...............................................................
Πάνος Σταθόγιαννης (γ.1959)
ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΣΟΚΛΕΙΣΤΑ
Α, τι καλά που οι έρωτες κρατούν τα μάτια τους μισόκλειστα.
Έτσι, βλέπουν θαμπά τον άλλον που κοιτάζει από απέναντι. Κι ο άλλος από απέναντι θαμπά πολύ τους βλέπει. Γι’ αυτό κι όλο τον γυρνοφέρνουνε φιλύποπτοι προτού διαβούν την πύλη. Συχνά, κάστρο τους φαίνεται, γι' αυτό τον πολεμούν. Καλπάζουν γύρω του με ιαχές. Σέρνουν δεμένο στο άρμα τους πιο καλό του παλικάρι σκοτωμένο..
Είναι φορές που μπαίνουν στο οχυρό του και σαν ζήτουλες. Κρατούν ραβδί ή ένα κορίτσι να τους οδηγεί, τάχα τυφλούς, από το χέρι. Όμως αυτοί, μέσα απ’ τα μάτια τα μισόκλειστα, μετρούν τα πάντα. Ψάχνουν τα αδύνατα σημεία του εχθρού. Τα καταγράφουν. Φεύγουν ξανά το σούρουπο. Διασταυρώνονται στη γέφυρα, καθώς επιστρέφουν, οι σπιούνοι, ο ένας απ’ το κάστρο του άλλου. Προς τα δώθε ο ένας, προς τα κείθε ο άλλος. Δεν κοιτάζονται καν. Δεν μιλάνε.
Ως να ’ρθει η νύχτα και να κουραστούν. Να μιμηθούν ότι ελπίζουν στην ειρήνη. Να συνθηκολογήσουν σε κρεβάτια ανομολόγητα. Απεγνωσμένοι, όλο σάρκα, μες στα αίματα. Φιλιά και κλάματα. Όρκοι και τρυφερές δαγκωματιές στην πλάτη. Και η παλάμη ν’ αγκαλιάζει ένα βυζί.
Μα ξημερώνει, ευτυχώς, στο συρματόπλεγμα. Ο κόσμος φανερώνει όλη την ύλη του. Μπαίνουν τσιμέντα με το λυσσασμένο φως, ζητάνε λύτρα. Τεφτέρια βγαίνουν κι απαιτούνε κατακτήσεις. Μια ζυγαριά γέρνει λοξά, τους επιτρέπει τα ανεπίτρεπτα. Κι αυτό το κάστρο απέναντι – τι πρόκληση! Τι απειλή, τι ξενιτιά, τι κάτι άλλο! Πιάνουν και πάλι το σπαθί. Πιάνουν και πάλι το ραβδί του διακονιάρη.
Αλλιώς, θα έμεναν στη νύχτα εσαεί. Στον απύθμενο ίσκιο ο ένας του άλλου. Με τα μάτια ορθάνοιχτα. Νεοφώτιστοι μέσα στο σκότος. Στην ψευδαίσθηση ότι η μέρα δεν θα ’ρθει ποτέ. Να εκτελούν τα βδελυρά πειράματα, που μετατρέπουνε – τι τρομερό! τι ανάθεμα!– τον έρωτα σε αγάπη.
Κι έξω, η μέρα ας δείχνει του κόσμου την ύλη ολόκληρη.
*
Α, τι καλά που οι έρωτες κρατούν τα μάτια τους μισόκλειστα.
Όμως, βαθιά, η ψυχή τους λαχταράει τον παράδεισο. Εκεί που όλα τα μάτια είναι ορθάνοιχτα κι αστραφτερά. Γι’ αυτό και με το πρώτο σφύριγμα έρχεται τρέχοντας η έρμη η ψυχούλα. Κουνάει την ουρά της. Απόγευμα, συνήθως βροχερό. Κι αυτή – λιανός σκυλάκος με αυτιά πολύ αστεία. Ξαφνικά κοντοστέκεται. «Κι αν δεν», αναρωτιέται. «Κι αν δεν είναι αυτός ο ωραίος βαρκάρης; Ποιος θα κάτσει τιμόνι και ποιος στα κουπιά; Θα πνιγούμε μαζί – δύο άξεστοι. Σιαμαίοι και όχι ανδρόγυνο».
Κι απομένει εκεί η ψυχή. Στον υγρό ασφαλτόδρομο. Αν και η αλήθεια της φύσης της είναι να ’ρθεί πιο κοντά. Να τριφτεί και να γλείψει. Μα στο τέλος νικάνε τα τόσα «κι αν δεν». Κι αποσύρεται αχάιδευτος ο αυτούρης σκυλάκος.
Είναι που οι έρωτες ορκίζονται πως - όχι, όχι, δεν είναι απελπισία η φυγή, λύτρωση είναι. Δεν ξέρουν ότι ετούτα τα «κι αν δεν» ανήκουν όχι στην ψυχή, αλλά στα τραύματά της. Κι ότι τα τραύματά της πάει να γλείψει φεύγοντας. Την ψώρα της να τρίψει σε μια πέτρα. Χωρίς ούτε ένα χάδι ανάμεσα στ’ αυτιά. Χωρίς ψωμί στο στόμα.
Αν νίκαγε της φύσης της η αλήθεια, θα ’τρεχε καταπάνω μας με αφέλεια. Κι εμείς το ίδιο. Έτσι όπως είναι αφελή τα ωραία θηρία. Θα λεηλατούσαμε ο ένας τον άλλον, μέχρι να δούμε και οι δύο θεού πρόσωπο. Βωμοί μαζί και σφάγια. Γιατί αυτό θα πει παράδεισος – να σε κατασπαράζει η ψυχή που και εσύ κατασπαράζεις.
Μυστήρια πράγματα. Οίνος που γίνεται αίμα. Πουλί που βγαίνει από τις τέφρες και πετάει. Αγάπη, δηλαδή – τι τρομερό, τι ανάθεμα!
Μακριά, μακριά από μας.
*
Α, τι καλά που οι έρωτες κρατούν τα μάτια τους μισόκλειστα.
Μη δώσει ο θεός και τα ανοίξουν διάπλατα ποτέ. Θα δουν πρώτη φορά ολόκληρο τον άλλον να κοιτάζει από απέναντι. Θα δουν και θα σκιαχτούν από τον πόνο του. Κι ο πόνος του θα μοιάζει με φτερό από κόνδορα. Σαΐτα σίγουρα τον πέτυχε. Σίγουρα άγριο βλέμμα. Θα στροβιλίζεται σε σκότος παγερό. Γεμάτο τρύπες.
Θα τον πονέσουν τότε για τον πόνο του. Σιγά σιγά τα χέρια τους θα γίνουν ασημένια. Θ’ αγγίζονται και θα σταλάζουν στα πατώματα. Μπροστά σε τζάκια και πυρές χορευτικές. Κι έξω, τα δέντρα στον λευκό ανήφορο. Ζωγραφισμένα με κινέζικο μελάνι. Έξω, ομίχλες, τσίπουρα, περίπατοι. Έξω, φλουριά πρωτοχρονιάτικα.
Και –α, τι τρομερό, τι ανάθεμα!– θ’ αγαπηθούν.
Θα θελήσουν εκεί να ριζώσουν. Με τα μάτια ανοιγμένα διάπλατα. Να κοιτάζονται αισχρά. Να θαυμάζουν. «Κοίτα που υπάρχει και αλλιώς το εγώ μου!» να λένε με κατάνυξη. «Τι θαυμαστή απρέπεια! Τι άσμα ασμάτων!»
Και –α, τι τρομερό! τι ανάθεμα!– θα γίνουν τότε από έρωτες αγάπη.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου