Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

"Ο Κοσμάς" μια παλιά ιστορία της Γιάννας Βλασσοπούλου από το βιβλίο της "Δώδεκα Παλιές Ιστορίες" (εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)

.............................................................






 Γιάννα Βλασσοπούλου














·       "Ο Κοσμάς"

μια παλιά ιστορία της Γιάννας Βλασσοπούλου από το βιβλίο της "Δώδεκα Παλιές Ιστορίες" (εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)



   Η Ασήμω έφταιε, η μαμή, στάχτη και μπούρμπερη στα κόκαλά της, που τόνε τράβηξε απότομα στη γέννα και το 'βγαλε το ποδάρι κι απέ δεν του το σκάριασε καλά κι από τότε περβάταε αλλιώτικα, στρεκλά. Ήτανε και λίγο στραβομούτσουνος, η αλήθεια είναι, το 'φευγε λίγο το πηγούνι κατά τα δεξά κι όλο τον κοροϊδεύανε από μικρόνε. Δεν είχε ο μαύρος κι υποστήριξη. Η μάνα του επέθανε στη γέννα, ο πατέρας του έφυε κι εξαφανίστηκε, δεν ξαναπάτησε στο χωριό ποτές. Έξι εμβάσματα έλαβε όλα κι όλα η βαβά του από την Άφρικα, μετά τίποτα. Τα χνάρια του εχαθήκανε. Μπορεί εκεί κάτου να τόνε φάανε και τίποτα μαύροι. Θεός σχωρέσ' τονε, σκληρός άνθρωπος, μα τόνε πήρε πολύ βαριά το χαμό της Παρασκευούλας.

   Έτσι, εμεγάλωσε στα χέρια της γριάς, πόκανε ό,τι μπόρηε η δόλια να τόνε μεγαλώσει. Στο σκολειό όμως τα γράμματα δεν τα 'παιρνε, δεν τα 'θελε κιόλα. Τ' άρεσε να κοιτάει απ' το τζάμι πέρα μακριά την Εύγηρο, τον ουρανό, τα σύγνεφα, τα χελιδόνια, ούλα τ' άλλα εκτός από τον πίνακα. Έλα που ο δάσκαλος είχε μια τζόρα απ' αγριελιά γιομάτη ρόζους και ο Κοσμάς ήταν ο πρώτος που την εδοκίμαζε κι ο μόνος που έτρωε τόσο πολλές ξυλιές κάθε χρονιά... Μωρέ, όσες και να 'τρωε, δεν τα 'παιρνε τα ρημάδια τα γράμματα. Όσο τα χέρια του γιομίζανε κάλους από τις ξυλιές τόσο το κεφάλι του τού φαινόντανε πως άδειαζε. Σαν από γινάτι. Μπορεί και να 'τανε και το κεφάλι του λειψό για γράμματα, ωρέ δάσκαλε, τι τον παίδευες τον μαύρο τον Κοσμά; Δώσ' του εκεί τίποτα μαστορικό να σου φκιάσει να ιδείς για πότε. Δώσ' του να σου σκαρώσει κάνα πορτόνι, κάνα σκαμνί, κάνα παραθύρι, να ιδείς πώς πιάνουνε τα χέρια του... Να ιδείς αργότερα κάτι κονίσματα πόφκιανε απά στις στροφές, εκεί που πέφτανε και σκοτωνόντανε, Θεός σχωρέσ' τους, αυτήνοι με τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια... Με ό,τι μαστορικό ήθελες καταπιανόντανε ο Κοσμάς από κοντά. Και βγήκε χρυσοχέρης, παναθεμάτονε, αγίους έφκιανε.

   Οι συμμαθητές του, οχτώ τον αριθμό, ο Νικολός ο Διάβακας, ο Παναής ο Τσίλικας, ο Πέτρος του Αειθαλή, ο Θανασάκης ο Αντίπερας, ο Θωμάς του Μαστραντώνη, ο Γιάννος του Δοξαπατρή, ο Ζώης ο Πευκιώτης κι ο Νιόνιος τσ' Αντρειανής τόνε κάνανε παρέα στα διαλείμματα, όχι ότι τον αγαπάανε και τόνε θέλανε στ' αλήθεια, αλλά για να τόνε βάνουνε να κάνει τις διαολιές τους και να πλερώνει τα σπασμένα εκειός. Το 'ξερε αυτό ο Κοσμάς, μα δεν τον έγνοιαζε, έτσι κι αλλιώς οι απαλάμες του είχανε γένει χοντρόπετσες όπως οι φτέρνες του. Αλλά και μοναχά που τόνε κάνανε παρέα, του κρένανε και τον υπολοΐζανε, αυτό τόνε δίκαε τον Κοσμά. 

   Τόνε βάνανε το λοιπόν απάνου και πότε έχωνε απά στην καρέκλα του δασκάλου πριν κάτσει κάνα σκαντζόχοιρα, πότε έβανε το χέρι κάτ' απ' την αμοσκάλη και πρρ... έκανε πως κλάνει, πότε έχωνε στην τσέπη του δασκάλου κάνα φουρδακλά, πότε αμόλαε κάνα ποντίκι ή καμιά μπουσάκα στα ποδάρια του, χαμός στην τάξη... και μετά έπαιρνε φωτιά η τζόρα και χουχούλιαζε τις χούφτες του ο καομοίρης ο Κοσμάς και του φεύγανε τα δάκρυα ποτάμι. Και γελάανε τα παιδιά, γέλαε και ο Κοσμάς κι ας του πονήανε τα χέρια κι όσο γελάανε αυτοίνοι τόσο γέλαε κι ο Κοσμάς. Πολύ τους αρέσανε  οι πλάκες αυτουνώνε, για να τις τρώει όμως ο Κοσμάς. Αλλά από μέσα του ο Κοσμάς ένιωθε και κομματάκι ήρωας, γιατί στην πραγματικότητα ήξερε ότι οι άλλοι ήτανε χέστες, αυτός όμως πόκανε τη δουλειά, αυτός ήτανε δίκαιο να φάει και το ξύλο. 

   Πάντως στα διαλείμματα τόνε παίζανε. Και μακριά γαϊδούρα και ξινή μυζήθρα και κυνηγητό και μπιιιζζζ και βελάγκια... Στα βελάγκια τις πιο πολλές βολές ενίκαε, γιατί ήταν πρώτος στο σημάδι. Εμπόρηε ο Κοσμάς μαθές να κοκκιάρει κουρνάκλα στην κορφή του κυπαρισσού τ' Αγι-Αποστόλωνε. Όταν όμως επαίζανε ξύλο... εδώ έχανε, γιατί ήτανε κοντός και λιανός, αλλά δεν επρόκανε να τρέξει με το ζαβό του, το λειψό του το ποδάρι του, τόνε πιάνανε αμέσως και τόνε σαλακιάζανε. Μια φορά εβάρεσε απάνου στο παιγνίδι κάποιονε κι αυτός έβαλε ο διάολος να 'ναι ο γιος τ' αστυνόμου. Από θύμα θύτης ο Κοσμάς.   

Τι ήτανε να γένει αυτό; Ετρέξανε δελέγκου στον αστυνόμο τα μαντάτα, ετλόου του τόνε σβέρκωσε, και με το δίκιο του που έδωκε η στολή και τα γαλόνια γλες τον επήε άρον άρον στον Σταύρο τον κουρέα και τόνε διάταξε να του ξουρίσει το κεφάλι. Πρώτο νούμερο. Τεντυμπόης ο Κοσμάς. Μάλιστα. Κι απέ τόνε γυρίζανε γύρα στο χωριό και τόνε κοροϊδεύανε ούλοι οι κοινσόλοι... κουρεμάδι γίδι πάει στο πανηγύρι...
   Περάσανε τα χρόνια κι ο Κοσμάς επέρασε την εφηβεία του μ' ένα τσούρμο γαλιά κι ένα καλάμι να τα σαλαγάει πέρα στα Παλιοχώραφα και να σκαρώει φλοέρες μ' αγριοκάλαμα, να φκιάνει λαστιχέρες και να σκαλίζει γκλίτσες. Καμιά φορά, εκατέβαινε στις σούδες της Μέσα Βρύσης και μάζευε χέλια, πήαινε στον ξερόλομπο κι άκουγε τους φουρδακλάδες να τραγουδάνε, τη νύχτα ακουρμαινόνταινε ν' ακούσει τη φωνή του γκιώνη, του βαλμά, το πάτημα τσ' αλούπως και τ' έσβου. Αγάλι αγάλι εκατάλαβε πως ένιωθε μια ξεχωριστή έγνοια για τα ζωντανά. Φανερώθηκε όταν, μια φορά, γιατροπόρεψε το τσακισμένο φτερό ενός αητού που τονε βρήκε έτοιμο να ψοφήσει στο δρόμο για τ' Αγραπιδάκι. Ο αητός όταν έγιανε, αφού βδομάδες έτρωε απ' τη φούχτα του Κοσμά, δεν έφυε ποτέ από σιμά του. Ακόμα εδεκεί τον έχει. Κατοικίδιο που λένε. Έχει γιάνει σπασμένες φτερούγες και ποδάρια από τότε ο Κοσμάς... 

   Έμαθε το λοιπόν απ' τον γερο-Βεσκούκη την τέχνη να φκιάνει τα σπασμένα ποδάρια από τα ζωντανά. Τα 'πιανε απαλά και τα καθάριζε, τα ίσωνε προσεχτικά, τα 'βανε απά σ' ένα κομμάτι από τάβλα ή τα καλάμωνε γύρω τριγύρω και μετά τα 'δενε με λωρίδες από σεντόνι, αφού πότιζε λάβδανο από πριν τα ζωντανά να μην πονούνε, μέχρι "να πιάσει το κόκαλο". Πουλιά, σκυλιά, μαρτίνια, ό,τι μπορούσε το 'κανε ο μαύρος ο Κοσμάς για να τα γιάνει. Πιο πολύ γιατί ήτανε καλόκαρδος και πονετικός. Γιατί ήτανε παθώς μαθές.

   Φαντάρο δεν τόνε πήρανε τον Κοσμά. Ι5 είπανε λόγω ανικανότητας, προστάτης της βαβάς του, δεν ξέρει... Αργότερα μια θεια του, η Βασίλω, του προξένεψε μιαν αγαθούλα από 'να κοντινό χωριό, την Ανάστω. Φτωχούλα κι αρφανή ήτανε κι η Ανάστω - γιατί ο Κοσμάς τι ήτανε - , την επήρε και εκάμανε χωριό. Ένα βράδυ, εδεκεί στη γωνιά μάλιστα π' άπλωσε η Ανάστω το χέρι της από μοναχή της και του επήρε το ποδάρι και του το 'τριψε με ζεστό νερό και πράσινο σαπούνι και μ' έναν καρφοβέλονα του 'βγαλε απ' την πατούσα μιαν άτιμη  σκλήθρα απ' ασβελαχτό που τονε τσίγκλαε μέρες, εκειό το βράδυ την αγάπησε ο Κοσμάς την Ανάστω. Και μετά από εννιά μήνες εγέννησε η Ανάστω μια κοπέλα που τήνε βγάλανε στ' όνομα της μακαρίτισσας της βαβάς του. Ακριβούλα. Και πέρασε ο καιρός... περάσανε τα χρόνια...

   Στα χρόνια που περάσανε στο αναμεταξύ, οι συμμαθητές του Κοσμά έτυχε όλοι να φύουνε και να κάμουνε προκοπή μακριά. Ο Νικολός ο Διάβακας, ο λέλεκας έγινε γιατρός, χειρούργος μάλιστα στην Αθήνα, σ' ένα μεγάλο νοσοκομείο, μεγάλος και τρανός λένε, έκαμε οικογένεια κι έρχεται κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Ο Παναής ο Τσίλικας κι ο Πέτρος του Αειθαλή καζαντίσανε στην Αστράλια με μαγαζά κι επιχειρήσεις, προκόψανε και πλούτισαν, μετά από χρόνια, έρχονται κι αυτοί τώρα και ξεκαλοκαιριάζουνε με τις φαμελιές τους. Ο Θανασάκης ο Αντίπερας, ο βαρέλας, έχει φορτηγά στην Πάτρα, κάνει ταξίδια μεταφορών Πάτρα-Ιταλία, έχει κι αυτός παιδιά, έρχεται δω συχνά πυκνά, έχει φκιάσει κι ωραίο δίπατο απά στην κορφή στο χωριό με θέα όλο τον κάμπο ως την Κεφαλονιά. Ο Θωμάς του Μαστραντώνη ο  κοκκινομάλης, έγινε δικηγόρος στην Αθήνα, κάποια στιγμή πολιτεύτηκε κιόλας, χωρίς καμιά ξεχωριστή επιτυχία, δεν επαντρεύτηκε, έρχεται πολύ συχνά στο χωριό, ανακατώνεται με τους Συλλόγους για το καλό του τόπου και του νησού. Ο Γιάννος του Δοξαπατρή, ο ποντικομούρης που τόνε λέανε, έχει στον Πειραιά κέντρο διασκέδασης, πάνε πολλοί χωριανοί, διασκεδάζουνε και περνάνε ωραία, όπως λένε. Έρχεται κι ο Γιάννος εδώ, έρχεται. Ο Ζώης ο Πευκιώτης, του δραγάτη, έγινε καθηγητής μαθηματικός, διορίστηκε κάπου στα Γιάννενα, παντρεύτηκε κει και πηγαινοέρχεται όλα τα χρόνια, σιμά είναι άλλωστε. Κι ο Νιόνιος τσ' Αντρειανής, γελαστερός και πλακατζής, καπετάνιος στα καράβια, γεροντοπαλίκαρο, κάθε λιμάνι και γυναίκα λέει, έχει γυρίσει όλο τον κόσμο και κάθε χρόνο πόρχεται στο χωριό, αραδιάζει ιστορίες απ' όλο τον κόσμο στα καφενεία, αλήθειες, ψέματα...

     Μαζεύονται όλοι λοιπόν οι «φίλοι» του οι παιδικοί, οι συμμαθητές του, χρόνια, πότε στο καφενείο της πλατείας, με τις ακακίες κοντά στη βρύση, πότε στο παρακάτου με την κληματαριά και τον βαθύ τον ίσκιο. Περνάει ο Κοσμάς και τους βλέπει να πίνουν τα ουζάκια ή τις μπίρες τους, να τσουγκράνε τα ποτήρια τους, να τρώνε τους μεζέδες τους, να καλαμπουρίζουνε, ένα «κόπιασε» στον Κοσμά δεν χαλαλίζουνε. Πολλές φορές έλαχε να κάθεται απόξου απ’ το καφενείο του Λια και να τους βλέπει να χορεύουνε όλη η αντροπαρέα την «κοντούλα τη λεμονιά» ή τα «μανουσάκια μανουσάκια, μόσκους και γαριφαλάκια» και μια φορά ένα «έλα στην παρέα μας, μωρέ Κοσμά» δεν άκουσε… δε βαριέσαι… έτσι… να τον καλέσουνε να κάτσει στο τραπέζι τους μια φορά, να τον κεράσουνε ένα κρασί… Μοναχά αν πέσουνε απάνου του στο δρόμο καμιά φορά, «τι γίνεται ωρέ Κοσμά», όπως και σε κάθε άλλονε χωριανό, όχι πως ήτανε συμμαθητές και κάμανε τόσες και τόσες αντράλες και σκανταλιές μαζί.

   Το ‘χει παράπονο ο Κοσμάς που δεν τόνε φωνάξανε αντάμα τους ποτέ. Λες και τ’ αλησμονήσανε ούλα, σαν να σβήσανε εκειό τον μαύρονε τον πίνακα του δασκάλου, όπως εκειός έσβηε γλήγορα γλήγορα τα λάθη και τις μουντζούρες του Κοσμά. Εκείνοι ούλοι ταξιδέψανε μαθές, ενώ αυτός δε βγήκε παρόξου απ’ το χωριό, ποτές, μόνο ως τη Χώρα, ούτε φαντάρος πήε για να γνωρίσει έστω άλλον έναν τόπο, ούτε ως την Αθήνα δεν έλαχε να πάει, το πιο μακρύ ταξίδι του μέχρι τα Γιάννενα, όταν πήρε το «χαρτί» της η Ακριβούλα. Το ‘χει μαράζι που λες που δεν τόνε βάνουνε από κουβέντα, γιατί από τα παιδικά του, τα καλύτερά του χρόνια μονάχα αυτουνούς θυμάται ο Κοσμάς. Μετά… ήρταν τα βάσανα της ζωής. Μα κάθε καλοκαίρι που τους βλέπει, όλο κι ένα αγκάθι τόνε σουβλάει μες στην ψυχή, όλο και περιμένει το έλα να πιούμε ένα ουζάκι παρέα, ωρέ Κοσμά…» Αυτό το «έλα» που δεν έρχεται…

   Τούτο το καλοκαίρι που λέτε ο Κοσμάς είναι χαρούμενος. Είναι χαρούμενος γιατί παντρεύει την Ακριβούλα του. Ναι, η Ακριβούλα εμεγάλωσε και τα ‘παιρνε μια χαρά τα γράμματα. Εσπούδασε κι έγινε νηπιαγωγός, επήρε και το πτυχίο της και με καλό βαθμό και φέτος θα ‘ρτει στο χωριό να παντρευτεί τον αγαπημένο της που είναι δάσκαλος κι είναι από το Θιάκι.

   Θα γίνει ο γάμος το λοιπόν δεκαπενταύγουστο στην Αγια-Ελεούσα και ο Κοσμάς με την Ανάστω έχουνε κλείσει το κέντρο στην πλατεία για το γλέντι. Ο Κοσμάς όμως ζήτησε απ’ τον γαμπρό του και την κόρη του μία μεγάλη χάρη. Θέλει να καλέσει στο γάμο τους οχτώ αγαπημένους του συμμαθητές, που πέρασε μαζί τους τα πιο ωραία του, τα παιδικά του χρόνια. Έφτιαξε λοιπόν οχτώ ειδικές χειρόγραφες προσκλήσεις: Π.χ.



Προς τον αγαπητό μου φίλο και συμμαθητή Νικολό Διαβάκα

                                       Φίλτατε Νικόλαε

Προς χάριν της παλαιάς φιλίας και συμμαθητείας που μας ένωνε

   ελπίζω να κάνεις την τιμή προς εμέ και την οικογένειά μου,

     και να έλθεις εις τον γάμον της θυγατρός μου την επαύριον

                  εις την Αγίαν Ελεούσαν, μετά την λειτουργίαν.

                                 ΥΓ. Άνευ δώρων παρακαλώ

                ένεκα που σας προσκαλώ τελευταίαν στιγμήν.

                                     Με βαθείαν εκτίμησην

                                    Κοσμάς Μπούρμπουλας



   Έγινε ο γάμος το λοιπόν κι όλα ήτανε όμορφα, απλά κι ωραία. Όλο το χωριό τόνε τίμησε τον Κοσμά. Κι οι συμμαθητές του πρώτοι πρώτοι του κάμανε την τιμή και τη χάρη. Κι αυτός καμαρωτός καμαρωτός, με το α λα Χίτλερ μουστακάκι του, μέσα στο μαύρο του σακάκι, παρέδωσε συγκινημένος την Ακριβούλα στον Διονύση για να ζήσουνε καλά και μονιασμένα.

   Και το βράδυ στην πλατεία ο Κοσμάς χόρεψε με όλους τους παλιούς συμμαθητές του και την «κοντούλα λεμονιά» και τη «μηλιά που ‘ναι στον εγκρεμνό τα μήλα φορτωμένη».

   Τώρα το ξημέρωμα, μετά το γλέντι, φαντάζομαι ότι ο Νικολός, ο Παναής, ο Πέτρος, ο Θανασάκης, ο Θωμάς, ο Γιάννος, ο Ζώης κι ο Νιόνιος πολύ θα εγελάσανε όταν στην τσέπη του σακακιού τους μαζί με τη μπουμπουνιέρα τους βρήκανε κι ένα κουτί που μόλις τ’ ανοίξανε πετάχτηκε από μέσα μια μπουσάκα…

   …γιατί πάντα εξεκαρδιζόντανε στα γέλια με τα καλαμπούρια του Κοσμά…


γλωσσάρι: 

σκαριάζω: στερεώνω
τζόρα: χοντρή βέργα
πορτόνι: καγκελόπορτα
κρένω: μιλάω, φωνάζω
μπουσάκα: καφετής φρύνος της ξηράς, φαρδύς και πλαδαρός, που εκκρίνει για άμυνα νερό με άσχημη μυρωδιά 
κοκκιάρω: σημαδεύω και πετυχαίνω
κουρνάκλα: κουρούνα
γαλί: γαλόπουλο
κόνσολας: αλάνι, μόρτης, πειραχτήρι
λαστιχέρα: σφεντόνα
φουρδακλάς: πράσινος βάτραχος του νερού
ακουρμαίνομαι: ακούω με προσοχή
βαλμάς: ο γκιώνης
αλούπω: η αλεπού
έσβος: ο ασβός
ασβελαχτός: ασπάλαθος, αγκαθωτός θάμνος
μαρτίνι: κατσίκα, αρνί (οικόσιτο ζώο)
σαλακιάζω: χτυπώ, δέρνω πολύ

Δεν υπάρχουν σχόλια: