Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Εις μνήμην Γιώργου Μπρουνιά (1946-2022) - Από τις «Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο / 25 Νοεμβρίου – 27 Ιουλίου 1989» του Γιώργου Μπρουνιά (εκδ. «Εκηβόλος», 1989)

 ...............................................................




Γιώργος Μπρουνιάς (1946 - 2022)





·        Από τις «Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο / 25 Νοεμβρίου – 27 Ιουλίου 1989» του Γιώργου Μπρουνιά (εκδ. «Εκηβόλος», 1989)

                     

…27/12  Χθες η Εύα έμεινε και κοιμηθήκαμε μαζί, και σήμερα τα σεντόνια, το κρεβάτι, το δωμάτιο, πιθανόν και ο δρόμος έξω, μυρίζουν στάρι και γάλα. Στο : θυμάσαι, η τελευταία φορά που κοιμηθήκαμε μαζί ήταν πριν από ενάμιση χρόνο, είπε : αυτή τη στιγμή είναι σαν να ήταν την περασμένη εβδομάδα. Τα μαλλιά της στο στήθος μου, το πόδι της λυγισμένο πάνω στο δικό μου, το ωραίο του βάρος, η κοιμισμένη αναπνοή της, και πότε-πότε κάτι μικρές φωνίτσες. Το πρωί ήπιαμε τσάι με φρυγανιές και τυρί στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της σάλας πλάι στη τζαμαρία με τον ήλιο, η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται τόσο το τραπέζι όσο κι ο ήλιος…

…17/1  Η πρώτη μέρα του χειμώνα που φόρεσα παλτό· το μαύρο με το κόσμημα στο πέτο. Να ένας νέος, που με παλτό ξεκούμπωτο και ροζ κασκόλ περνά τ’ απόγεμα στην οδό Νίκης, όπως τον είδε ένας άλλος από απέναντι. Φορά μαύρο παλτό, που το ‘χει ανοιχτό, κι ανάμεσά του ροζ κασκόλ, μέτριου ύψους και ηλικίας, και βαδίζει ήρεμα, αποφασιστικά με στόχο. Αλλά, αν τον κοίταζες προσεκτικότερα, διέκρινες στο βάδισμά του, στις κινήσεις των ποδιών και των χεριών του, γιατί κουνούσε και τα χέρια καθώς βάδιζε, στο αφύσικα στητό σώμα και στους ακίνητους ώμους, μια κρυμμένη αστάθεια, όπως στο περπάτημα των μεθυσμένων όταν κάνουν τους νηφάλιους, μια απουσία προσανατολισμού, έλλειψη σκοπού· αν τον κοίταζες λιγάκι περισσότερο, έβλεπες πως δεν ήταν κάτι της στιγμής, κάτι που έτυχε πριν από λίγο, γιατί έτσι ήρθανε τα πράγματα, αλλά κάτι που ήταν ζήτημα ζωής, κάτι που ήταν έτσι, κι έτσι θα μείνει…

…30/3  Το βράδυ που γυρίζω σπίτι έχω τρόπους να ξεχνιέμαι. Κοινούς τρόπους, τίποτε το μπριλάντε ή το μυθιστορηματικό, τους τετριμμένους, που περνούν από ολονών τα χέρια, ούτε καν τρόπους, πράματα κυρίως, μέσα στο δωμάτιό μου : ο καναπές, το ποτήρι, η TV, πράματα χωρίς μάτια, αυτιά να με ακούσουν ή σάρκα να με αισθανθούν αλλά που δίχως αυτά μπορεί να ‘ταν αβάσταχτο το βράδυ.

   Απ’ όλα, ένα κίτρινο τριαντάφυλλο, μ’ αρέσει περισσότερο· να του αλλάζω το νερό κι ύστερα να κάθομαι να το κοιτώ απάνω στο γραφείο. Ούτε με βλέπει ούτε  με ακούει ούτε με αγγίζει, μόνο του ανοίγει, μόνο του κοιτά, μόνο του μαραίνεται, αλλά μαζί περνάμε τον καιρό μας.

…21/5  Τον πατέρα μου δεν ξέρω αν τον έχω καταλάβει ούτε αν τον έχω αγαπήσει, όταν όμως τα Σαββατοκύριακα που πάω σπίτι μας τον βρίσκω να κάθεται πίσω απ’ το παράθυρο και να κοιτά την κυκλοφορία απ’ την κουρτίνα, που λίγο είχε τραβήξει με τ’ άσαρκό του χέρι, τότε θα ‘θελα να ζητήσω απ’ τις αρχές, την εξουσία, που κανονίζει την ροή των δρόμων, να στέλνουν στο δρόμο μας όσο πιο πολλούς μπορούν ώστε ο πατέρας μου, που κάθεται πίσω απ’ το παράθυρο και κοιτάζει απ’ το τραβηγμένο κουρτινάκι, να βλέπει όσο πιο πολλή κίνηση μπορεί, και να περνά κι αυτός τις ώρες του…

…27/5  Δίψασα στον ύπνο μου και σηκώθηκα να πιω νερό· μισοκοιμισμένος καθώς γύρναγα απ’ την κουζίνα στο κρεβάτι, κρατώντας ένα ποτήρι, πέσανε τα μάτια μου στη σάλα, λουσμένη μες στο φως του φεγγαριού, που έπεφτε από την ανοιχτή τζαμόπορτα. Μαγνητίστηκα απ’ την ασπράδα που χυνόταν μες στο σβηστό δωμάτιο, κι αντί να πάω σο κρεβάτι, έστριψα και μπήκα μέσα της, στάθηκα στο κέντρο και σήκωσα τα μάτια μου και είδα ξαφνικά στον καθρέφτη της ντουλάπας έναν με κάτασπρη φανέλα να με κοιτά βαστώντας ένα ποτήρι. Ταράχτηκα, σα να ‘δα φάντασμα μέσα στο σκοτεινό σπίτι, γύρισα αμέσως και πάτησα τοπ ηλεκτρικό, η οπτασία χάθηκε, και το ποτήρι μου ‘φυγε απ’ το χέρι κι έπεσε στο πάτωμα. Το ‘παθα χτες, που ξέχασα, πλαγιάζοντας, να πάρω νερό μαζί μου στο κρεβάτι…

…27/7  Μου έλεγε η μητέρα μου απόψε στην αυλή μας που καθόμαστε πως οι μέρες που περάσανε ήταν δύσκολες για τον πατέρα μου, που τα στηθικά του χειροτέρεψε η ζέστη που δυνάμωσε, και δεν τον άφηνε ήσυχα να κοιμηθεί τις νύχτες. Ταλαιπωριότανε ο άμοιρος προσπαθώντας ν’ αναπνεύσει, ανοίγοντας το στόμα του, και ρουφώντας με αγωνία όσον αέρα μπόραγε τ’ ανοιχτό του στόμα να ρουφήξει, που δεν ήταν όμως αρκετός να του ζωογονήσει τα χαλασμένα του πνευμόνια, ώσπου η μητέρα μου θυμήθηκε αυτό που της είχε πει ένας γιατρός στο «Σωτηρία», πως άμα τον έπιανε δύσπνοια, και δεν μπορούσε ν’ ανασάνει, να του χτυπά την πλάτη, και μια και δυο και τρεις φορές, δίχως να διστάζει, μέχρι που ν’ ανοίξουνε τα στήθια του και να μπορεί να ρουφήξει μέσα τους αέρα. Μου το ‘λεγε στην αυλή μας που καθόμαστε καθώς τη δρόσιζε το σούρουπο που έπεφτε πάνω στο τσιμέντο, που μόλις είχε καταβρέξει, κι αφού μου είχε δώσει να πάρω μαζί μου φεύγοντας τις τσάντες με τα ρούχα μου που μου είχε πλύνει και σιδερώσει. Δεν είπα τίποτα, ούτε άλλωστε και κείνη περίμενε κάτι να της πω, αλλά καθώς έφευγα, βαστώντας στο ένα χέρι την τσάντα με τα πουκάμισα και στο άλλο τις καθαρές πετσέτες, θα ήθελα, θα ήθελα να της είχα πει πως μακάρι κι εγώ αργότερα, όταν θα μου ‘ρθει η ανάγκη, να έχω κάποιον πλάι μου να μου χτυπά την πλάτη όταν θα ‘χουν φράξει τα πνευμόνια μου και θα χρειάζομαι βοήθεια για να ρουφήξω στο στήθος μου αέρα. Ούτε όμως τη σκέφτηκα εκείνη που καθόταν πλάι μου και μου ‘λεγε για τις νύχτες που πέρασε χτυπώντας τον πατέρα μου στην πλάτη, για να μπορέσει ν’ αναπνεύσει, ή για τα ρούχα μου, που τα έπλενε και τα ‘βαζε στις τσάντες, περιμένοντάς με να ‘ρθω να τα πάρω, αυτήν που ‘χει δυο γιους, τον ένα στη θάλασσα να δέρνεται και τον άλλο στα κοντινά τενάγη, που είναι αμφίβολο αν κανένας απ’ τους δυο τους θα ‘ναι πλάι της να χτυπήσει τη δική της πλάτη, όταν θα ‘ρθει η ανάγκη ν’ ανασάνει, που ίσως η ώρα τούτη να μην μακριά, που όσο όμως τη σκέφτομαι προσπαθώ να την ξεχάσω.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: