...............................................................
Live streaming ή μαγνητοσκόπηση;
έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12.4.2021)
Εν μέσω της πρόσφατης κρίσης, η μαγνητοσκόπηση και προβολή είναι οι πλέον αρμόζουσες για τους μικρούς και μικρομεσαίους θιάσους. Ωστόσο για κάποιους το σημαντικό είναι να δούμε όχι την «παράσταση» αλλά τη μία συγκεκριμένη φανέρωσή της.
Μόλις και πρόλαβε να δώσει δυο-τρεις παραστάσεις ζωντανά η «Κληρονομιά» του Μαριβό στο «Από Μηχανής» τον περασμένο Οκτώβριο πριν τα θέατρα κλείσουν ξανά. Kι εντούτοις, με την προνοητικότητα προφανώς του σκηνοθέτη της, Γιάννη Νταλιάνη, πρόλαβε να κινηματογραφηθεί με όλα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα.
Πρόσφατα, λοιπόν, η μαγνητοσκοπημένη αυτή εκδοχή της «Κληρονομιάς» βρήκε τον δρόμο να ανεβεί στη διαδικτυακή σκηνή, ώστε όσοι την έχασαν να την παρακολουθήσουν εκ νέου, εξ αποστάσεως και διαμεσολαβημένα.
Ετσι είδα κι εγώ μεταξύ πολλών άλλων την «Κληρονομιά». Και ωστόσο πριν καθίσω να γράψω τις εντυπώσεις μου γι’ αυτήν, μια άλλη παρατήρηση διεκδικεί την αφετηρία των σκέψεών μου. Σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε, βλέπετε, την απόδοση μιας ζωντανής παράστασης, όπως συνέβη ας πούμε στη «Βαβυλωνία» του Εθνικού, ούτε μια καθαρά κινηματογραφική διασκευή της, όπως συνέβη στο παρελθόν με ορισμένες κυρίως ξένες παραγωγές πρώτης γραμμής.
Εχουμε αντίθετα μια καλοστημένη και επιμελημένη, τίμια αποτύπωση της ίδιας παράστασης που δόθηκε στο «Από Μηχανής». Αυτό που μεταφέρει το μοντάζ και η σύνθεση των τριών καμερών επιθυμεί να είναι πάνω-κάτω κάτι αντίστοιχο με ό,τι θα «βλέπαμε» στο κανονικό θέατρο.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια σημαντική διαφορά στις τάξεις του θεάτρου στην οποία αξίζει πιθανόν να αφιερώσουμε το σύντομο σχόλιό μας. Η απόπειρα κάποιων οργανισμών, όπως του Εθνικού, να μεταδώσουν αντί για μια άπαξ μαγνητοσκοπημένη παραγωγή, την αναμετάδοση μιας κατά τα άλλα ζωντανής παράστασης, που ανεβαίνει σε πραγματικό χώρο και χρόνο, έστω και χωρίς τη μαρτυρία των θεατών της, προκάλεσε αρκετές συζητήσεις και διενέξεις στον χώρο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι βέβαια για ποιο λόγο οφείλει ένας συντελεστής να ταλαιπωρείται, ρισκάροντας εκτός όλων των άλλων και την ίδια του την υγεία, όταν το τελικό αποτέλεσμα λίγο πολύ παραμένει το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις…
Σε αυτό το βασικό –και κάπως συντεχνιακό– ερώτημα προσδένονται κι άλλα, που αφορούν την οικονομική αμοιβή του συντελεστή, το κόστος αλλά και το ύφος της συνολικής προσπάθειας. Οπως είναι επόμενο, στη μια περίπτωση, της άπαξ μαγνητοσκόπησης, αυτό που μεταδίδεται ουσιαστικά είναι το αρχείο του θιάσου, η αποτύπωση του ίχνους του.
Ενώ στη δεύτερη, της ζωντανής αναμετάδοσης, ένα μικρό τουλάχιστον μέρος από την αίσθηση του ηθοποιού, που παλεύει εκτός όλων των άλλων με το ρευστό υλικό τού εδώ και του τώρα, κατορθώνει να διατηρηθεί κατά την ψηφιακή διασπορά.
Στην πρώτη περίπτωση έχεις κάτι που θυμίζει ρεπλίκα. Στη δεύτερη, κρατάς κάτι από το γνήσιο, αυθεντικό αποτύπωμα του θεάτρου. Η πρώτη περίπτωση είναι σημαντικά φτηνότερη, ευκολότερη στην εκτέλεση αλλά και στη διάδοσή της. Η δεύτερη είναι σαφώς ακριβότερη, τεχνικά απαιτητικότερη, προσανατολισμένη κάθε φορά σε μια συγκεκριμένη τηλε-ακρόαση (εκτός φυσικά αν η ίδια αυτή αναμετάδοση αναπαραχθεί στη συνέχεια με τη μορφή κόπιας).
Η κοινή λογική λέει επομένως πως η πρώτη επιλογή, της μαγνητοσκόπησης και προβολής, είναι η πλέον αρμόζουσα για τους μικρούς και μικρομεσαίους θιάσους, εν μέσω της πρόσφατης κρίσης. Κι ωστόσο η λογική δεν υπήρξε πάντοτε το μόνο κριτήριο για τα ζητήματα της τέχνης.
Εδώ, για κάποιους το σημαντικό είναι να δούμε όχι την «παράσταση» αλλά τη μία συγκεκριμένη φανέρωσή της, που κι αν πατάει σε μια προετοιμασία και οργανώνεται προηγουμένως στις πρόβες, στην ουσία της δημιουργείται απόψε, μπροστά μας και για χάρη μας, με εμάς τους ίδιους συνδιαμορφωτές της τελικής εικόνας της.
Ουσιαστικά αυτό που γεννά το θέατρο είναι η σύγκλιση των δύο παρόντων, του θεατή και του καλλιτέχνη, με τον χαρακτήρα της συνάντησης και ανταλλαγής. Ακολουθώντας αυτό τον δρόμο, λοιπόν, η ζωντανή αναμετάδοση αγωνίζεται να διατηρήσει κάτι από τη συγκίνηση της ανοικτής πλατείας και να αντιπαραβάλει τις δύο ζωντανές πραγματικότητες, τοποθετώντας τες εκατέρωθεν των πλευρών της οθόνης.
Υπάρχει στο βάθος και μια μικρή ματαιοδοξία... Που μας κολακεύει όταν είμαστε μάρτυρες σε ένα «γεγονός», βιωματικοί δέκτες της παρουσίας του. Είναι το ίδιο που μας παρακινεί να επισκεφτούμε μουσεία για να δούμε από κοντά πίνακες και εκθέματα γνωστά από αναρίθμητες αναπαραστάσεις τους. Στο τέλος-τέλος, όσες φορές κι αν έχεις δει τη «Μόνα Λίζα» σε φωτογραφίες, είναι άλλη η συγκίνηση σαν την πλησιάζεις στο Λούβρο «ζωντανά»….
Αυτό βρίσκεται πιστεύω πίσω από την επιμονή των θιάσων στη μετάδοση ζωντανών παραστάσεων. Χωρίς αυτό να μειώνει ασφαλώς την καλή πρόθεση όλων των υπολοίπων που με τα όσα μέσα διαθέτουν (συχνά δε υπερβαίνοντάς τα) επιχειρούν να κρατήσουν την εργασία τους στον χρόνο δημιουργώντας αρχεία και ανεβάζοντάς τα στο δίκτυο.
Και το αποτέλεσμα είναι, όπως στην «Κληρονομιά» και στις περισσότερες περιπτώσεις, ικανοποιητικό. Ετσι κι αλλιώς, η εικόνα μάλιστα της πρόχειρης, μονοκάμερης, αφώτιστης και κακόηχης καταγραφής ανήκει λίγο πολύ πλέον στο παρελθόν.
Οι περισσότεροι κατανόησαν πως η αποτύπωση μιας παραγωγής σημαίνει πολλά περισσότερα. Είναι εργαλείο διάδοσης της δουλειάς τους αλλά και ο καλύτερος τρόπος για να επανέλθουν κάποτε οι νεότεροι σε αυτούς. Είναι μαζί μέσον προώθησης. Και κάποτε –όπως συμβαίνει τώρα– είναι τελικά ο βασικός αγωγός για την επαγγελματική κατοχύρωση και επιβίωση του καλλιτέχνη.
Το μόνο που μένει να ρυθμιστεί –και το Εθνικό έκανε κι εδώ μια σοβαρή τομή– είναι το ζήτημα της ανταμοιβής όσων συντελεστών εμφανίζονται ή έχουν οργανικά συμμετάσχει στην όποια αναμετάδοση.
Για την περίπτωση και πάλι της ζωντανής αναμετάδοσης τα πράγματα μοιάζουν κάπως πιο καθαρά, εφόσον εκεί έχεις ηθοποιούς που καλούνται να παίξουν για να αναμεταδοθεί η εικόνα τους, δίπλα στην εικόνα του σκηνικού και της ενδυμασίας, μαζί με την αίσθηση του φωτισμού και της μουσικής της παράστασης.
Εκείνο που μένει να ρυθμιστεί από τους αρμόδιους φορείς σε αυτή την περίπτωση δεν είναι άλλο από το ζήτημα της διαχείρισης της κάπως περίεργης εννοιολογικά και δύσκολα υπολογίσιμης προσέλευσης του ψηφιακού κοινού.
Η άλλη περίπτωση όμως μοιάζει αρκετά πιο σύνθετη. Εδώ οφείλει να υπάρχει πρόβλεψη τόσο για την εξ αποκοπής αποζημίωση των συντελεστών όσο και για την συμμετοχή τους στα όποια κέρδη από τη μελλοντική διαδικτυακή αναμετάδοση της εργασίας τους. Κι εφόσον η διασπορά στο διαδίκτυο πολλές φορές είναι άναρχη, πιθανόν η αμοιβή θα καθορίζεται κι εδώ ακολουθώντας τη λογική της απόδοσης των πνευματικών δικαιωμάτων.
Μα αυτά είναι ζητήματα που μένει να ρυθμιστούν και με τη συμμετοχή του συνδικαλιστικού οργάνου των ηθοποιών… Ας μη γελιόμαστε, μια νέα εποχή ξεκινάει, στην οποία κανείς δεν μπορεί πλέον να θεωρήσει τον εαυτό του αδιάβροχο από τη νέα τεχνολογία. Κανείς δεν μπορεί να μην υποκύψει στη δύναμή της. Και κανείς να αποφύγει τη γοητεία της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου