Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

"Ναπολεοντία" ένα θεατρικό έργο του Ανδρέα Στάικου για τις απαρχές του νοελληνικού κράτους...

...Εμφανίζεται η Ναπολεοντία. Βγάζει από τον κόρφο της μία επιστολή. Κοιτάζει γύρω της να βεβαιωθεί ότι δεν την παρακολουθούν.

ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ, διαβάζει: "Αγαπημένη μου Ναπολεοντία, ποίος θα μου το έλεγε ότι εγώ, ο πλέον συνεσταλμένος νέος, όπου δεν έχω τολμήσει να κοιτάξω κορίτσι χωρίς να κοκκινίσω, ότι μου έμελλε να οπλισθώ με τόσον θάρρος ίνα σου εξομολογηθώ τον έρωτά μου. Εάν σε φέρνω εις δύσκολον θέσιν, συγχώρα με, αγαπημένη μου. Συγχώρα τα τσάτρα πάρτα ελληνικά του φίλου μου αξιωματικού Χανς Βάιλερ, ο οποίος παρεπιδημών εις την όμορφην χώραν σου, από τριετίας, έχει προχωρήσει εις την γνώσιν της ελληνικής γλώσσης, και εδέχθη να μεταφράσει τα ς σκέψεις και τα αισθήματά μου. Αγαπημένη , λατρεμένη, Ναπολεοντία, ελπίζω να μην πέσεις από τα σύννεφα διαβάζοντας την επιστολή μου, όπως έπεσα εγώ από τα σύννεφα διαβάζοντας τα μεγάλα σου μάτια. Ναι, αγαπημένη, λατρεμένη, Ναπολεοντία. Τύχη αγαθή με έφερεν εις τα εδάφη της φιλτάτης Ελλάδος δια να διδάξω τον χορόν βαλς, τον χορόν της πατρίδος μου, εις τους άρτι απελευθερωθέντας συμπατριώτας σου, ω γλυκυτάτη Ναπολεοντία μου. Και τύχη ακόμη αγαθοτέρα, να διδάξω το βαλς εις την πόλιν σου, όπου σε αντίκρισα δια πρώτην φοράν. Αλλά δεν αντίκρισα εσέ, Ναπολεοντία μου. Αντίκρισα τον ίδιον τον έρωτα. Η τύχη μου θα εξαρτηθεί από το πρώτον σου βλέμμα. Αναμένων εις αναμμένα κάρβουνα την απογευματινήν μας συνάντησιν, ευχαριστώ τον Ύψιστον καθώς και την Αυτού Μεγαλειότητα βασιλέα Όθωνα, τον νέον βασιλέα των Ελλήνων, εξαιτίας του οποίου ευρέθην εις την χώραν σου, να διδάξω το βαλς, ώστε τα ώτα της Μεγαλειότητός του να ευφρανθούν  από τας μελωδίας της πατρίδος του. Αναμένων το βλέμμα σου το απογευματινόν, πλήρης ελπίδος, τολμώ να σε ασπασθώ με την φαντασία μου. Ο χοροδιδάσκαλος, υπολοχαγός της Βαυαρικής Φρουράς, Χάινριχ".


Φέρνει την επιστολή στο στήθος της. 
Εμφανίζεται ο Χαλδούπης, λαβωμένος, ασθμαίνων και χωλαίνων.


ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Μπάρμπα-Χαλδούπη, εσύ; Πώς είσαι έτσι; Τι αίματα ειν' ετούτα; Τι μελανιές; Σε έδειραν, μπάρμπα, ή σκόνταψες κάπου κι έπεσες;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Ισκόνταψα κι εγώ κι όλη η πατρίς ισκόνταψε και έπεσε πάνω στους ξένους. Μετά τους σκύλους τους Τούρκους, ισκοντάψαμε ούλοι πάνω σε καινούργιους σκύλους που ομιλούν με γαβγίσματα.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Δεν σε καταλαβαίνω, μπάρμπα. Να κράξω τη Μαιρούλα να σου δέσει τις πληγές;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Πληγές. Καλά το λέγεις. Πληγές τότες, πληγές και τώρα. Ακούς εκεί;
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Τι να ακούσω μπάρμπα;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Να με εδείρουν εμένα, με ρόπαλο. Διατί; Διότι δεν ημπορούσα να χορέψω.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Να χορέψεις;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Δεν ημπορούσα να μάθω τα βήματα, μαθές. Δεν ιμάθαινα τα βήματα του μπάλου, πώς τον λένε αυτό τον μπάλο, τον ξένο μπάλο, τον δικό τους μπάλο, τον βαυαρέζικο. Και εσήκωσε το ρόπαλο επάνω μου και μου έκανε τη μούρη όπως την εβλέπεις.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ, γελώντας: Σε έβαλαν έσένα να χορέψεις το βαλς;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Μη νομίζεις πως τον εχόρεψα, κορίτσι μου. Ούτε πεθαμένος δεν θα τον εχόρευα.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Και ποιος σήκωσε ρόπαλο καταπάνω σου;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Κείνος που ίρχεται κάθε απόγεμα εδώ και σας μαθαίνει μπάλους και σας γλυκοθωρεί εσένα και τη μητέρα σου. Αυτούνος ο ξανθός.


Η Ναπολεοντία κεραυνοβολείται. Ασυναίσθητα τσαλακώνει την αποστολή. Αποχωρεί...






Δεν υπάρχουν σχόλια: