Κυριακή 12 Μαΐου 2019

…«Συριγμοί 5 & 6» Από τους «Συριγμούς» του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) (μτφ. Θανάσης Γεωργιάδης, εκδ. «Παρατηρητής», δ’ έκδοση, 1992)

............................................................










Σάμουελ Μπέκετ (1906 - 1989)






 


·       …«Συριγμοί 5 &

Από τους «Συριγμούς» του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) (μτφ. Θανάσης Γεωργιάδης, εκδ. «Παρατηρητής», δ’ έκδοση, 1992)



·       «Συριγμός 5»

   Κλειστός τόπος. Όλα όσα χρειάζεται να γίνουν γνωστά για να ειπωθούν είναι γνωστά. Δεν υπάρχει τίποτε εξόν αυτά που ειπώθηκαν. Πέρα απ’ αυτά που ειπώθηκαν δεν υπάρχει τίποτε. Ό,τι συμβαίνει στην αρένα δεν έχει ειπωθεί. Αν χρειαζόταν να γίνουν γνωστά, θα γίνονταν γνωστά. Κανένα ενδιαφέρον. Όχι για την φαντασία. Τόπος που συντίθεται από μια αρένα και μια τάφρο. Ανάμεσα στα δύο, να περιτρέχει την δεύτερη ένας δρόμος. Κλειστός τόπος. Πέρα από την τάφρο δεν υπάρχει τίποτε. Αυτό είναι γνωστό, γιατί χρειάζεται να είναι γνωστό. Αρένα μαύρη απέραντη. Χώρος για εκατομμύρια. Να περιδιαβαίνουν και ν’ ακινητούν. Ποτέ να μη βλέπουν ποτέ να μην ακούν ο ένας τον άλλον. Ποτέ να μην αγγίζουν. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό. Βάθος τάφρου. Δες από την άκρη όλα τα σώματα στην κοίτη της. Τα εκατομμύρια ακόμη εκεί. Φαίνονται έξι φορές μικρότερα από τη ζωή. Κοίτη μοιρασμένη σε τμήματα. Σκοτεινά και φωτεινά. Γεμίζουν όλο το πλάτος της. Τα ακόμη φωτεινά μέρη είναι τετράγωνα. Φαίνονται τετράγωνα. Χώρος μόλις για σώματα συνηθισμένου μεγέθους. Απλωμένα διαγώνια. Μεγαλύτερα πρέπει να κουλουριάζονται. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι γνωστό το πλάτος της τάφρου. Θα ήταν γνωστό έτσι κι αλλιώς. Υπολόγισε τα φωτεινά μέρη. Τα σκοτεινά. Ξεπερνούν στον αριθμό κατά πολύ τα πρώτα. Ο τόπος είναι κιόλας γερασμένος. Η τάφρος είναι παλιά. Στην αρχή ήταν ολόκληρη φωτεινή. Ολόκληρη φωτεινά μέρη. Σχεδόν συγκινητική. Αχνά περιγραμμένη με σκιά. Η τάφρος φαίνεται ίσια. Κάποτε εμφανίζεται ένα σώμα, ιδωμένο από πριν. Μια κλειστή καμπή επομένως. Λαμπρότητα των φωτεινών τμημάτων. Δεν κάμπτονται στα σκοτεινά. Αδαμάντινη η μαυράδα εκείνων. Το ίδιο πυκνή στις άκρες και στο κέντρο. Όμως διαχέεται κατακόρυφα ανεμπόδιστη. Ψηλά πάνω από το επίπεδο της αρένας. Τόσο ψηλά και πάνω όσο βαθιά είναι η τάφρος. Τον μαύρο αέρα πυργώνει ένα χλωμό φως. Πολλά τα φωτεινά μέρη πολλοί οι πύργοι. Τόσα πολλά σώματα ορατά στην κοίτη. Ο δρόμος ακολουθεί την τάφρο σ’ όλο το μήκος της. Σ’ όλο το γύρο της. Βρίσκεται σε επίπεδο ψηλότερο απ’ την αρένα. Ένα σκαλοπάτι ψηλότερα. Είναι φτιαγμένος από νεκρά φύλλα. Αναμνηστικά της στρίγγλας φύσης. Νεκρά χωρίς να σαπίζουν. Τρίβονται μάλλον γίνονται σκόνη. Μόλις χωράει έναν. Σ’ αυτόν δύο ποτέ δεν ανταμώνουν.
  
·       «Συριγμός 6»

   Γριά γη, όχι άλλο ψέματα, σ’ έχω δει, εγώ ήμουν, με τα μάτια μου του άλλου λιμασμένα, πολύ αργά. Θα είσαι επάνω μου, εσύ θα είσαι, εγώ θα είμαι, θα είμαστε εμείς, ποτέ δεν ήμασταν εμείς. Δε θα αργήσει τώρα, ίσως όχι αύριο, ούτε μεθαύριο, αλλά πολύ αργά. Όχι για πολύ τώρα, πώς σε κοιτάζω, και ποια άρνηση, πώς με αρνιέσαι, εσύ η τόσο απαρνημένη. Είναι ο χρόνος της μηλολόνθης, τον άλλο χρόνο δεν θα υπάρχουν καθόλου, ούτε τον χρόνο μετά τον άλλον, κοίτα ώσπου να κορεστείς. Έρχομαι σπίτι το σούρουπο, εκείνες βρίσκονται στο φτερό, σηκώνονται απ’ τη μικρή βαλανιδιά μου και χάνονται ζουζουνίζοντας, χορτασμένες, μες στους ίσκιους. Τεντώνομαι ψηλά, φτάνω το χοντρό κλαδί, τραβάω πάνω του το σώμα μου και μπαίνω. Τρία χρόνια μες στη γη, εκείνοι οι τυφλοπόντικες δε βρίσκουν, κάποτε καταβροχθίζουν, για δέκα μέρες, για ένα δεκαπενθήμερο, και πάντοτε το πέταγμα το σούρουπο. Προς τον ποταμό ίσως, προς τον ποταμό κατευθύνονται. Ανάβω το φως, το σβήνω ύστερα, ντροπιασμένος, στέκομαι και κοιτάζω μπροστά στο παράθυρο, στα παράθυρα, πηγαίνοντας απ’ το ένα στο άλλο, ακουμπώντας πάνω στα έπιπλα. Για μια στιγμή βλέπω τον ουρανό, τους άλλους ουρανούς, έπειτα γίνονται πρόσωπα, αγωνίες, έρωτες, οι άλλοι έρωτες, ακόμη κι ευτυχία, ναι, υπήρχε κι αυτό ακόμη, δυστυχώς. Στιγμές ζωής, και της δικής μου, ανάμεσα στις άλλες, γιατί να το αρνιέμαι, όλα ειπωμένα και καμωμένα. Ευτυχία, τι ευτυχία, αλλά τι θανάτους, τι έρωτες, γνώρισα στον καιρό μου, ήταν πολύ αργά τότε. Αχ ν’ αγαπάς στα τελευταία σου και να βλέπεις τα δικά τους, τους αγαπημένους της τελευταίας στιγμής, και να είσαι ευτυχισμένος, γιατί αχ, αζήτητε. Όχι αλλά τώρα, τώρα, μείνε μόνο ακίνητος, στάσου μπροστά στο παράθυρο, το ένα χέρι στον τοίχο, το άλλο να σφίγγει το πουκάμισό σου, και κοίτα τον ουρανό, ένα μεγάλο βλέμμα, αλλά όχι λυγμοί και σπασμοί, μια θάλασσα παιδικότητας, άλλοι ουρανοί, ένα άλλο σώμα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: