.............................................................
Erri de Luca
(γ.1950)
ΑΞΙΑ
Θεωρώ αξία κάθε μορφή ζωής, το χιόνι, τη φράουλα, τη μύγα.
Θεωρώ αξία το ορυκτό βασίλειο, τη σύναξη των αστεριών.
Θεωρώ αξία το κρασί όσο διαρκεί το γεύμα,
ένα αθέλητο χαμόγελο,
τον κάματο αυτού που δε δίστασε ν’ αναλωθεί,
δυο γέρους που αγαπιούνται.
Θεωρώ αξία αυτό που αύριο δε θ’ αξίζει τίποτα
κι αυτό που σήμερα αξίζει ακόμα λίγο.
Θεωρώ αξία όλες τις πληγές.
Θεωρώ αξία να κάνεις οικονομία στο νερό,
σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια,
να σωπαίνεις έγκαιρα, να προστρέχεις σε μια κραυγή,
να ζητάς την άδεια για να καθίσεις,
να νιώθεις ευγνωμοσύνη, χωρίς να θυμάσαι για τι.
Θεωρώ αξία να γνωρίζεις πού είναι ο βορράς σ’ ένα δωμάτιο,
πώς λένε τον άνεμο που σου στεγνώνει τ’ απλωμένα ρούχα.
Θεωρώ αξία το ταξίδι του περιπλανώμενου,
τον εγκλεισμό της μοναχής,
την υπομονή του κατάδικου, όποιο κι αν είν’ το έγκλημά του.
Θεωρώ αξία τη χρήση του ρήματος αγαπώ
και την υπόθεση πως υπάρχει ένας δημιουργός.
Πολλές από τις αξίες αυτές δεν τις γνώρισα.
---
Εμείς είμαστε οι
αμέτρητοι, διπλά τετραγωνάκια στη σκακιέρα
στρώνουμε με κορμιά τη θάλασσά σας, δρόμο να περπατάτε.
Δεν μπορείτε να μας μετρήσετε,
αν με το μέτρημα πληθαίνουμε, παιδιά του ορίζοντα
που σαν έρμα μας αδειάζει.
Καμιά αστυνομία δεν μπορεί να μας απειλήσει
πιότερο απ’ όσο έχουμε ήδη απειληθεί.
Θα ’μαστε οι δούλοι, τα παιδιά που δε γεννάτε,
Οι ζωές μας θα ’ναι για σας βιβλία περιπέτειας.
Μαζί μας έχουμε τον Όμηρο, το Δάντη,
τον τυφλό, τον οδοιπόρο,
τις μυρωδιές που χάσατε, την ισότητα που πνίξατε.
Απ’ όλα της γης τα μέρη, θα ’ρχόμαστε μ’ εκατομμύρια βήματα
Εμείς είμαστε τα πόδια, εμείς στηρίζουμε το βάρος το δικό σας.
Φτυαρίζουμε το χιόνι, χτενίζουμε τα χωράφια,
χτυπάμε τα χαλιά, μαζεύουμε ντομάτες και βρισιές.
Εμείς είμαστε τα πόδια,
ξέρουμε το χώμα σπιθαμή προς σπιθαμή
Εμείς είμαστε το κόκκινο και το μαύρο της γης,
πέλαγο από σανδάλια διαλυμένα,
η γύρη και η σκόνη του αποψινού αέρα.
Ένας από μας, στ’ όνομα όλων μας, είπε:
«Δε θα με ξεφορτωθείτε. Πεθαίνω, πάει καλά.
Μα σε τρεις μέρες θ’ αναστηθώ και θα ξανάρθω».
---
ΜΑΝΑ ΕΜΙΛΙΑ
Μέσα σου υπήρξα ασπράδι, αυγό, ψάρι,
διέσχισα εποχές χωρίς σύνορα, της γης,
μες στον πλακούντα σου,
έξω από σένα μετριέμαι σε μέρες.
Μέσα σου πέρασα από κύτταρο σε σκελετό
ένα εκατομμύριο φορές μεγεθυμένος,
έξω από σένα μεγάλωνα απίστευτα πιο αργά.
Βγήκα απ’ το τσόφλι της πληρότητάς σου
χωρίς να σου αφήσω κενό γιατί το κενό το πήρα εγώ μαζί μου.
Ήρθα γυμνός, με σκέπασες,
έτσι έμαθα τη γύμνια και την ντροπή
το γάλα και την απουσία του.
Στο στόμα μού έβαλες όλες τις λέξεις,
με μικρές κουταλιές, έξω από μία: μάνα.
Αυτή τη γεννάει το παιδί πλαταγίζοντας τα χείλη,
αυτή τη διδάσκει το παιδί.
Από σένα πήρα τις φωνές του τόπου μου,
τα τραγούδια, τις βρισιές, τα ξόρκια,
από σένα άκουσα το πρώτο μου βιβλίο
μες στον πυρετό της σκαρλατίνας.
Σε βόηθησα στον εμετό σου, στο ψήσιμο της πίτσας,
σε βόηθησα να γράψεις ένα γράμμα, ν’ ανάψεις μια φωτιά,
να λύσεις ένα σταυρόλεξο, σε κέρασα κρασί
και λέρωσα το τραπέζι,
δε σου ’βαλα ένα εγγόνι στα γόνατα
δε σ’ έκανα να χτυπήσεις την πόρτα μιας φυλακής,
όχι ακόμα,
από σένα έμαθα το πένθος
και την ώρα που του δίνεις ένα τέλος,
μοιάζω με τον πατέρα σου, με τον αδελφό σου,
δεν ήμουν γιος για σένα.
Από σένα πήρα τα ανοιχτόχρωμα μάτια
Όχι το βάρος τους
από σένα έκρυψα τα πάντα.
Σου ’ταξα να κάψω το σώμα σου
να μην το παραδώσω στη γη. Θα σε παραδώσω στη φωτιά,
στο αδελφό ηφαίστειο που όριζε τα όνειρά μας.
Θα σε σκορπίσω στον άνεμο μετά τη νεροποντή
την ώρα του ουράνιου τόξου
που σ’ έκανε ν’ ανοίγεις διάπλατα τα μάτια.
Erri de Luca
(γ.1950)
Τρία ποιήματα
του Erri De Luca (μτφ. Άννας
Παπασταύρου)
Θεωρώ αξία κάθε μορφή ζωής, το χιόνι, τη φράουλα, τη μύγα.
Θεωρώ αξία το ορυκτό βασίλειο, τη σύναξη των αστεριών.
Θεωρώ αξία το κρασί όσο διαρκεί το γεύμα,
ένα αθέλητο χαμόγελο,
τον κάματο αυτού που δε δίστασε ν’ αναλωθεί,
δυο γέρους που αγαπιούνται.
Θεωρώ αξία αυτό που αύριο δε θ’ αξίζει τίποτα
κι αυτό που σήμερα αξίζει ακόμα λίγο.
Θεωρώ αξία όλες τις πληγές.
Θεωρώ αξία να κάνεις οικονομία στο νερό,
σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια,
να σωπαίνεις έγκαιρα, να προστρέχεις σε μια κραυγή,
να ζητάς την άδεια για να καθίσεις,
να νιώθεις ευγνωμοσύνη, χωρίς να θυμάσαι για τι.
Θεωρώ αξία να γνωρίζεις πού είναι ο βορράς σ’ ένα δωμάτιο,
πώς λένε τον άνεμο που σου στεγνώνει τ’ απλωμένα ρούχα.
Θεωρώ αξία το ταξίδι του περιπλανώμενου,
τον εγκλεισμό της μοναχής,
την υπομονή του κατάδικου, όποιο κι αν είν’ το έγκλημά του.
Θεωρώ αξία τη χρήση του ρήματος αγαπώ
και την υπόθεση πως υπάρχει ένας δημιουργός.
Πολλές από τις αξίες αυτές δεν τις γνώρισα.
---
ΜΟΝΑΧΑ
ΠΗΓΑΙΜΟΣ (από το ομώνυμο μικρού μήκους
φιλμ)
στρώνουμε με κορμιά τη θάλασσά σας, δρόμο να περπατάτε.
Δεν μπορείτε να μας μετρήσετε,
αν με το μέτρημα πληθαίνουμε, παιδιά του ορίζοντα
που σαν έρμα μας αδειάζει.
Καμιά αστυνομία δεν μπορεί να μας απειλήσει
πιότερο απ’ όσο έχουμε ήδη απειληθεί.
Θα ’μαστε οι δούλοι, τα παιδιά που δε γεννάτε,
Οι ζωές μας θα ’ναι για σας βιβλία περιπέτειας.
Μαζί μας έχουμε τον Όμηρο, το Δάντη,
τον τυφλό, τον οδοιπόρο,
τις μυρωδιές που χάσατε, την ισότητα που πνίξατε.
Απ’ όλα της γης τα μέρη, θα ’ρχόμαστε μ’ εκατομμύρια βήματα
Εμείς είμαστε τα πόδια, εμείς στηρίζουμε το βάρος το δικό σας.
Φτυαρίζουμε το χιόνι, χτενίζουμε τα χωράφια,
χτυπάμε τα χαλιά, μαζεύουμε ντομάτες και βρισιές.
Εμείς είμαστε τα πόδια,
ξέρουμε το χώμα σπιθαμή προς σπιθαμή
Εμείς είμαστε το κόκκινο και το μαύρο της γης,
πέλαγο από σανδάλια διαλυμένα,
η γύρη και η σκόνη του αποψινού αέρα.
Ένας από μας, στ’ όνομα όλων μας, είπε:
«Δε θα με ξεφορτωθείτε. Πεθαίνω, πάει καλά.
Μα σε τρεις μέρες θ’ αναστηθώ και θα ξανάρθω».
---
ΜΑΝΑ ΕΜΙΛΙΑ
Μέσα σου υπήρξα ασπράδι, αυγό, ψάρι,
διέσχισα εποχές χωρίς σύνορα, της γης,
μες στον πλακούντα σου,
έξω από σένα μετριέμαι σε μέρες.
Μέσα σου πέρασα από κύτταρο σε σκελετό
ένα εκατομμύριο φορές μεγεθυμένος,
έξω από σένα μεγάλωνα απίστευτα πιο αργά.
Βγήκα απ’ το τσόφλι της πληρότητάς σου
χωρίς να σου αφήσω κενό γιατί το κενό το πήρα εγώ μαζί μου.
Ήρθα γυμνός, με σκέπασες,
έτσι έμαθα τη γύμνια και την ντροπή
το γάλα και την απουσία του.
Στο στόμα μού έβαλες όλες τις λέξεις,
με μικρές κουταλιές, έξω από μία: μάνα.
Αυτή τη γεννάει το παιδί πλαταγίζοντας τα χείλη,
αυτή τη διδάσκει το παιδί.
Από σένα πήρα τις φωνές του τόπου μου,
τα τραγούδια, τις βρισιές, τα ξόρκια,
από σένα άκουσα το πρώτο μου βιβλίο
μες στον πυρετό της σκαρλατίνας.
Σε βόηθησα στον εμετό σου, στο ψήσιμο της πίτσας,
σε βόηθησα να γράψεις ένα γράμμα, ν’ ανάψεις μια φωτιά,
να λύσεις ένα σταυρόλεξο, σε κέρασα κρασί
και λέρωσα το τραπέζι,
δε σου ’βαλα ένα εγγόνι στα γόνατα
δε σ’ έκανα να χτυπήσεις την πόρτα μιας φυλακής,
όχι ακόμα,
από σένα έμαθα το πένθος
και την ώρα που του δίνεις ένα τέλος,
μοιάζω με τον πατέρα σου, με τον αδελφό σου,
δεν ήμουν γιος για σένα.
Από σένα πήρα τα ανοιχτόχρωμα μάτια
Όχι το βάρος τους
από σένα έκρυψα τα πάντα.
Σου ’ταξα να κάψω το σώμα σου
να μην το παραδώσω στη γη. Θα σε παραδώσω στη φωτιά,
στο αδελφό ηφαίστειο που όριζε τα όνειρά μας.
Θα σε σκορπίσω στον άνεμο μετά τη νεροποντή
την ώρα του ουράνιου τόξου
που σ’ έκανε ν’ ανοίγεις διάπλατα τα μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου