Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

"Είμαι ο πατέρας μου" του Αλέξη Πανσέληνου (γ.1943) (Αλέξης Πανσέληνος/facebook, 29/7/2017)

...........................................................





Αλέξης Πανσέληνος .1943)







Δημοσιεύτηκε κάποτε στα Νέα. Το είχα ξεχάσει αυτό το κείμενο, όταν μια συζήτηση με έναν φίλο χθες βράδυ μου το θύμισε. Κι επειδή χθες δεν βόλευε να του το δείξω, το ανεβάζω σήμερα για να το διαβάσει. Κάτι σαν - άκαιρο - μνημόσυνο του πατέρα.

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Είμαι ο πατέρας μου

Είμαι ο πατέρας μου. Ακριβώς αυτό που χρόνια και χρόνια προσπαθούσα να μην γίνω. Ξύπνησα ένα πρωί και είδα στον καθρέφτη την μούρη του να με κοιτά. Πότε έγινε; Ποιοι άγνωστοι νόμοι κατάφεραν να ανατρέψουν την προσπάθεια μιας ολόκληρης ζωής; Κανείς δεν θα μου πει. Έστεκε εκεί και με κοιτούσε βλοσυρός, μ' αυτό το ύφος που πάντα εγώ απέφευγα να πάρω, άκεφος και σκουντούφλης· το βλέμμα του ανθρώπου που έχει βαθιά απογοήτευση από τους άλλους, από τον εαυτό του, από την ζωή, από την πορεία των πραγμάτων. Και δεν είναι μόνο το βλέμμα. Όλο το πρόσωπό του είχε ξαφνικά μετακομίσει στο δικό μου, το είχε σκεπάσει, το είχε καταλάβει σαν αποτέλεσμα μιας αισθητικής επέμβασης, μιας δερματικής αρρώστιας που άρπαξες και σ' ένα βράδυ μέσα σου έχει αλλάξει τα χαρακτηριστικά και σ' έκανε αγνώριστο.
Το βλέμμα είναι τα μάτια. Τα μάτια είναι το πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι τα μάγουλα, το πηγούνι, το στόμα, οι ρυτίδες - όλα! Ψάχνω να δω στον καθρέφτη τον εαυτό μου που έχει χαθεί, δεν είναι πουθενά. Τι έγινε εκείνο το παλικαράκι το γελαστό, που έπαιζε και κορόιδευε, που τραγουδούσε (ποτέ δεν τραγουδούσε εκείνος, εκτός από παλιές επιθεωρήσεις ή τον ‘Χορχόρ-αγά’, μια τούρκικη οπερέτα - και όταν το έκανε ήταν γιατί ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να σαρκάσει κάτι, κάποιον), που ορμούσε με το κεφάλι για να κατακτήσει την ζωή. Πού πήγε αυτός που ψάχνει στον καθρέφτη; Και ποιος θα τον διακρίνει τώρα που απέναντί του δεν είναι αυτός μα κάποιος άλλος; Γιατί αυτός που βλέπω μέσα δεν είμαι εγώ, είναι ένας άλλος, εκείνος ο άλλος, ο πιο άλλος απ' τους άλλους, αυτός που έλεγα πως ό,τι κι αν γίνει δεν θα επιστρέψει ξανά. κι αν επιστρέψει δεν θα επιστρέψει μες από μένα, όχι μες από μένα, σε καμιά περίπτωση.
Μάταιη προσπάθεια. Έκανα, έκανα, είπα, ξείπα, εδώ είναι πάλι. Εδώ είναι πάλι, μπρος μου. Και με κοιτά αποδοκιμαστικά όπως πάντα. Μικρός σαν ήμουν διαφέραμε πολύ. Δύσκολα μας συσχέτιζες. Εκείνος είχε προγναθισμό στο κάτω σαγόνι, εγώ στο πάνω (τον απόκτησα πιπιλώντας την κουβέρτα μου στο κρεβάτι). Η μύτη του ήταν τετράγωνη, εμένα στρογγυλή. Εκείνος τραγουδούσε φάλτσα, εγώ σωστά. Είχα ωραία φωνή, μελωδική, και αγαπούσα την μουσική. Αυτός όχι. Είχε όμως από μένα περισσότερη έφεση στα γράμματα. Διάβαζε διαρκώς, σχολίαζε, συζητούσε τα βιβλία με τους φίλους του, καμιά φορά και μαζί μου, αν τύχαινε να τα έχω διαβάσει κι εγώ. Αλλά συνήθως καθόμουν σιωπηλός και τον άκουγα να λέει γι’ αυτά. Σπάνια να τα πιάσω στα χέρια μου. Δεν ξέρω τι είχα τότε, μικρός, στο νου μου, τι μ’ ενδιέφερε και πού στρεφόταν η προσοχή μου περισσότερο.
Εκείνος φώναζε και διαρκώς χειρονομούσε. Πήγαινες μαζί του για ψώνια, στον μπακάλη ή στον χασάπη ή για ρούχα - όπου πάντα τότε με συνόδευε - και ήταν σίγουρο πως θα έπιανε καυγά με κάποιον στον δρόμο ή με τον μαγαζάτορα. Δεν άφηνε να του πάρουν κουβέντα, δεν επέτρεπε να τον ξεγελάσουν. Θα παζάρευε για την τιμή. Αυτά όλα μ’ έκαναν να θέλω ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί. Προσπαθούσα ν' απομακρυνθώ, κρατιόμουν πέρα, μη με συνδέσουν μαζί του οι άγνωστοι, μη φαίνεται πως είναι ο πατέρας μου κι ότι είμαι ο γιος του. Και δεν παζάρεψα ποτέ σ’ όλη μου την ζωή από τότε. Πλήρωνα όσα μου έλεγαν, ακόμα κι όταν ο υπάλληλος με κοιτούσε ερωτηματικά, προσμένοντας το σχετικό αίτημα για μια τιμή πιο φιλική. Ακόμα κι όταν το ήξερα πως με κλέβουν ξεδιάντροπα. Ο μακαρίτης θ’ αρρώσταινε να μ’ έβλεπε να ψωνίζω.
Αλλά με τον καιρό όλ’ αυτά άλλαξαν. Ειδικά στα μαγαζιά της Κηφισιάς, σ’ αυτά τα πολυτελή είκοσι τετραγωνικά όπου σε κοιτούν από πάνω ως κάτω για να καταλάβουν πόσα βγάζεις, αυτά τα μαγαζιά της μιας σαιζόν που κλείνουν γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι τους, αφού αρπάξουν ό,τι προλάβουν σ’ αυτό το διάστημα, από τα χθεσινά χωριατόπαιδα που έγιναν executives και παν για ψώνια στην Λεβίδου, στην Κολοκοτρώνη και στην Κυριαζή, ε! εκεί ο πατέρας μου ξυπνά πια τώρα μέσα μου. Κι αφού πρώτα φριχτά τους παζαρέψω, τους βρίζω και φεύγω δίχως να αγοράσω.
Μα κι η μελωδική φωνή μου έσπασε πια. Συχνά φαλτσάρω κιόλας. Γι’ αυτό και τραγουδώ όλο και πιο σπάνια. Και μάλλον ο τόνος της έχει δυναμώσει μια-δυο κλίμακες, δεν μιλώ πια γλυκά όπως μιλούσα, και συχνά με λάθευαν στο τηλέφωνο για γυναίκα, τη μάνα μου συνήθως. Μπορεί τον ‘Χορχόρ-αγά’ να μην τον ξέρω και τόσο καλά, θυμούμαι όμως το "Θέλω να δω τον πάπα" και καμιά φορά τον σφυρίζω κι εγώ – όταν από σαδιστική διάθεση μιμούμαι τον πατέρα μου.
Γελώ λιγότερο επίσης. Σχεδόν καθόλου πια. Είμαι πιο βλοσυρός - πολλοί μου λεν πως διαρκώς τους αγριοκοιτάζω, αλλά δεν είναι αλήθεια. Απλώς καμιά φορά προσηλώνεται το βλέμμα μου αφηρημένο επάνω τους, καθώς σκέφτομαι άλλα. Μου λένε, τι σου έχω κάνει και με κοιτάς έτσι άγρια; Εκπλήσσομαι. Τίποτε, λέω. Γιατί;
Το δέρμα μου, παλιότερα γεμάτο ακμή ή κοψίματα από το ξύρισμα, έχει αποκτήσει την ίδια λεία επιφάνεια που είχε το δικό του, δεν κόβομαι από το ξυράφι και τα μάγουλά μου είναι απαλά καθώς περνώ το χέρι πάνω τους βάζοντας τη λοσιόν. Το μπροστινό δεξί μου δόντι επίσης έχει μακρύνει κι εμένα. Κάποτε γελούσα με το δικό του και τον πείραζα. Καθώς φαγωνόταν το μέσα του μέρος, η άλλη άκρη του έμοιαζε να μακραίνει. Αναγκάστηκε και πήγε στον οδοντογιατρό να του το τροχίσει. Τον ενοχλούσε, του έκοβε τα χείλη από μέσα. Και τα δικά μου έχουν, από καιρό τώρα, μια πληγή στο ίδιο σημείο. Ίσως αποφασίσω να πάω κι εγώ για τρόχισμα.
Τις εκφράσεις του συνήθως τις αποφεύγω αλλά επανέρχονται όλο και συχνότερα καθώς μιλώ. Όχι με την δική του άνεση. Πάντοτε ακούγονται από μένα σαν κάτι ξένο δανεικό. "Ειρήσθω εν παρόδω," ή εκείνο το "των πραγμάτων ούτως εχόντων". Τα λέω και χάσκω. Θαρρώ και τον ακούω. Κάποτε τα έλεγα για αστείο - ένα είδος ασεβούς μνημοσύνου. Τώρα όλο και πιο σοβαρά τα λέω, τα μεταχειρίζομαι όπως αυτός, συχνά και κατ' επανάληψιν.
Πρέπει – συμπεραίνω τώρα – εκείνο το βλοσυρό βλέμμα του ‘μεγάλου’ που τόσο το έτρεμα, να μην ήταν άλλο από το βλέμμα ενός παιδιού που έχασε νωρίς τα παιχνίδια και την ξενοιασιά του, που γνώρισε την πίκρα και τον θάνατο, την ορφάνια, κι ένοιωσε την ανάγκη να τιναχτεί μακριά απ’ όλ’ αυτά και να κάνει κάτι στη ζωή του που να αξίζει. Το βλέμμα ενός παιδιού που κοιτά την εξοχή καθώς το παίρνουν μες στ' αυτοκίνητο πίσω στην πόλη, στο τέλος του καλοκαιριού. Ενός παιδιού που μεγάλωσε άκαιρα, δεν έπαιξε αρκετά. Βλέμμα αβοήθητο και μελαγχολικό. Ούτε σκληρό ούτε κακό. Ανήσυχο και πικρό ίσως. Ένα παράπονο περισσότερο και λιγότερο μια κατηγορία.
Έτσι εξηγείται όλη τούτη η μεταμόρφωση. Ξαναβρισκόμαστε στον καθρέφτη. Και με κοιτά καθώς τον βλέπω εκεί μέσα. Κι όπως τον ντύνομαι όλο και πιο πολύ, όπως τον ζω έτσι όπως καθένας ζει μόνο τον εαυτό του, όπως επαναλαμβάνω τις κινήσεις, τις εκφράσεις, τους μορφασμούς και το γέλιο του, καταλαβαίνω τι ήθελαν να πουν όλ’ αυτά που τόσο με τρόμαζαν, πόσο δικά μου θα ‘πρεπε να τα θεωρώ – κι όμως τα έτρεμα. Ήταν η δίκη μου, η ύστατη κρίση, όλα βαριά, ανεξήγητα, μυστηριώδη κι εχθρικά. Τώρα που κινώ τα χέρια του, που βαδίζω με τα πόδια του, που κοιτώ με το βλέμμα του, τον βλέπω καθαρά. Το αίνιγμα βρήκε τη λύση του, ο μύθος εξανθρωπίστηκε κι έγινε κάτι εντελώς δικό μου.
Αυτός ο μορφασμός που μου φαινόταν να μ’ αποδοκιμάζει, ζητούσε τη συμπάθειά μου. Εκείνο το στραβόγελο που νόμιζα πως μ’ ειρωνεύεται, ήταν μια προσπάθεια να με προσεγγίσει, να μου πει πως προσπαθεί να μπει στη θέση μου, να με καταλάβει. Η άλλη εκείνη η κίνηση του χεριού, που έβλεπα σαν απόρριψη, ήταν η αποδοχή μιας άποψης που τον έβρισκε αντίθετον αλλά έπρεπε, το αισθανόταν, να την σεβαστεί. Κι εκείνο το κρυφό του βλέμμα, το απόμακρο, πίσω απ’ τις δεκαετίες που μας χώριζαν, ήταν το νοσταλγικό κοίταγμα σ’ έναν κόσμο που τόσο ήθελε να περάσει, μα το ‘βλεπε πως θα ‘πρεπε για πάντα να μείνει απ’ έξω.
Είχα πάντα την πλήρη κατανόησή του – τώρα έχει κι εκείνος την δική μου. Κάποτε θα γινόταν. Έφτασε η ώρα. Χωρίς ν' αλλάξει τίποτε στην έκφραση ή στο βλέμμα μου, γέρνω το κεφάλι και του κλείνω το μάτι. Ανταποδίδει αμέσως. Άλλωστε έχουμε και το ίδιο γέλιο, αυτός κι εγώ. Συνεννοηθήκαμε επιτέλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: