Από το διήγημά του, "ΜΑΡΚΧΑΪΜ" (μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πατάκη, τα μικρά κλασικά)
...Όσο μιλούσε ο παλαιοπώλης μ' εκείνη την ξερή και δυσάρεστη φωνή του, είχε σκύψει για να βρει το αντικείμενο που ήθελε / βλέποντάς τον, μια ανατριχίλα διαπέρασε το σώμα του Μάρκχαϊμ, ένα μούδιασμα στα χέρια και στα πόδια, κι όλη αυτή η ταραχή σκαρφάλωσε ξαφνικά μέχρι το πρόσωπό του. Έπειτα πέρασε, τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει, χωρίς ν' αφήσει κανένα σημάδι εκτός από μια ελαφριά τρεμούλα στα χέρια του Μάρκχαϊμ την ώρα που έπιανε τον καθρέφτη.
"Καθρέφτη;" είπε βραχνά, μετά σώπασε κι ύστερα το επανέλαβε πιο καθαρά: "Καθρέφτη για χριστουγεννιάτικο δώρο; Σε καμιά περίπτωση!"
"Και γιατί όχι;" φώναξε ο παλαιοπώλης. "Γιατί όχι καθρέφτη δηλαδή;"
Ο Μάρκχαϊμ τον κοιτούσε με μια αξεδιάλυτη έκφραση στο πρόσωπό του. "Μα με ρωτάτε γιατί όχι;" είπε. "Κοιτάξτε μια στιγμή - ορίστε, κοιτάξτε, κοιτάξτε τον εαυτό σας! Σας αρέσει αυτό που βλέπετε; Όχι βέβαια! Ούτε και σ' εμένα αρέσει ούτε και σε κανέναν άλλο".
Ο μικρόσωμος άντρας είχε αναπηδήσει από έκπληξη όταν ο Μάρκχαϊμ τον στρίμωξε τόσο ξαφνικά με τον καθρέφτη. Τώρα όμως, βλέποντας ότι δεν είχε τίποτε χειρότερο να φοβηθεί, γέλασε περιπαικτικά. "Η μέλλουσα σύζυγός σας έχει, προφανώς, πολύ δύσκολα γούστα" είπε.
"Σας ζητάω ένα χριστουγεννιάτικο δώρο" είπε ο Μάρκχαϊμ "κι εσείς μου προτείνετε αυτό εδώ - αυτό το καταραμένο αντικείμενο που σου θυμίζει τα χρόνια σου, τις αμαρτίες σου, τις ανοησίες σου, αυτό το εγεχειρίδιο της συνείδησης. Επίτηδες το κάνατε; Το σκεφτήκατε καθόλου; Πείτε μου. Θα είναι καλύτερα για σας αν μου πείτε. Εμπρός, μιλήστε μου για σας. Να υποθέσω ότι κατά βάθος είστε ένας πολύ πονόψυχος άνθρωπος, ή μήπως θα πέσω πολύ έξω;"
Ο παλαιοπώλης κοίταξε καλά τον πελάτη του. Ήταν παράξενο, ο Μάρκχαϊμ δε γελούσε καθόλου. Στο πρόσωπό του διακρινόταν κάτι σαν μια σπίθα ελπίδας, αλλά ούτε το παραμικρό ίχνος ευθυμίας.
"Πού το πάτε;" ρώτησε ο παλαιοπώλης.
"Ώστε δεν είστε πονόψυχος;" αποκρίθηκε ο άλλος μελαγχολικά. "Πονόψυχος λοιπόν δεν είστε. Ούτε ευσεβής ούτε ηθικός, ούτε δίνετε αγάπη ούτε και παίρνετε. Κερδίζετε λεφτά, τα χώνετε στο χρηματοκιβώτιο. Αυτό είναι όλο, Για το Θεό, άνθρωπέ μου, αυτό είναι όλο;"
"Να σας πω εγώ τι είναι" ξεκίνησε απότομα ο παλαιοπώλης, αλλά δεν κρατήθηκε να μη γελάσει πάλι. "Απ' ό,τι βλέπω όμως, εσείς μάλλον από έρωτα πάτε να παντρευτείτε, και προφανώς τα πίνατε στην υγεία της κυρίας σας!"
"Α!" αναφώνησε ο Μάρκχαϊμ με περιέργεια. "Α! Πείτε μου, έχετε ερωτευτεί ποτέ;"
"Εγώ;" φώναξε ο παλαιοπώλης. "Εγώ να έχω ερωτευτεί; Ποτέ δεν είχα χρόνο για τέτοιες ανοησίες, και ούτε και τώρα έχω. Τον καθρέφτη θα τον πάρετε;"
"Μα γιατί βιάζεστε;" αποκρίθηκε ο Μάρκχαϊμ. "Είναι τόσο όμορφα που καθόμαστε εδώ και τα λέμε. Και η ζωή είναι τόσο σύντομη και τόσο επισφαλής, που εγώ προσωπικά δε θα βιαζόμουν καθόλου να διακόψω κάτι που απολαμβάνω, έστω και κάτι απλό σαν κι αυτό. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κρατιόμαστε γερά, από τις χαρές που έχουμε, σαν να στεκόμασταν στο χείλος του γκρεμού. Κάθε δευτερόλεπτο είναι κι ένα βάραθρο, αν το καλοσκεφτείς - ένα βάραθρο αβυσσαλέο - τόσο τεράστιο, που, αν πέσουμε, θα συντριβεί κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό που διαθέτουμε. Οπότε είναι καλύτερο να μιλάμε εγκάρδια. Ας μιλήσουμε για μας / γιατί να φοράμε αυτή τη μάσκα; Μπορούμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλο. Ποιος ξέρει; - ίσως να γίνουμε και φίλοι".
"Εγώ ένα πράγμα έχω να σας πω" είπε ο παλαιοπώλης. "Ή αγοράζετε κάτι ή δρόμο από το μαγαζί μου".
"Όντως, όντως" είπε ο Μάρκχαϊμ. "Αρκετά χασομερήσαμε. Στη δουλειά μας λοιπόν. Δείξτε μου κάτι άλλο".
Ο παλαιοπώλης έσκυψε και πάλι, αυτή τη φορά για να τοποθετήσει ξανά τον καθρέφτη στο ράφι. Τα λιγοστά ξανθά μαλλιά του έπεφταν μπροστά στα μάτια του. Ο Μάρκχαϊμ πλησίασε λίγο, με το ένα χέρι χωμένο στην τσέπη του χοντρού παλτού του. Τεντώθηκε και γέμισε τα πνευμόνια του με αέρα / πλήθος διαφορετικά συναισθήματα ήταν χαραγμένα στο πρόσωπό του εκείνη τη στιγμή - τρόμος, φρίκη, αποφασιστικότητα, ένταση και αποστροφή. Το πάνω χείλος του συσπάστηκε και ανασηκώθηκε, αφήνοντας να φανούν τα δόντια του.
"Αυτό ίσως να σας κάνει" παρατήρησε ο παλαιοπώλης / και τότε, την ώρα που άρχισε πάλι να σηκώνεται, ο Μάρκχαϊμ όρμηξε πάνω στο θύμα του από πίσω, το μακρύ και λεπτό μαχαίρι άστραψε και κατέβηκε με δύναμη. Ο παλαιοπώλης τρίκλισε για λίγο σαν σφαγμένο κοτόπουλο, χτύπησε τον κρόταφό του πάνω σ' ένα ράφι και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ο χρόνος είχε τη δική του χορωδία από φωνές στο μαγαζί, άλλες επιβλητικές κι αργόσυρτες, καθώς ταίριαζε στη μεγάλη τους ηλικία, κι άλλες φλύαρες και βιαστικές. Όλες τους τραγουδούσαν τα δευτερόλεπτα, μια περίπλοκη πολυφωνία από τικ τακ. Το τραγούδι αυτό διαταράχτηκε από τα βαριά βήματα ενός νεαρού στο πεζοδρόμιο, και ο Μάρκχαϊμ ξαναβρήκε απότομα την επαφή του με την πραγματικότητα. Κοίταξε γύρω του με δέος. Το κερί βρισκόταν πάνω στον πάγκο, η φλόγα του τρεμόπαιζε στο ρεύμα / κι απ' αυτό το μηδαμινό λίκνισμα το δωμάτιο γέμιζε με μιαν αθόρυβη κίνηση και τρικύμιζε σαν τη θάλασσα: οι μακριές σκιές έγερναν, οι σκοτεινές κηλίδες συστέλλονταν και διαστέλλονταν λες και ανέπνεαν, τα πορτρέτα και οι πορσελάνινοι θεοί άλλαζαν όψη και μορφή σαν υδάτινες αντανακλάσεις. Μέσα από τη μισάνοιχτη εσωτερική πόρτα ξεπρόβαλε αδιάκριτα μια λωρίδα φωτός, σαν δάχτυλο που έδειχνε απειλητικά εκείνο το χορό από ίσκιους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου