...............................................................
"Η Επανάσταση του 1821 στην ποίησή μας"*
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 4.4.2021)
Τα γραπτά θα μείνουν. Αυτή την κληρονομιά θ’ αφήσει στους επόμενους η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση, που θα ’ναι λάθος να πιστέψουμε ότι έληξε επειδή πέρασε η 25η Μαρτίου. Η πανδημία δεν πάγωσε τα αισθήματα, περιόρισε όμως ή ανέστειλε την εκδήλωσή τους. Και μαζί τους ανέστειλε πολλά προγραμματισμένα συνέδρια ή τα εκτόπισε στη μάλλον άχαρη και απρόσφορη για τέτοια πράγματα διαδικτυακή επικράτεια. Τα γραπτά θα μείνουν λοιπόν. Τα βιβλία που έχουν ήδη εκδοθεί και όσα θα τυπωθούν τους επόμενους μήνες.
Για μια ανθολογία λοιπόν ο λόγος σήμερα, που χαρτογραφεί την ανταπόκριση της ποίησής μας στο μέγα γεγονός. Δεν είναι βέβαιο –και σίγουρα δεν είναι ιστορικός ή λογοτεχνικός νόμος– ότι τα συγκλονιστικά συμβάντα παράγουν συγκλονιστική λογοτεχνία. Ας θυμηθούμε ότι, εν αντιθέσει με τον μυθικό Τρωικό πόλεμο που εφοδίασε με σπουδαία θέματα και συναρπαστικές μορφές την τραγωδία, οι Περσικοί πόλεμοι, η καθοριστική σημασία των οποίων για τη μοίρα της Ελλάδας έγινε αμέσως κατανοητή, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την έμπνευση των ποιητών. Στους λαμπρούς «Πέρσες» του Αισχύλου, ενός πολεμιστή άλλωστε, έχουμε να προσθέσουμε ορισμένα επίσης λαμπρά επιγράμματα, όπως του Σιμωνίδη, αλλά τίποτε άλλο βαρυσήμαντο, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τα έργα που σώθηκαν.
Οσον αφορά την ποιητική ιστόρηση του 1821, το όριο τέθηκε ήδη κατά την Επανάσταση, από τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, τόσο διαφορετικούς στην τέχνη τους, και τέθηκε πάρα πολύ ψηλά. «Με τον Σολωμό η Ελλάς έδωκε τον υψηλότερον εθνικό ποιητή της Ευρώπης», έγραφε ο Τέλλος Αγρας το 1941 στη «Νέα Εστία» (τώρα στον 4ο τόμο των «Κριτικών», επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, Ερμής, 1995). Το δικό τους όριο έθεσαν τα δημοτικά τραγούδια που πλάστηκαν στα εμπόλεμα χρόνια, αλλά ο ανώνυμος ποιητής είναι εκτός συναγωνισμού, ως ριζικά διαφορετικός.
Διαβάστε επίσης:
Πάλι ο Αγρας: «Αν η Ελλάς στραφή προς την ποιητική της Παράδοση, κανένα παράπονο, καμμιά ντροπή δεν μπορεί να ’χη από τους πατριωτικούς της ποιητάς. Σολωμός, Κάλβος, Βαλαωρίτης, Ζαλοκώστας, Παράσχος –οι πέντε πρώτοι μεγάλοι ποιηταί της–, είναι οι πέντε μεγάλοι πατριωτικοί της ποιηταί». Προσοχή όμως: «Οταν οι κάπως “ειδοποιημένοι” έχουν πίσω τους τέτοιο βαρύ παρελθόν, πώς θέλεις να τολμήσουν τόσο εύκολα να γράψουν πατριωτικά ποιήματα; Και πώς να μη μείνη ο χώρος ελεύθερος για τους ανίδεους, τους απερίσκεπτους, τους αφελείς;».
Μετεπαναστατικά γράφτηκαν πολλά αξιομνημόνευτα ποιήματα με πηγή έμπνευσης το 1821, όχι τόσο δοξαστικά όσο αυτοκριτικά ή και αυτοσαρκαστικά με φόντο το ’21. Γράφτηκαν όμως και ασυγκρίτως περισσότεροι στίχοι αξιοπαράδοτοι στη λήθη, προϊόντα μιας επίπλαστης συγκίνησης, μιας μιμητικής χρήσης ξεθυμασμένων ρητορικών σχημάτων, προκάτ λεξιλογίου και κοινοτοπιών που ποιητικίζουν κραυγαλέα, επειδή η ποίηση τους είναι ξένη. Οι στίχοι της Ελένης Αρβελέρ, που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην «Κ», με τίτλο «Ιστορία του Αγώνα», προστέθηκαν σε μια μακρά ακολουθία στίχων που εξαντλήθηκαν στην επιφάνεια των καλών προθέσεων να υμνηθεί η Επανάσταση, θέμα τόσο ζόρικο που αποδείχτηκε δύσβατο ακόμα και για άξιους ποιητές.
Υποχρεωτική έμπνευση δεν υπάρχει. Σπουδαίοι κατά τα άλλα ποιητές, είδαν την τέχνη τους να καταντάει ρηχή, όταν ένιωσαν υποχρεωμένοι (ή αναγκασμένοι από τις προσδοκίες του κοινού τους) να υμνήσουν πρόσωπα της επικαιρότητας που κατά βάση τούς άφηναν αδιάφορους. Επιστράτευσαν τη ρητορική τους δεξιότητα και μόνο, τη μνήμη των δακτύλων τους, όχι της ψυχής τους. Οπως δεν γινόμαστε Παπαδιαμάντηδες αν γράψουμε για το Πάσχα, δεν γινόμαστε και Σολωμοί αν γράψουμε για το ’21.
Παραείναι βαρύς ο ίσκιος του.
Τη νεοελληνική ποίηση που έσκυψε στο ’21 τη χαρτογράφησε πρώτος ο ποιητής και πεζογράφος Ηλίας Γκρης, το 2011, με την ανθολογία «Το 1821 στην ελληνική ποίηση», απαρτισμένη από 140 ποιήματα (Κέδρος, σελ. 302). Η εικόνα διευρύνθηκε φέτος, με μια νέα ανθολογία. Τίτλος της: «Η ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης: δημοτικό τραγούδι – Νεοέλληνες ποιητές από τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι σήμερα» (εκδόσεις Πατάκη, σελ. 626). Εδώ ο συγγραφέας Κώστας Σταμάτης επιλέγει 205 ποιήματα 140 δημιουργών. Προστίθενται 46 δημοτικά του Αγώνα και άλλα 11 αποδιδόμενα στον Κολοκοτρώνη, τον Μακρυγιάννη, τον Θοδωράκη Γρίβα κ.ά. Απολύτως σωστή και δίκαιη η απόφαση να συμπεριληφθούν δημοτικά (καθώς και κάποια του Τσοπανάκου), ίσως όμως θα έπρεπε να αντληθούν ορισμένα από την έκδοση του Κλωντ Φωριέλ.
Για να τιμηθεί ο νεοελληνιστής που δημοσίευσε πρώτος δημοτικά, το 1824-1825, αναθερμαίνοντας τα φιλελληνικά αισθήματα.
Ισως επίσης, και πάλι τιμής ένεκεν, θα έπρεπε να δημοσιευτούν ένα-δυο δείγματα της αλβανικής δημοτικής ποίησης με θέμα τους επεισόδια ή πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης (έχουν μεταφραστεί στον οικείο μας δεκαπεντασύλλαβο από τον Θωμά Στεργιόπουλο, στην έκδοση «Κάποιοι τραγουδούν δίπλα μας: Ανθολογία αλβανικής δημοτικής ποίησης», Ροές, 2007). Είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Ιστορία να βλέπουμε έναν λαό να δοξάζει στη δική του γλώσσα, στα δικά του ποιητικά μέτρα, τους αγώνες άλλου λαού, γειτονικού ή μακρινού. Ο ανώνυμος Αλβανός τραγουδιστής τίμησε τους αγώνες των Ελλήνων και το 1821 και το 1940. Ενα-δυο τραγούδια, ενταγμένα στο Επίμετρο, σαν ανταπόδοση, δεν θα άλλαζαν τον χαρακτήρα της ανθολογίας.
Η ανθολόγηση αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με την κριτική: δύσκολα πείθουν και οι δύο για την αντικειμενικότητά τους, για την τιθάσευση του προσωπικού γούστου. Στο «γιατί αυτό(ς) και όχι εκείνο(ς)» είναι πάντα δυνατό να δοθούν απαντήσεις, και εννοώ απαντήσεις ικανοποιητικές και όχι το ναρκισσιστικά αυθαίρετο «γιατί έτσι». Θα προσθέσω, λοιπόν, δυο-τρία «ίσως» στα δύο που προηγήθηκαν. Ισως θα ’πρεπε να συμπεριληφθεί στην ποίηση για το ’21 η «Μεσολογγιάς» του πολυγραφότατου συγγραφέα Αντωνίου Αντωνιάδη (1836-1905). Εκπαιδευτικός ο Αντωνιάδης, εξέδωσε τη «Μεσολογγιάδα» το 1876, σε δεκαπεντασύλλαβο και γλώσσα καθαρεύουσα, και κατ’ απομίμηση της «Ιλιάδας», εξ ου και οι 24 ραψωδίες της. Η ποιητική της αξία είναι μικρή, αποτελεί ωστόσο το πιθανώς μοναδικό δείγμα μιας πρώιμης έμμετρης λογοτεχνίας-ντοκουμέντου. Ο συγγραφέας, όπως δηλώνει στον πρόλογό του, ανέπλασε στιχουργικά τις διηγήσεις που άκουσε από γέροντες και γερόντισσες του Μεσολογγίου που είχαν επιζήσει στην Εξοδο.
Τελευταίο «ίσως». Ο Ηλίας Γκρης είχε παρατηρήσει ότι «μόνο τρεις από τους σημαντικούς μας ποιητές δεν κάνουν ούτε μία αναφορά στο ’21», ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης και ο Σινόπουλος. Ισως, σκέφτομαι, θα μπορούσε να φιλοξενηθεί και στις δύο ανθολογίες μια φράση του Αναγνωστάκη από το «ΥΓ.» (1992): «Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν». Για την Επανάσταση, πιστεύω, ο μελαγχολικός κρυφός λόγος, για τα όριά της. Πόσους, ποιητές και μη, δεν μας λυπεί η στάση αυτή των πρωτοκορυφαίων μας;
*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εικόνα είναι έργο του Θανάση Μακρή από την ομαδική εικονική έκθεση «Λόγος περί Ελευθερίας», για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Γκαλερί Σκουφά. Σκουφά 4, Κολωνάκι, Αθήνα - Δήλου 12, Χώρα Μυκόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου