Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

"Η πλατεία ήταν γεμάτη: η έννοια του πλήθους στη λογοτεχνία" έγραψε η Ελένη Παπαργυρίου ("Ανοιχτό Βιβλίο" - "Εφημερίδα των Συντακτών", 2.6.2019)

..............................................................

Η πλατεία ήταν γεμάτη: η έννοια του πλήθους στη λογοτεχνία


 



Στην πρόσφατη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης δεσπόζων θεματικός άξονας ήταν το «Πλήθος ως πρωταγωνιστής στη λογοτεχνία και την Ιστορία». Γύρω από αυτό το θέμα πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις και ομιλίες φωτίζοντας διαφορετικές εκφάνσεις του.
Σε μία εξ αυτών υπό τον τίτλο «Αψυχες φιγούρες από χαρτόνι» (δάνεια φράση από το «Πλήθος» του Ανδρέα Φραγκιά) και με εισηγητές τον Γιώργο Περαντωνάκη (φιλόλογο και κριτικό λογοτεχνίας) και την Ελένη Παπαργυρίου (επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών) -αμφότεροι συνεργάτες του Ανοιχτού Βιβλίου- και συντονιστή τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (κριτικό λογοτεχνίας), τέθηκε το «πλήθος» στο μικροσκόπιο της Λογοτεχνίας και της Κριτικής - το «πλήθος» ως άθροισμα ατομικοτήτων ή συλλογικοτήτων με όλες τις μεταμορφώσεις και τις μετωνυμίες του, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τη μετανεωτερική εποχή μας, αλλά και το πλήθος ως πεδίο ποιητικής ή πεζογραφικής πρόσληψης του κόσμου μέσα από νεοελληνικά παραδείγματα και θεωρητικές επισημάνσεις.
Σήμερα δημοσιεύουμε, σε συντομευμένη μορφή, αυτές τις δύο ερεθιστικές προσεγγίσεις. Μ. ΦΑΪΣ



Ωστόσο αν η χωροχρονική σύµπτωση είναι απαραίτητη και πάγια προϋπόθεση για να εννοιολογηθεί το πλήθος, η αναπαράστασή του στο λογοτεχνικό πεδίο πρέπει υποχρεωτικά να ιστορικοποιηθεί. Αν και το θέµα είναι πολυδιάστατο, το απλοποιηµένο σχήµα που προτείνω εδώ διακρίνει ανάµεσα στα χαρακτηριστικά αυτής της αναπαράστασης σε τρεις εποχές: την προνεωτερικότητα, τη νεωτερικότητα και, τέλος, τη µετανεωτερικότητα.
Το προνεωτερικό λογοτεχνικό στάδιο στην Ελλάδα ολοκληρώνεται µε την εξασθένιση του ροµαντισµού, δηλαδή γύρω στο 1880. Στα χρόνια που προηγήθηκαν οι εθνικές επαναστάσεις στοιχειοθέτησαν µια λογοτεχνική εικόνα του πλήθους που λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο και διεκδικεί ως ένα, κινούµενο προς µια κατεύθυνση ως κύµα µονοφωνικό. Στους θούριους των Επτανήσιων ποιητών της προεπαναστατικής εποχής, όπως του Αντώνιου Μαρτελάου, το πλήθος (ο λαός ή το έθνος) καλείται να ξεσηκωθεί και να θυσιαστεί για τον εθνικό αγώνα: «Τα όπλα ας λάβωµεν, /άγωµεν, πατριώτες, άγωµεν· /ας τρέξει και αθώο αίµα /για τη λευτεριά». Αντίστοιχα, στον «Υµνο εις την Ελευθερίαν» του Σολωµού το πλήθος των επαναστατηµένων, ζωντανών Ελλήνων –άνισο, καθώς στρατιωτικά οι Τούρκοι υπερτερούν– αντιδιαστέλλεται προς το πλήθος των νεκρών Ελλήνων που βγαίνουν από το χώµα σε µια γοτθικής υφής σκηνή νεκρανάστασης: «Ολη η µαύρη µυρµηγκιάζει, /Μάυρη η εντάφια συντροφιά, /Σαν το ρούχο όπου σκεπάζει/ Τα κρεβάτια τα στερνά. / Τόσοι, τόσοι ανταµωµένοι / Επετιούντο από τη γη, /Όσοι είν’ άδικα σφαγµένοι/ Από τούρκικην οργή». 


Δ. Σολωμός, Κ. Παλαμάς

Αν στην περίπτωση της προνεωτερικότητας υπάρχει ταύτιση ως προς τους σκοπούς των µελών που απαρτίζουν το πλήθος, αυτό που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική αναπαράσταση του πλήθους στη νεωτερική εποχή είναι η αντιστικτική του σχέση µε το άτοµο. Δηλαδή δεν βλέπουµε το πλήθος ως µια φωνή που µάχεται, διαµαρτύρεται ή απαιτεί, που θρηνεί ή θριαµβεύει, που επευφηµεί τον βασιλιά ή στηλιτεύει τον τύραννο. Το πλήθος στoν νεωτερικό λόγο λειτουργεί ως ασύµφωνος παράγοντας µε ατοµικές τοποθετησεις, διεκδικήσεις και επιθυµίες. Αντίστροφα το άτοµο περιδινίζεται µέσα στο πλήθος χωρίς να ταυτίζεται και χωρίς να εντάσσεται σε αυτό. Κατά συνέπεια το πλήθος στην εποχή της νεωτερικότητας περιχαρακώνει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την έννοια της ατοµικότητας.
Διατρέχοντας πρόχειρα παραδείγµατα από το αρχείο της ελληνικής λογοτεχνίας από το γύρισµα του 20ού αιώνα και έπειτα βλέπουµε ότι το πλήθος δεν περιγράφεται συνήθως ως κρίσιµη µάζα εξωτερικά, αλλά µέσα από το πρίσµα ενός υποκειµένου που βρίσκεται σε προβληµατική αντίθεση µε αυτό. Στο ποίηµα «Αγορά» του 1896 ο Παλαµάς αναπτύσσει την ασυµφωνία του υποκειµένου µε ένα σύνολο ανθρώπων που θα το κρίνει δηµόσια: «σέρνε στην αγορά τη γύµνια του κορµιού σου/ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου».
Ο Παλαµάς επεξεργάζεται την ιδέα του ξένου, του άλλου και αλλότριου, που ορίζεται ακριβώς σε αντίθεση µε την ιδέα των πολλών που συντάσσονται εναντίον του. Στο καβαφικό ποίηµα «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» του 1924 ο πραγµατευτής που φτάνει στην Αλεξάνδρεια παρασύρεται από την οχλαβοή του πλήθους της µητρόπολης που πανηγυρίζει τις ψευδείς ειδήσεις που έχει σπείρει το παλάτι ότι ο Αντώνιος επικρατεί στη ναυµαχία του Ακτίου: «Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά». Το πλήθος εδώ λειτουργεί ως όχλος που συντονίζεται στη βάση της πολιτικής ψευδαίσθησης που εκπορεύεται από την προπαγάνδα. Ωστόσο χρειάζεται να έρθει το πλήθος αντιµέτωπο µε το (ανίδεο) άτοµο προκειµένου να φανεί, στα µάτια του αναγνώστη αυτή τη φορά, το µέγεθος της απάτης. Τέλος, στο ποίηµα «Ο πόλεµος» του Μανόλη Αναγνωστάκη από την πρώτη του συλλογή Εποχές (1945) το πλήθος ζητωκραυγάζει το τέλος του στρατιωτικών συγκρούσεων, ενώ το αφηγηµατικό υποκείµενο διαπιστώνει την πλάνη του «Ετέλειωσεν ο πόλεµος!» βλέποντας παντού ακέφαλα πτώµατα: «Υστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σηµαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεµιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές/ Πτώµατα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σαν µεθυσµένα όταν βαρούσανε οι καµπάνες».
Ας πάµε σε δύο πεζογραφικά παραδείγµατα. Το πρώτο προέρχεται από το µυθιστόρηµα Η χαµένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (1976), µε θέµα τo πολιτικά θερµό καλοκαίρι του 1965 που οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Πολλές είναι οι σελίδες που αφιερώνονται στο κείµενο στα πλήθη που συγκεντρώνονται στο κέντρο της Αθήνας για να διαδηλώσουν ενάντια στις παρεµβάσεις του παλατιού και να διεκδικήσουν την επιβολή του συνταγµατικού άρθρου 1-1-4. Θεωρώ, ότι ιδιαιτέρως φορτισµένα από πολιτική άποψη είναι τα σηµεία του κειµένου όπου η Φλώρα, Αµερικανίδα δανοελβετικής καταγωγής, συµπαρασύρεται από το πλήθος που επευφηµεί τον Παπανδρέου χωρίς όµως να ταυτίζεται ποτέ ουσιαστικά µε αυτό:
«[...] τι γύρευες εσύ να τρέχεις µ’ αυτούς όλους τι σ’ έκοφτε αν θα κυβερνούσε ο Παπανδρεόυ ή ο βασιλιάς τι σ’ έκοφτε τώρα πια. Νόβας ή Δόβας έγραφαν σ’ ένα πανώ ποιος ήξερε τι θέλαν να πουν πολύ µπερδεµένα και σκοτεινά τα πολιτικά τους τι γυρεύουµε εµείς οι ξένοι κι ανακατευόµαστε. [...] Δυνάµωναν τώρα οι ιαχές του πλήθους δεν καταλάβαινες πια τι λεγαν µέσα στο κατσαριδάκι και τι φώναζαν έξω µόνο στόµατα έβλεπες ν’ ανοιγοκλείνουν και χέρια να χειρονοµούν [...]. Σκέφτηκες πως αν έκοβες µέσα από τα Εξάρχεια θα έφτανες κάποτε σπιτάκι σου να ησυχάσεις πια κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει».
Μανόλης Αναγνωστάκης, Στρατής Τσίρκας, Αλέξανδρος Κοτζιάς
Το δεύτερο παράδειγµα προέρχεται από το µυθιστόρηµα Αντιποίησις αρχής του Αλέξανδρου Κοτζιά (1979). Ο Μένιος Καρδερίνης, ένας ασήµαντος και µωροφιλόδοξος χαφιές της χούντας, περνάει µέσα από το πλήθος που κατεβαίνει στο κέντρο της Αθήνας γύρω από το Πολυτεχνείο τον Νοέµβριο του 1973. Ο Καρδερίνης παρατηρεί το πλήθος χωρίς να µπορεί να καταλάβει τι είναι αυτό που το ενώνει και τι είναι αυτό που διεκδικεί.
«Στρίβουνε τώρα στην Πανεπιστηµίου, τείχος οι πλάτες και παραµερίζουνε δύσκολα στο κορνάρισµα. Από τη µια ως την άλλη άκρη της λεωφόρος µερµηγκιά ο όχλος τ’ αµάξια ακίνητα όπως στο γιουσουρούµ τις Κυριακάδες ή στους εορτασµούς, µεταβίας τσούλησε το πεζώ πέντε δέκα µέτρα. [...] Την ίδια στιγµή µια οµοβροντία και κατόπιν οι πυροβολισµοί χαλάζι µάλλον από την Κοραή, το τεράστιο κοπάδι ανάδεψε ποδοβολητό χύθηκε σκορπίζοντας. Εξαφανίζονται οι αναρχικοί τρεχάλα στις παρόδους ή κολλήσανε στους τοίχους στα σκοτεινά καταστήµατα πάνω στα κατεβασµένα ρολά, τρυπώνουν στις στοές στις εξώθυρες στους δυο κινηµατογράφους, επίσης ολοσκότεινοι, άδειασε η λεωφόρος οι πιστολιές απανωτές από τη µεριά της Κλαυθµώνος από την Οµόνοια[».
Στα µάτια του Καρδερίνη ξεδιπλώνεται µια παράλογη σκηνή. Οι αγωνιστές των δρόµων γύρω από το Πολυτεχνείο είναι αναρχικοί, συγκεντρώνονται και διαλύονται χωρίς λογική, η κίνησή τους τον υπνωτίζει. Κι εδώ, όπως και στην περίπτωση της Χαµένης Άνοιξης του Τσίρκα η στίξη στις σκηνές αυτές είναι ελλιπής, για να δηλώσει ακριβώς την καταιγιστική ορµή της κίνησης πλήθους ανθρώπων που κινείται συνταγµένα.
Η νεωτερικότητα θέτει το άτοµο αντιµέτωπο, κριτικά και ουσιαστικά, µε τη µάζα ανθρώπων που γεµίζει τους δρόµους ανεµίζοντας σηµαίες. Κι αυτή η αντίθεση, θεωρώ, δεν είναι παρά το πρώτο βήµα για την κατάλυση –ή και την καταστροφή ακόµα– της έννοιας του πλήθους ως µονοφωνικού µορφώµατος που κινείται συνταγµένα. Στην εποχή της λογοτεχνικής µετανεωτερικότητας, που στην Ελλάδα κορυφώνεται στις δεκαετίες του 1980 και ’90, παρατηρούµε ότι σπάνια παρουσιάζονται πλήθη: εµφανίζονται, αντίθετα, ατοµικές πορείες σαν µοναδικοί κοµήτες µέσα σε ένα στερέωµα άστρων που απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Οι ηρωίδες στα πρώτα µυθιστορήµατα της Ευγενίας Φακίνου (όπως, για παράδειγµα, στο Εβδοµο Ρούχο) κινούνται περιχαρακωµένες στα όρια της ατοµικότητάς τους. Αντίστοιχα, οι αναζητήσεις των κεντρικών προσώπων στα πρώτα µυθιστορήµατα της Αντζελας Δηµητρακάκη, του Γιώργου Ζαρκαδάκη, της Σώτης Τριανταφύλλου, περιφέρουν την ατοµική τους ιδιοσυστασία στην Ελλάδα και εκτός αυτής. Στην πεζογραφία της µετανεωτερικότητας η έννοια της συλλογικότητας δεν εκφράζεται µέσα από το πολιτικοποιηµένο πλήθος των συλλογικών διεκδικήσεων αλλά µέσα από πολύ µικρότερες µονάδες, που πολλές φορές είναι µια παρέα φίλων. Στην πεζογραφία, τέλος, του Μισέλ Φάις το άτοµο και η ατοµική φωνή αναδεικνύονται σε βασικά οχήµατα ποιητικής.
Το σχήµα που προτείνω είναι η µετάβαση από το πλήθος ως οµοιογενή, µονοφωνική και κρίσιµη µάζα της προνεωτερικής εποχής, στο πλήθος που ορίζεται σε αντίστιξη µε το άτοµο την περίοδο της νεωτερικότητας, και τέλος, στην κατάλυση της έννοιας του πλήθους στην εποχή του µεταµοντέρνου. Αυτό δεν σηµαίνει ότι στο τελευταίο στάδιο καραρρίπτεται η διάσταση της µαζικότητας – όµως η έννοια αυτή δεν είναι συλλογική: πρόκειται για το σύνολο ατοµικών βουλήσεων που συναντιούνται συµπτωµατικά αλλά όχι σε συνθήκες συµφωνίας, όπως για παράδειγµα στην περίπτωση του µαζικού τουρισµού, των µαζικών καταναλωτικών συνηθειών, της µαζικής πληροφόρησης. Στη βάση ωστόσο αυτών των µαζικών δράσεων το υποκείµενο παραµένει περιχαρακωµένο στην ατοµικότητά του.
Στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας που διανύουµε η αντίθεση µεταξύ νεωτερικότητας και µετανεωτερικότητας δεν είναι, ενδεχοµένως, πλέον χρήσιµη. Από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα οι όροι επικοινωνίας και πληροφόρησης έχουν αλλάξει µέσα από το διαδίκτυο, που µπορεί εποµένως να αναδειχτεί σε αναλυτική κατηγορία µέσα από την οποία ορίζεται η ιδέα του πλήθους στη σύγχρονη εποχή.
Η χρήση του διαδικτύου συνιστά µια γεωγραφική καθήλωση στον χώρο της οικίας ή οπωσδήποτε σε έναν χώρο κλειστό. Καταλύεται έτσι η χωροχρονική σύµπτωση των σωµάτων που όριζε την έννοια του πλήθους σε παλιότερες εποχές. Οι άνθρωποι που άλλοτε κατέβαιναν στο δρόµο συνταγµένα τώρα αντιδρούν στα γεγονότα ατοµικά αλλά και µαζικά, συγχρονικά αλλά και ετεροχρονισµένα µέσα από τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε µια σύγχρονη συζήτηση για το πλήθος, εντός και εκτός λογοτεχνίας, πρέπει να λάβουµε υπόψη το διαδικτυακό του υποκατάστατο, που µπορεί να κινητοποιηθεί πολιτικά ως ενηµερωµένο σύνολο αλλά και να χειραγωγηθεί µέσα από ψευδείς ειδήσεις, δηµοσκόπους και δηµαγωγούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: