Σάββατο 18 Μαΐου 2019

«Δύο ηθοποιοί για έναν ρόλο» Διήγημα του Θεόφιλου Γκοτιέ (1811-1872) από τη συλλογή διηγημάτων του «Η Νεκρή Ερωμένη» (μτφ. Γ.Κ.Καραβασίλης, εκδ. «Αιγόκερως», γ’ έκδοση, 1995)


.............................................................


  






Θεόφιλος Γκοτιέ (1811-1872)





 











·       «Δύο ηθοποιοί για έναν ρόλο»

Διήγημα του Θεόφιλου Γκοτιέ (1811-1872) από τη συλλογή «Η Νεκρή Ερωμένη» (μτφ. Γ.Κ.Καραβασίλης, εκδ. «Αιγόκερως», γ’ έκδοση, 1995)

 

       1.Ένα ραντεβού στον αυτοκρατορικό κήπο

   Φτάναμε στις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη: ο αυτοκρατορικός κήπος της Βιέννης ήταν έρημος, μια διαπεραστική δροσιά έκανε να στριφογυρίζουν τα φύλλα με το χρώμα του κρόκου, κάτω από τα πρώτα κρύα… Οι τριανταφυλλιές των παρτεριών, τυραννισμένες και σπασμένες από τον πρώτο άνεμο, εγκατέλειπαν τα κλαδιά τους μες στη λάσπη. Όμως η μεγάλη αλέα, χάρη στην άμμο που τη σκεπάζει, ήταν ξερή και βατή. Αν κι ερημωμένος – ο χειμώνας πλησίαζε – ο αυτοκρατορικός κήπος είχε μια κάποια μελαγχολική γοητεία. Η μεγάλη αλέα εκτεινόταν πολύ μακριά με τις ρούσες αψίδες της, αφήνοντας να μαντεύεις συγκεχυμένα στο τέλος της έναν ορίζοντα όλο λόφους, πνιγμένους μέσα στους γαλαζωπούς καπνούς και στην ομίχλη του δειλινού. Από κει η θέα απλωνότανε μέχρι το Πράτερ και τον Δούναβη. Ήταν ο περίπατος που εύχεται να τον κάνει ένας ποιητής.
   Ένας νεαρός ανεβοκατέβαινε με μεγάλα βήματα σε κείνη την αλέα που φανέρωναν ανυπομονησία. Το κοστούμι του, κάποιας θεατρικής κομψότητας, το αποτελούσαν μαύρη βελουδένια ρεδιγκότα με γούνα στο λαιμό, γκρίζο πλεκτό παντελόνι· ακόμα φορούσε μπότες, που ανέβαιναν ίσαμε τη μέση της γάμπας. Θα ήταν είκοσι εφτά-είκοσι οκτώ χρονών.  Τα ωχρά χαρακτηριστικά του έδειχναν μια φινέτσα και ειρωνεία μαζευότανε στις ζαρωματιές των ματιών του και στις γωνιές του στόματός του. Στο πανεπιστήμιο, απ’ όπου φαινόταν πως πρόσφατα είχε αποφοιτήσει, γιατί ακόμα φορούσε το κασκέτο με τα φυλλώματα βελανιδιάς των φοιτητών, πρέπει να είχε δώσει αρκετά λαβή για σχόλια στους «φιλισταίους».
   Το πολύ στενό διάστημα μέσα στο οποίο περιόριζε τα βήματά του έδειχνε πως περίμενε κάποιον ή μάλλον κάποια, γιατί ο αυτοκρατορικός κήπος της Βιέννης, τον Νοέμβρη, είναι ευνοϊκός για ερωτικά ραντεβού.
   Πράγματι, μια κοπελίτσα δεν άργησε να φανεί στην άκρη της αλέας: μαύρο μεταξωτό μαντίλι σκέπαζε τα πλούσια ξανθά μαλλιά της που η υγρασία του δειλινού είχε λύσει σε μακριές μπούκλες. Το χρώμα της είχε κάτι από λευκό κερί που ποτέ δεν το ‘χαν ανάψει και κάτω από τις δαγκωματιές του κρύου έπαιρνε αποχρώσεις ρόδων της Βεγγάλης. Κουβαριασμένη όπως ήταν μέσα στο γούνινο παλτό της έμοιαζε θαυμάσια με το αγαλματάκι της θεάς που τρέμει από το κρύο. Ένας μαυροτρίχης σκύλος την ακολουθούσε, στην συγκατάβαση και στην εχεμύθεια του οποίου μπορούσαν να υπολογίζουν.
   -Πιστέψτε Χάινριχ, είπε η όμορφη Βιεννέζα χαιρετώντας το νεαρό, πως πάει περισσότερο από μια ώρα που ντύθηκα και ετοιμάστηκα να βγω και η θεία μου με αργοπόρησε με τις ενοχλητικές της παρατηρήσεις για τους κινδύνους του βαλς, για τις συνταγές των χριστουγεννιάτικων γλυκών και τους γαλανούς κυπρίνους. Βγήκα έξω με το πρόσχημα ν’ αγοράσω γκρίζα παπούτσια που δεν τα χρειάζομαι διόλου. Για χάρη σας Χάινριχ λέω αυτά τα ψεματάκια για τα οποία μετανοώ και τα ξαναλέω πάλι. Αχ! τι σας ήρθε να παραδοθείτε στο θέατρο. Ήταν τόσο σκληρό που σπουδάζατε θεολογία στη Χαϊδελβέργη; Οι γονείς μου σας αγαπούσαν και θα ‘μασταν σήμερα παντρεμένοι. Αντί να μας βλέπουν να κρυβόμαστε κάτω από τ’ άγρια δέντρα του αυτοκρατορικού κήπου, θα ‘ταν καλύτερα να καθόμασταν δίπλα-δίπλα στη θερμάστρα, σ’ ένα σαλόνι απομονωμένο και να συζητούσαμε για το μέλλον των παιδιών μας. Δε θα ‘ταν Χάινριχ καλύτερα έτσι;
   - Ναι, Κάτυ, πολύ καλύτερα, απάντησε ο νεαρός πιέζοντας κάτω από το μανίκι το παχουλό χέρι της όμορφης Βιεννέζας. Αλλά τι να γίνει! πρόκειται για μια αδιόρατη  επιρροή. Το θέατρο με τραβάει. Το ονειρεύομαι την ημέρα, το σκέφτομαι τη νύχτα. Ποθώ να ζω μες στη δημιουργία των ποιητών, μου φαίνεται πως έχω είκοσι υπάρξεις. Κάθε ρόλος που παίζω μου δημιουργεί και νέα ζωή. Όλα τα πάθη που εκφράζω, τα αισθάνομαι. Είμαι Άμλετ, Οθέλλος, Τσάρλς Μουρ. Όταν υπάρχουν αυτά είναι δύσκολο να υποταχτείς στην ταπεινή θέση του παπά του χωριού.
   - Είναι πολύ ωραίο· αλλά ξέρετε καλά πως οι γονείς μου δεν θα ‘θελαν έναν ηθοποιό για γαμπρό.
   - Όχι βέβαια έναν άσημο ηθοποιό, φτωχό πλανόδιο καλλιτέχνη, παίγνιο του θεατρώνη και του κοινού, αλλά έναν μεγάλο ηθοποιό γεμάτον δόξα και χειροκροτήματα που πληρώνεται  περισσότερο κι από έναν υπουργό. Θα με παραδεχτούν, όσο δύσκολο κι αν είναι. Όταν θα ’ρθω να σας ζητήσω με μια ωραία κίτρινη άμαξα που το βερνίκι της θα μπορούσε να ‘ναι καθρέφτης για να τον χρησιμοποιούν οι κατάπληκτοι γείτονες και μ’ έναν λακέ γεμάτον γαλόνια που θα μου κατεβάζει το σκαλοπάτι, πιστεύετε Κάτυ πως θα με αρνηθούν;
   - Δεν το πιστεύω… αλλά ποιος μου λέει Χάινριχ, πως θα φτάσετε ίσαμε κει; Ταλέντο έχετε, αλλά το ταλέντο δεν αρκεί· πρέπει να ‘χετε ακόμη περισσότερη τύχη. Όταν θα γίνετε αυτός ο μεγάλος που λέτε, θα ‘χουν περάσει τα ωραιότερα χρόνια της νιότης μας και τότε θα θέλετε ακόμα να παντρευτείτε τη γριά-Κάτυ, έχοντας μπροστά στα πόδια σας τους έρωτες όλων των πριγκιπισσών του θεάτρου που είναι τόσο εύθυμες και φανταχτερά στολισμένες;
   - Αυτό το μέλλον, απάντησε ο Χάινριχ, είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζετε. Παίρνω έναν πολύ καλό μισθό στο θέατρο της Καρεντί και ο θεατρώνης είναι τόσο ευχαριστημένος με τον τρόπο που έπαιξα τον τελευταίο μου ρόλο, ώστε μου έδωσε ένα φιλοδώρημα δυο χιλιάδων θάλλερ.
   - Ναι, επανέλαβε το κορίτσι με ύφος σοβαρό, αυτό το ρόλο του δαίμονα στο καινούργιο έργο. Σας ομολογώ Χάινριχ πως δε μ’ άρεσε να βλέπω έναν χριστιανό να φορά τη μάσκα ενός εχθρού του ανθρώπινου γένους και να προφέρει βλάσφημές λέξεις. Τις προάλλες σας είδα στο θέατρο κάθε στιγμή φοβόμουν πως αληθινή φωτιά της κόλασης θα ‘βγαινε από την καταπακτή που σας κατάπινε. Γύρισα κατατρομαγμένη σπίτι μου και είδα όνειρα φριχτά.
   - Χίμαιρες είναι όλ’ αυτά, καλή μου Κάτυ· κι εξάλλου αύριο είναι η τελευταία παράσταση και δε θα ξαναφορέσω πια το μαυροκόκκινο κουστούμι που τόσο σε στεναχωρεί.
   - Τόσο το καλύτερο! γιατί και γω δεν ξέρω ποιες αόριστες ανησυχίες με βασανίζουν και πολύ φοβάμαι πως αυτός ο ρόλος ο τόσο κερδοφόρος για τη δόξα σας, δεν είναι για τη Σωτηρία σας. Φοβάμαι ακόμα πως θα πάρετε τα ήθη αυτών των καταραμένων ηθοποιών. Είμαι σίγουρη πως δεν κάνετε πια την προσευχή σας και πως το μικρό σταυρό που σας έδωσα, στοιχηματίζω, πως τον χάσατε.
   Ο Χάινριχ άνοιξε το πουκάμισό του. Ο μικρός σταυρός άστραφτε πάντα πάνω στο στήθος του.
   Αφού ειπώθηκαν έτσι όλα αυτά, οι δυο εραστές έφτασαν στην οδό Ταμπόρ μέσα στην Λέπολνσταντ, μπροστά σ’ ένα μαγαζί παπουτσιών ξακουστό για την τελειότητα των εμπορευμάτων του. Αφού μίλησαν για λίγα λεπτά στο κατώφλι, η Κάτυ μπήκε με το μαύρο σκυλί της, όχι χωρίς ν’ αφήσει για λίγο τα όμορφα λεπτά της δάχτυλα μέσα στα χέρια του Χάινριχ.
   Ο Χάινριχ προσπάθησε ακόμα για λίγες στιγμές να δει τη φίλη του μες απ’ τα μικρά παπούτσια και τα σανδάλια της βιτρίνας, αλλά η ομίχλη είχε θαμπώσει το τζάμι με τη νοτερή της αναπνοή κι έτσι το μόνο που διέκρινε ήταν μια συγκεχυμένη σιλουέτα. Παίρνοντας τότε μια ηρωική απόφαση έκανε στροφή και με βήμα ελεύθερο τράβηξε προς την ταβέρνα του «Δικέφαλου αετού».


         2.Η ταβέρνα «Ο δικέφαλος αετός»

   Εκείνη τη βραδιά είχε πολύ κόσμο στην ταβέρνα Ο δικέφαλος αετός. Ήταν η περισσότερο ανακατωμένη κοινωνία της γης και ούτε η φαντασία του Καλλό* και του Γκόγια μαζί δεν θα μπορούσε να απεικονίσει πιο περίεργο αμάγαλμα χαρακτηριστικών τύπων. Ο δικέφαλος αετός ήταν μια υπόγεια ταβέρνα από κείνες που έκανε ξακουστές ο Όφφμαν και που τα σκαλιά τους είναι τόσο παλιά και γλιστερά απ’ την πολλή χρήση, ώστε βάζοντας το πόδι στο πρώτο σκαλί βρίσκεσαι κατ’ ευθείαν στο βάθος, με τους αγκώνες στο τραπέζι, την πίπα στο στόμα, ανάμεσα σε ποτήρια μπύρας και κρασιού.
   Μες από πυκνό σύννεφο καπνού που έπνιγε πριν απ’ όλα το λαιμό και τα μάτια σχεδιάζονταν μετά από λίγα λεπτά, περίεργες φιγούρες.
   Ήταν Βαλάκοι με σκούφο και καφτάνι από δέρμα Αστρακάν, Σέρβοι, Ούγγροι με μεγάλα μουστάκια, φορτωμένοι γελοία στολίδια και σιρίτια Ουσσάρων, γύφτοι με μπρούτζινο χρώμα, στενό μέτωπο και κυρτό προφίλ· Γερμανοί αστοί με ρεντιγκότα· Τάταροι με μάτια σκιστά σαν Κινέζοι, όποια φυλή θα μπορούσες να φανταστείς. Την Ανατολή αντιπροσώπευε ένας χοντρός Τούρκος, όρθιος σε μια γωνιά που κάπνιζε ατάραχα πίπα από ξύλο Μολδαβίας.
   Όλος εκείνος ο κόσμος, ακουμπισμένος με τους αγκώνες του στα τραπέζια, έτρωγε κι έπινε. Το ποτό ήταν δυνατή μπύρα κι ένα μείγμα καινούργιου κόκκινου κρασιού με παλιότερο λευκό. Το φαΐ φέτες, κρύο βοδινό, ζαμπόν ή ζυμαρικά.
   Τριγύρω απ’ τα τραπέζια στριφογύριζαν ασταμάτητα τα ζευγάρια που χόρευαν γερμανικά βαλς, τα οποία προκαλούν στους βόρειους τα ίδια αποτελέσματα με κείνα που προκαλούν το όπιο και το χασίς στους Ανατολίτες. Τα ζευγάρια περνούσαν και ξαναπερνούσαν βιαστικά. Οι γυναίκες, σχεδόν λιπόθυμες από ηδονή πάνω στο μπράτσο του καβαλιέρου τους, στο θόρυβο ενός βαλς του Λάννερ**, έσπαζαν με τις φούστες τους τα σύννεφα του καπνού και δρόσιζαν το πρόσωπο των θαμώνων. Κοντά στο ταμείο, αυτοσχέδιο χορευτές, που τους συνόδευε κάποιος με γκούζλα***, απήγγελναν ένα είδος δραματικής ελεγείας και έτερπαν μια ντουζίνα από περίεργες φιγούρες με σαρίκια και προβιές.
   Ο Χάινριχ πήγε προς το βάθος της ταβέρνας να καθίσει σ’ ένα τραπέζι κοντά σε τρεις-τέσσερις άλλους με φαιδρή όψη και ωραίο χιούμορ.
   -Ο Χάινριχ! φώναξε ο πιο ηλικιωμένος της παρέας… Φυλαχτείτε φίλοι μου. Ξέρεις πως είχες αληθινά σατανικό ύφος τις προάλλες; μ’ έκανες σχεδόν να φοβηθώ. Μα πώς είναι δυνατόν ο Χάινριχ που πίνει μπύρα σαν και μας και δεν κάνει πίσω από μια φέτα ζαμπόν, να παίρνει τόσο φαρμακερό, μοχθηρό και σαρδόνιο ύφος και να αρκεί μια χειρονομία του για να τρέμει η σάλα από το φόβο της;
   - Ε! που να πάρει ο διάβολος! γι’ αυτό ο Χάινριχ είναι μεγάλος καλλιτέχνης, υπέροχος ηθοποιός. Δεν αξίζει και τόσο να υποδύεσαι ένα ρόλο που να πηγαίνει στο χαρακτήρα σου. Ο θρίαμβος για μια καρατερίστα είναι να παίζει υπέροχα την ενζενί.
   Ο Χάινριχ κάθισε σεμνά. Ήπιε ένα μεγάλο ποτήρι κρασί και η συζήτηση συνεχίστηκε πάνω στο ίδιο θέμα. Από παντού άκουγες μόνο λόγια θαυμασμού και κομπλιμέντα.
   -Α! και να σ’ έβλεπε ο μεγάλος Γκαίτε! έλεγε κάποιος.
   - Δείξε μας τα πόδια σου, έλεγε άλλος: είμαι σίγουρος ότι έχεις πόδια πουλιού.
   Οι άλλοι θαμώνες, εντυπωσιασμένοι από τα θαυμαστικά επιφωνήματα, κοίταζαν σοβαρά τον Χάινριχ κι ένιωθαν ευτυχισμένοι που είχαν την ευκαιρία να βλέπουν από κοντά έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο. Οι νεαροί που έτυχε να γνωρίζουν παλιότερα τον Χάινριχ στο Πανεπιστήμιο και ήξεραν μόνο τ’ όνομά του, τον πλησίαζαν για να του σφίξουν εγκάρδια το χέρι, σα να ήταν επιστήθιοι φίλοι του. Οι πιο ωραίες χορεύτριες του βαλς εκτόξευαν προς εκείνον το πιο τρυφερό βλέμμα των γαλανών και βελουδένιων ματιών τους, καθώς στροβιλίζονταν στην πίστα.
   Μόνο, ένας άντρας που καθότανε στο διπλανό τραπέζι δεν φαινότανε να συμμερίζεται το γενικό ενθουσιασμό. Με το κεφάλι πεσμένο πίσω, χτύπαγε αφηρημένα με τα δάχτυλά του το καπέλο του σαν ταμπούρλο κι από καιρό σε καιρό έβγαζε κάτι σαν χμ! ιδιαίτερα διστακτικό.
   Ο άνθρωπος εκείνος ήταν από τους πιο παράξενους, αν και φαινόταν τίμιος Βιεννέζος αστός, κάποιας κοινωνικής θέσης. Τα γκρίζα μάτια του που τα διαπερνούσε μια πράσινη ανταύγεια, εκτόξευαν φωσφορικές λάμψεις σαν μάτια γάτας. Όταν ξέσφιγγε τα ωχρά και πλατιά του χείλη, άφηνε να φανούν δυο σειρές κάτασπρα δόντια, πολύ αραιά και πολύ αιχμηρά, το πιο κανιβαλικό, το πιο κτηνώδες θέαμα που θα μπορούσε κανείς να δει. Τα μακριά στιλπνά και κυρτά του νύχια έπαιρναν αόριστα τη μορφή νυχιών όρνιου. Αλλά εκείνη η όψη του φαινόταν μόνον αστραπιαία· όταν τον κοίταζες μ’ επιμονή, ο άνθρωπός μας ξανάπαιρνε πολύ γρήγορα την όψη ενός εμπόρου Βιεννέζου και θα ‘νιωθε έκπληξη κανείς αν μπορούσε να υποψιαστεί πως η εγκληματικότητα και ο σατανισμός κρυβόταν κάτω από μια τέτοια κοινή και τριμμένη φυσιογνωμία.
   Ο Χάινριχ μέσα του ήταν δυσαρεστημένος για την αδιαφορία εκείνου του ανθρώπου. Η τόσο περιφρονητική σιωπή του αναιρούσε με την αξία της τα εγκώμια με τα οποία τον βομβάρδιζαν οι θορυβώδεις σύντροφοί του. Η σιωπή του, ήταν σιωπή ενός εξασκημένου γέρου επαΐοντα που δεν παρασύρεται από τα φαινόμενα και που έχει δει καλύτερους ηθοποιούς από τον Χάινριχ στον καιρό του.
   Ο Ατμάγιερ, ο πιο νέος της συντροφιάς, ο πιο θερμός ζηλωτής του Χάινριχ, δεν μπορούσε να υποφέρει αυτήν την κρύα φυσιογνωμία και απευθυνόμενος προς τον ιδιότροπο άνθρωπο, είπε, θέλοντας να του αποσπάσει τη συγκατάνευση:
   -Δεν αληθεύει κύριε πως κανένας ηθοποιός δεν έχει παίξει καλύτερα το ρόλο του Μεφιστοφελή από το φίλο μου;
   - Χμ! απάντησε ο άγνωστος κάνοντας ν’ αστράφτουν οι γλαυκές κόρες των ματιών του και να τρίζουν τα αιχμηρά του δόντια. Ο κύριος Χάινριχ είν’ ένα παιδί με ταλέντο και τον εκτιμώ πολύ, αλλά για να παίξει το ρόλο του διαβόλου πρέπει να μάθει ακόμα πολλά πράγματα.
   Κι αφού σηκώθηκε ξαφνικά:
   -Έχετε δει ποτέ το διάβολο κύριε Χάινριχ;
   Αυτήν την ερώτηση την έκανε με τόσο παράξενο και χλευαστικό ύφος ώστε όλες οι διπλανές παρέες ένιωσαν ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά τους.
   -Η γνωριμία αυτή θα ήταν τελείως απαραίτητη για την αλήθεια του νέου σας ρόλου. Τις προάλλες ήμουν στο θέατρο Καρεντί και δεν έμεινα ικανοποιημένος απ’ το ρόλο σας. Ήταν ένα πανούργο γέλιο, τίποτα περισσότερο. Να πώς θα ‘πρεπε να γελάτε αγαπητέ μου μικρέ κύριε Χάινριχ.
   Και στη στιγμή, σαν για να δώσει το παράδειγμα, άφησε ένα τόσο αιχμηρό, ένα τόσο εκκωφαντικό στριγκλιάρικο και σαρδόνιο γέλιο που ορχήστρα και βαλς σταμάτησαν ταυτόχρονα. Τα παράθυρα της ταβέρνας έτρεμαν. Ο άγνωστος συνέχισε κάμποσα λεπτά το ανάλγητο και σπασμωδικό του γέλιο, ώστε ο Χάινριχ και οι σύντροφοί του, παρά τον τρόμο τους, δεν μπόρεσαν να μην το μιμηθούν.
   Όταν ο Χάινριχ ξαναπήρε ανάσα, οι καμάρες της ταβέρνας επαναλάμβαναν σαν μια αδυνατισμένη ηχώ τις τελευταίες νότες εκείνου του τρομερού, οξύτατου και σαρκαστικού γέλιου, αλλά ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί.


       3.Το θέατρο Καρεντί

   Μερικές μέρες μετά από εκείνο το παράδοξο, ο Χάινριχ, που το είχε σχεδόν ξεχάσει και το θυμόταν σαν αστειότητα κάποιου είρωνα αστού, έπαιζε το ρόλο του δαίμονα στο καινούργιο έργο.
   Στην πρώτη σειρά καθότανε ο άγνωστος της ταβέρνας και κάθε λέξη που πρόφερε ο Χάινριχ την αποδοκίμαζε κουνώντας το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια, κάνοντας να κροταλίζει η γλώσσα του κι όλος έδινε την εντύπωση της πιο ζωντανής ανυπομονησίας. «Κακό! κακό!» μουρμούριζε με μισή φωνή.
   Οι διπλανοί του ενοχλημένοι και σοκαρισμένοι από τους τρόπους του, χειροκροτούσαν κι έλεγαν:
   -Να ένας κύριος πολύ δύσκολος.
   Στο τέλος της πρώτης πράξης, ο άγνωστος σηκώθηκε σα να είχε πάρει μια αστραπιαία απόφαση, δρασκέλισε τα μεγάλα τύμπανα και το ταμ-ταμ και εξαφανίστηκε πίσω απ’ τη μικρή πόρτα που οδηγούσε στα παρασκήνια.
   Ο Χάινριχ δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί τον άγνωστο της ταβέρνας του Δικέφαλου αετού, ή μάλλον το διάβολο προσωποποιημένο. Γιατί πράγματι ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο διάβολος.
   -Α! α! μικρέ μου κύριε και θέλετε να παίξετε το ρόλο του διαβόλου! Ήσασταν πολύ μέτριος στην πρώτη πράξη και θα δώσετε πράγματι μια πολύ άσκημη εντύπωση για μένα στους τίμιους Βιεννέζους. Επιτρέψτε μου να σας αντικαταστήσω σήμερα το βράδυ και επειδή με στενοχωρήσατε θα σας στείλω στο δεύτερο υπόγειο.
   Ο Χάινριχ αναγνώρισε τον άγγελο του σκότους και κατάλαβε πως χανόταν. Φέρνοντας μηχανικά το χέρι του στο μικρό σταυρό της Κάτυ που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ, προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια και να μουρμουρίσει ξορκισμούς, αλλά ο τρόμος του έσφιγγε το λαιμό. Έβγαλε μόνο έναν αδύνατο ρόγχο. Ο διάβολος στήριξε τα χέρια του με τ’ αρπακτικά του νύχια πάνω στους ώμους του Χάινριχ και τον έστειλε να κυλιστεί με δύναμη κάτω. Ύστερα μπήκε στη σκηνή, είχε έρθει η σειρά του, σαν τέλειος ηθοποιός.
   Το δηκτικό, φαρμακερό παίξιμό του, το τέλεια διαβολικό, εξέπληξε απ’ την  αρχή τους θεατές.
   -Ο Χάινριχ είναι πραγματικά εμπνευσμένος απόψε! φώναζαν από παντού.
   Εκείνο που προπαντός προξενούσε μεγάλη εντύπωση ήταν πως τα δόντια του έτριζαν σαν δόντια πριονιού, πως το καταραμένο γέλιο του βλαστήμαγε τις χαρές του παραδείσου. Ποτέ ηθοποιός δεν είχε φτάσει σε τέτοια τελειότητα απόδοσης του σαρκασμού , σε τέτοιο βάθος εγκληματικότητας.  Οι θεατές γέλαγαν και έτρεμαν. Όλη η σάλα άσθμαινε από συγκίνηση, φωσφορικοί σπινθηρισμοί ανάβλυζαν κάτω από τα δάχτυλα του φοβερού ηθοποιού. Στα πόδια του ακτινοβολούσαν φλόγες. Τα φώτα του πολύφωτου χλόμιαζαν, η ράμπα πέταγε κοκκινωπές και πρασινωπές αστραπές. Μυρουδιά θείου βασίλευε στην αίθουσα. Οι θεατές βρισκόντουσαν σε ντελίριο και βροντές από φρενιτιώδη χειροκροτήματα συνόδευαν κάθε φράση του θαυμάσιου Μεφιστοφελή που συχνά  αντικαθιστούσε στίχους του ποιητή εφευρίσκοντας δικούς του, αντικατάσταση πετυχημένη και που γινόταν δεκτή με παραφορά.
   Η Κάτυ, στην οποία ο Χάινριχ είχε στείλε μια πρόσκληση θεωρείου, βρισκόταν σε παράξενη ανησυχία. Δεν αναγνώριζε τον λατρευτό της Χάινριχ. Προαισθανόταν αόριστα κάποιο κακό σύμφωνα με το πνεύμα της μαντείας που χαρίζει ο έρωτας, αυτή η δεύτερη όψη της ψυχής.
   Η παράσταση τέλειωσε μέσα σε αφάνταστη παραφορά. Μόλις έπεσε η αυλαία, το κοινό ζήτησε να ξαναβγεί ο Μεφιστοφελής στη σκηνή. Μάταια τον αναζητούσαν. Κάποια στιγμή ένας υπάλληλος του θεάτρου είπε στο διευθυντή πως είχαν βρει τον κύριο Χάινριχ στο δεύτερο υπόγειο και πως σίγουρα είχε πέσει κει μέσα από μια καταπακτή. Ο Χάινριχ ήταν αναίσθητος: τον μετέφεραν σπίτι του κι ενώ τον έγδυναν παρατήρησαν με έκπληξη πως είχε στους ώμους βαθιές αμυχές, σαν μια τίγρη να είχε προσπαθήσει να τον πνίξει ανάμεσα στα πόδια της. Ο μικρός ασημένιος σταυρός της Κάτυ τον είχε σώσει από το θάνατο και ο διάβολος νικημένος από την επιρροή του αρκέστηκε να τον γκρεμίσει μες στα υπόγεια του θεάτρου.
   Η ανάρρωση του Χάινριχ ήταν μακρόχρονη: μόλις ένιωσε καλύτερα, ο θεατρώνης του πρότεινε ένα συμβόλαιο από τα πιο προνομιούχα αλλά εκείνος αρνήθηκε. Δεν ήθελε διόλου να ριψοκινδυνέψει τη Σωτηρία του για δεύτερη φορά και γνώριζε εξάλλου πως ποτέ δε θα μπορούσε να συναγωνιστεί τον θαυμάσιο αντικαταστάτη του.
   Σε δύο-τρία χρόνια έχοντας δημιουργήσει μια μικρή περιουσία, παντρεύτηκε την ωραία Κάτυ και τώρα οι δυο τους καθισμένοι δίπλα-δίπλα κοντά στη θερμάστρα, σ’ ένα σαλόνι απομονωμένο, συζητούν για το μέλλον των παιδιών τους.
   Οι εραστές του θεάτρου μιλούν ακόμη με θαυμασμό για κείνο το θαυμάσιο βράδυ και δείχνουν την έκπληξή τους για το καπρίτσιο του Χάινριχ, ότι δηλαδή σταμάτησε να παίζει ύστερα από ένα τόσο μεγάλο θρίαμβο.
                                                                                                                                                        (1841)

Σημείωση*: Ζακ Καλλό (1592-1635). Γάλλος χαράκτης και ζωγράφος που μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του Γκόγια, τόσο για τη σύλληψη της θεματογραφίας του, όσο και για την τεχνική του.
Σημείωση**: Ιωσήφ-Φραγκίσκος-Κάρολος Λάννερ (1800-1843).  Διάσημος Αυστριακός συνθέτης χορών. Θεωρείται ο πατέρας του βιεννέζικου βαλς που αργότερα τελειοποίησαν οι Στράους, πατέρας και γιος.
Σημείωση***: Γκούζλα ή γκούσλα. Μουσικό όργανο μονόχορδο ή δίχορδο. Το χρησιμοποιούν οι σλαβόφωνοι λαοί των Βαλκανίων. Το όργανο παίζεται με δοξάρι. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο σκαλισμένο σε σχήμα αχλαδιού. Η ανοικτή του πλευρά είναι σκεπασμένη με μία δερμάτινη μεμβράνη και η χορδή του φτιάχνεται από τρίχα ουράς αλόγου. Σε σπάνιες περιπτώσεις υπάρχουν δύο ή και τρεις χορδές. Με το όργανο αυτό συνοδεύονται κυρίως δημοτικά τραγούδια.


  


Δεν υπάρχουν σχόλια: