από τρομπέτες. Η
φωνή της είναι η καλύτερη μουσική στ’ αυτιά του και μπορεί να κάνει την καρδιά
του, που δε δειλιάζει μπροστά στους Τιτάνες του Φωτός και του Σκότους, να
ραγίσει. Και πέρα απ’ τα ουράνια, στους μακρινούς του παραδείσους, είτε σαν
ουρί είτε σαν βαλκυρία, έφτιαχνε πάντα θέση και για κείνη, γιατί δεν μπορούσε
να σκεφτεί τον παράδεισο χωρίς την παρουσία της. Και το τραγούδι του σπαθιού
στη μάχη δεν είναι τόσο γλυκό όσο το γέλιο της γυναίκας στο φεγγαρόφωτο, ή οι
λυγμοί της στο σκοτάδι, ή το λίκνισμά της στο φως της μέρας καθώς εκείνος
ξαπλώνει αποχαυνωμένος στο γρασίδι.
Έχω πεθάνει από αγάπη. Κ’ έχω σκοτωθεί για
την αγάπη όπως θα δείτε. Σε λίγο θα με πάρουν, σαν Ντάρελ Στάντινγκ, και θα με
κρεμάσουν. Κι αυτός ο θάνατος είναι από έρωτα. Δε σκότωσα, βλέπετε, τον
καθηγητή Χάσκελ στο εργαστήριο του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνιας χωρίς λόγο.
Ήταν άντρας και ήμουν άντρας. Κ’ υπήρχε στη μέση μια όμορφη γυναίκα.
Καταλαβαίνετε τώρα; Ήταν γυναίκα κ’ ήμουν άντρας κ’ εραστής, και μέσα μου
κουβαλούσα όλη την κληρονομιά του πάθους, απ’ την εποχή των ανταγωνισμών στην
πυκνή ζούγκλα, πριν καν η αγάπη γίνει αγάπη κι ο άντρας γίνει άντρας.
Πράγμα βέβαια καθόλου καινούργιο. Πολύ
συχνά, σ’ εκείνο το μακρινό παρελθόν έδωσα τη ζωή και την τιμή μου, τη θέση και
την ισχύ μου για την αγάπη. Ο άντρας είναι διαφορετικός απ’ τη γυναίκα. Εκείνη τη διακρίνει μια αμεσότητα
και μια ανάγκη για το στιγμιαίο. Η αίσθηση της τιμής και της υπερηφάνειας είναι
σαφώς πιο ανεπτυγμένες στον άντρα. Κ’ ενώ τα δικά μας μάτια ατενίζουν τους ουρανούς,
το δικό της βλέμμα είναι κολλημένο στη γη, μπροστά στα πόδια της, το στήθος του
εραστή πάνω στο στήθος της, το γερό παιδί στη ζεστή αγκαλιά της. Κι όμως τέτοια
είναι η σύνθεσή μας που η γυναίκα κάνει μάγια στα όνειρα και στις φλέβες μας,
έτσι που τα όνειρα και το αίμα μας γεμίζουν απ’ τη μορφή της που είναι ό,τι ωραιότερο
υπάρχει στον κόσμο. Χωρίς αυτήν ο άντρας δε θα ‘ταν ο πολεμιστής και ο
κατακτητής του κόσμου. Γιατί πολεμάμε καλύτερα και πεθαίνουμε καλύτερα και
ζούμε καλύτερα γι’ αυτά που αγαπάμε.
Έχω γνωρίσει όλους τους άλλους εαυτούς μου.
Και πάντα πλάι τους βλέπω τη γυναίκα, τις πολλές γυναίκες που μ’ έφτιαξαν και
με κατέστρεψαν, που μ’ αγάπησαν και που αγάπησα…
Δες εδώ εργοβιογραφία του Τζακ Λόντον:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου