..............................................................
• Απόσπασμα από το μονόπρακτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921 – 2011) «Η Γυναίκα και ο Λάθος» (από την τετραλογία μονοπράκτων «Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1981)
…ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Εσύ, ξέρεις τι θα πει η ώρα της αλήθειας; Κάθισε κάτω και δε θέλω πολλά λόγια, ερώτηση-απάντηση. Πού γεννήθηκες;
ΜΑΝΑ : Στη Σμύρνη, τότε…
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Σμύρνη; Άσκημα αρχίζουμε
ΜΑΝΑ : Ήτανε κούκλα πριν καεί…
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Τα ‘χουμ’ ακούσει αυτά. Άμα κουβαληθήκατε στην Ελλάδα πού έμενες;
ΜΑΝΑ : Δεν έμενα, γιατί ερχότανε οι άνθρωποι του βασιλιά και βάνανε φωτιές στις παράγκες, γιατί, λέει, θα τρώγαμε το ψωμί τους.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Άσ’ την πολιτική στην άκρη, εγώ σε ρώτησα πού έμενες.
ΜΑΝΑ : Με δώσανε δουλάκι σ’ ένα σπίτι στην Αθήνα.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Τι σπίτι;
ΜΑΝΑ : Είχανε ένα χαλί μεγάλο σα χωράφι και το σηκώνανε τέσσερις δούλες και τ’ απλώνανε στην ταράτσα. Μου δίνανε μια σκούπα να καθαρίζω το χαλί, αλλά ήτανε όλο σκέδια σα λουλούδια, και μονοπάτια, και γω θυμόμουνα το χωριό μας στη Σμύρνη και γονάτιζα απάνω κι έκλαιγα…
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Στο Θεό σου, ρε χριστιανή μου, τι μ’ ενδιαφέρει το χαλί…;
ΜΑΝΑ : Γι’ αυτό δεν έμεινα. Είπε η κυρία, «αυτή η πρόσφυγια είναι ακαμάτρα» και με δώσανε σε μια γερόντισσα που ήταν άρρωστη.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Στάσου! Πόσω χρονώ ήσουνα;
ΜΑΝΑ : Κοντά στα ενενήντα.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Εσύ πόσω χρονών ήσουνα…!
ΜΑΝΑ : Δώδεκα-δεκατριών…
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Είκοσι χρονώ πού δούλευες;
ΜΑΝΑ : Δεκατριών πήγα στη γριά που ήτανε στραβή γριούλα κατάκοιτη. Την καθάριζα, την άλλαζα, την τάιζα. Κι επειδή ήτανε στραβή, το σπίτι ήτανε γεμάτο ρολόγια. Μεγάλα όρθια ρολόγια, άλλα στον τοίχο, άλλα στις κονσόλες, στα σκρίνια, άλλα μέσα στις γυάλες. Εκατό ρολόγια και παραπάνω. Όλα όμως είχανε καμπάνες, οργανάκι, κελαδίσματα και κάθε μισή ώρα και μία ώρα το ‘να αρχίναε τ’ άλλο τέλειωνε…
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Και ποιος τα κούρδιζε τόσα ρολόγια;
ΜΑΝΑ : Τα κούρδιζα όλα, κούρδιζα και το φωνόγραφο και της έβανα μουσική ν’ ακούει, αλλά από την πείνα αρρώστησα και με πήγανε στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατη.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Εσένα…; Και η γριά;
ΜΑΝΑ : Ζει και βασιλεύει.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Καλά, δεν είχε φράγκο η γριά μόνο ρολόγια είχε;
ΜΑΝΑ : Δε μαγειρεύαμε ποτές, γιατί η νύφη της έστελνε φαΐ με τον υπηρέτη, αλλά μόνο για την γριά. Κι έλεγε ότι επειδή η γριά δεν μπορεί πια να φάει να το τρώω εγώ. Η γριά όμως είχε όρεξη…! Έλεγε… η νύφη μου παρακαλεί να πεθάνω για να πάρουν την κληρονομιά, μα εγώ θα ζήσω χίλια χρόνια! Κι εγώ της έλεγα, φάε να κάνεις μέρες και την τάιζα.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Άκου πράματα! Κι εσύ τι έτρωγες;
ΜΑΝΑ : Επειδής δεν έβλεπε τι είχανε τα πιάτα να τα θέλει όλα, καμιά φορά έμενε και για μένα.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Καλά και γιατί δεν της έλεγες να το μοιράζεστε!
ΜΑΝΑ : Είχε μεγάλη περιουσία και την πιάνανε φόβοι και φώναζε προστάτεψέ με, ήρθανε πάλι να με πνίξουνε! Κλείδωνα τις πόρτες, της έλεγα σε φυλάω εγώ. Κι έπειτα φοβόμουνα κιόλας να φάω να μην πούνε ότι της έτρωγα το φαΐ και ότι την πέθανα εγώ.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ : Δηλαδή καθόσουνα θεονήστικη και φύλαγες την περιουσία αυτού του λείψανου;
ΜΑΝΑ : Άγγελο μ’ έλεγε και τι να κάνω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου