............................................................
Νίκος Γ. Δαββέτας (γ.1960)
Νίκος Γ. Δαββέτας (γ.1960)
· «Η Τρίτη Διεθνής»
διήγημα του Νίκου Δαββέτα από τη συλλογή «Ιστορίες μιας ανάσας» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2002)
Πέρασα οκτώ χρόνια παντρεμένος, με δύο
διαφορετικές γυναίκες. Ακολούθησαν ισάριθμα διαζύγια κι άπειρες εφήμερες
σχέσεις. Από τον έγγαμο βίο δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. Μάταια
προσπαθώ κάποιες στιγμές να φέρω στο μυαλό μου έστω μια εικόνα. Δύο τετραετίες
γράμμα νεκρό, οθόνη που χιονίζει. Κάπου κάπου συλλαμβάνω τον εαυτό μου να
περιφέρεται μ’ ένα ποτήρι κρασί σε φωταγωγημένα δωμάτια. Α, ναι! οι μόνες
εικόνες που θυμάμαι είναι κάποια ατέλειωτα οικογενειακά γεύματα, κοινωνικές
υποχρεώσεις, με φαγητά, γλυκά και ποτά στοιβαγμένα μπροστά μας. Το μόνο τελικά
που μου απέμεινε ύστερα από δυο γάμους είναι μια αίσθηση βαρυστομαχιάς, μια
ξινίλα που φτάνει ως το φάρυγγα το βράδυ και σηκώνομαι για να ρευτώ. Κι όμως,
και τις δύο φορές παντρεύτηκα από έρωτα. Με ένα πάθος που μ’ έκανε να ξεσκίζω
τα σεντόνια από την αϋπνία. Τώρα, με βολεύει να φαντάζομαι όλες τις πρώην μου
νεκρές. Τις φαντάζομαι θύματα ενός τροχαίου δυστυχήματος ή μιας ύπουλης ανίατης
ασθένειας. Οι ψυχολόγοι θα έλεγαν πως αυτό δημιουργεί μια καθησυχαστική εικόνα
μες στο ταραγμένο μυαλό μου. Ζωντανές είναι μια διαρκής απειλή, πεθαμένες
μεταβάλλονται σε οδυνηρές μεν, αλλά συνάμα ακίνδυνες αναμνήσεις. Το χειρότερο
που μπορώ να περιμένω πια από αυτές είναι μόνο η κηδεία τους.
Τελικά τι είναι αυτό που φέρνει κοντά δυο ανθρώπους; Ίσως ένα τραγούδι.
Ξέρω ελάχιστα ωραία τραγούδια. Κανένα δεν μ’ έφερε τόσο κοντά σε μια γυναίκα,
ώστε να θέλω να την οδηγήσω στην εκκλησία, όσο ο ύμνος της Τρίτης Διεθνούς.
Ήμαστε πρωτοετείς φοιτητές, ωραίοι, ανέμελοι και παρθένοι. Ήταν Πρωτομαγιά,
έκανε ζέστη αφόρητη. Κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, οι συγκεντρωμένοι εργάτες
δυσανασχετούσαν με τις ατέλειωτες ομιλίες, εμείς όμως πιασμένοι χέρι χέρι στην
πρώτη γραμμή χαμογελούσαμε ευτυχισμένοι, αντικρίζοντας το μέλλον μας στα
σκαμμένα πρόσωπα των εργατών μετάλλου, που είχαν έναν λόγο παραπάνω να
βρίσκονται ανάμεσά μας. Από εκείνη την εποχή δεν θυμάμαι κανέναν που να έγινε
μαρξιστής διαβάζοντας Μαρξ. Οι περισσότεροι είμαστε αριστεροί επειδή το
απαιτούσε η νεότητα, αυτή η αιώνια μόδα που θέλει τα μοντέλα της είκοσι
τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο στους δρόμους, να επιδεικνύουν το εξεγερμένο
τους κορμί. Σε λίγο η πορεία ξεκίνησε. Σε βοήθησα να σηκώσεις το μοβ πανό με το
σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος – «Ο εργάτης δεν είναι φαλλοκράτης». Όλοι
μας λοξοκοιτούσαν, αλλά εμείς τραγουδούσαμε «Εμπρός της γης οι κολασμένοι…» και
αγγιζόμαστε. Με χάιδευες κάτω απ’ την κοιλιά, σ’ ακουμπούσα στα στήθη, έγερνες
πάνω μου, κι εγώ έκανα πως στηριζόμουνα στο γυμνό ώμο σου. Θα μπορούσαμε να
είχαμε «τελειώσει» και οι δυο εκεί, στα όρθια, κάτω από τα κόκκινα λάβαρα και
τις σφιγμένες γροθιές. Βρεθήκαμε στο κρεβάτι σου την άλλη μέρα. Η έξαψη είχε
χαθεί. Αντί για γλυκόλογα, μου ψιθύριζες διαρκώς «το προφυλακτικό, το
προφυλακτικό», κι εγώ προσπαθούσα να βρω τον τρόπο να το φορέσω, χωρίς να μου
«πέσει». Έχυσα τρεις φορές πάνω σου παραμένοντας έτσι παρθένος μέχρι το επόμενο
ραντεβού μας, το οποίο όμως δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί ποτέ. Το ίδιο βράδυ
μπούκαρε στο σπίτι σου η αστυνομία. Είχανε, λέει, την πληροφορία ότι ήσουνα
στέλεχος εξτρεμιστικής ομάδας. Κατάσχεσαν τη γραφομηχανή σου, τα
απομνημονεύματα της Κρούπσκαγια, το Δεύτερο
Φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ και την κιθάρα σου. Σχεδόν χαράματα, βρέθηκα
στην Ασφάλεια με τη μάνα σου και έναν δικηγοράκο της συμφοράς. Προσπαθούσαμε να
σε δούμε, αλλά, όπως μας πληροφόρησε ο αξιωματικός υπηρεσίας, θα σε βλέπαμε
μόνο όταν θα ολοκληρωνόταν η προανάκριση. Πέρασαν τρεις εφιαλτικές μέρες, ώσπου
να σε δω για ένα δεκάλεπτο. Εκεί, παρουσία του φύλακα, σου ζήτησα να με
παντρευτείς. Ήταν μια λύση. Πίστευα πως η υπόθεσή σου θα αντιμετωπιζόταν
διαφορετικά από τους δικαστές, αν έβλεπαν ότι είχες μια σοβαρή σχέση μ’ ένα
νομοταγή πολίτη, που καταγόταν μάλιστα από δεξιά οικογένεια. Αρνήθηκες
κατηγορηματικά. Ευτυχώς, γρήγορα η ιστορία «ξεφούσκωσε» κι εσύ αποφυλακίστηκες.
Έφυγες αμέσως για το χωριό σου, χωρίς να μου πεις έστω μια κουβέντα. Τις
προάλλες, όταν μου μίλησες στο δισκοπωλείο, τρόμαξα να σε αναγνωρίσω. «Δεν
έχεις αλλάξει καθόλου», μου είπες. Λυπάμαι που δεν μπορούσα να πω το ίδιο και
για σένα. Η ζουμερή φοιτήτρια είχε δώσει τη θέση της σε μια παχύσαρκη νοικοκυρά
που αγόραζε χριστουγεννιάτικες μελωδίες για τα τρία καλικαντζαράκια που
συνόδευε. Ω, ναι! σε προτιμούσα νεκρή. Χρόνια τώρα, όταν σε σκεφτόμουν, ήλπιζα
πως είχες πέσει θύμα του παρακράτους. Φανταζόμουνα για σένα ένα γενναίο θάνατο,
ήρεμο και αξιοπρεπή. Κοίταξες με τρόπο την κασέτα των U2 που
κρατούσα και με ρώτησες πονηρά: «Ανύπαντρος;»
«Χωρισμένος.
Κι εσύ, μια φανατική φεμινίστρια, πώς και το αποφάσισες;» σε ρώτησα περνώντας
στην αντεπίθεση.
«Μ’
έπεισε ο Κώστας. Τον θυμάσαι τον Κώστα, τότε στην Ασφάλεια;»
«Ποιος Κώστας, ο δικηγοράκος;»
«Ναι, αυτός».
«Μα
αυτός ήταν μαύρη αντίδραση…»
«Α,
δεν έχεις δίκιο. Όταν πρωτοκάναμε τότε έρωτα, ξέρεις τι ωραία μου τραγούδαγε
την Τρίτη Διεθνή;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου