..........................................................
"...κι ούτε που ξέρει τι ’ναι αυτά που κάνει, ούτε που ακούει τα λόγια του,
γιατί της κυβερνάει τα μυαλά ο Βάκχος..."
"...κι ούτε που ξέρει τι ’ναι αυτά που κάνει, ούτε που ακούει τα λόγια του,
γιατί της κυβερνάει τα μυαλά ο Βάκχος..."
… Και πρώτη η μάνα του, του φόνου ιέρεια, έπεσε πάνω του,
κι εκείνος το κεφαλοπάνι που ’χε στα μαλλιά του τράβηξε, πέταξε μακριά,
να τον αναγνωρίσει η έρμη η Αγαύη, να μην τόνε σκοτώσει,
κι έπιασε να της λέει χαϊδεύοντας το μάγουλό της
«Εγώ είμαι, μάνα, το παιδί σου, ο Πενθέας σου,
αυτός που γέννησες εσύ στου Εχίονα το παλάτι,
λυπήσου με, μανούλα μου, μη φορτωθείς το κρίμα μου σκοτώνοντάς με».
Μα εκείνη βγάζει αφρούς από το στόμα της, κι έχουν τα μάτια της ανάποδα γυρίσει,
κι ούτε που ξέρει τι ’ναι αυτά που κάνει, ούτε που ακούει τα λόγια του,
γιατί της κυβερνάει τα μυαλά ο Βάκχος.
Το χέρι τού αρπάζει το αριστερό και στα πλευρά πατώντας τον το ξεριζώνει –
όχι πως είχε τόση δύναμη, ήτανε ο θεός που της δυνάμωνε τα χέρια.
Κι από την άλλη τη μεριά η Ινώ σκίζει τις σάρκες του κομμάτια,
και παραδίπλα η Αυτονόη, και γύρω ο όχλος μαζεμένος των Βακχών να τις κοιτάζει,
και μια βουή μεγάλη πήρε ν’ απλώνεται παντού,
κι εκείνος να στενάζει όσο είχε ακόμα μέσα του πνοή,
κι αυτές τριγύρω να αλαλάζουν,
η μία κρατώντας ένα χέρι, η άλλη πόδι με το άρβυλο ακόμα πάνω του,
γυμνά από σάρκες, σπαραγμένα τα πλευρά του,
κι αυτές με χέρια μες στα αίματα,
κομμάτια του Πενθέα να πετούν η μια στην άλλη.
Κείτεται τώρα δίχως σώμα –
ένα κομμάτι του πάνω στις πέτρες τις τραχιές,
άλλο κομμάτι παρακεί, μέσα στους θάμνους τους βαθύσκιωτους,
και το κεφάλι του το άθλιο στα χέρια της το παίρνει η μάνα του,
στου θύρσου της την κορυφή το μπήγει σαν να ’τανε κεφάλι λιονταριού
το περιφέρει στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, τρόπαιό της,
αφήνει πίσω της τις αδερφές της τις Μαινάδες να χορεύουν,
και πάει, και κατεβαίνει, στης πόλης μας τα τείχη μπαίνει αλλόφρονη,
κι όλο καλεί τον Βάκχο,
τον θηρευτή, τον συνεργάτη στα κυνήγια, τον καλλίνικο,
γιορτάζοντας μια νίκη που για θρήνους είναι μόνο…
Ευριπίδης – «ΒΑΚΧΑΙ» (στίχοι 1114 – 1147).
κι εκείνος το κεφαλοπάνι που ’χε στα μαλλιά του τράβηξε, πέταξε μακριά,
να τον αναγνωρίσει η έρμη η Αγαύη, να μην τόνε σκοτώσει,
κι έπιασε να της λέει χαϊδεύοντας το μάγουλό της
«Εγώ είμαι, μάνα, το παιδί σου, ο Πενθέας σου,
αυτός που γέννησες εσύ στου Εχίονα το παλάτι,
λυπήσου με, μανούλα μου, μη φορτωθείς το κρίμα μου σκοτώνοντάς με».
Μα εκείνη βγάζει αφρούς από το στόμα της, κι έχουν τα μάτια της ανάποδα γυρίσει,
κι ούτε που ξέρει τι ’ναι αυτά που κάνει, ούτε που ακούει τα λόγια του,
γιατί της κυβερνάει τα μυαλά ο Βάκχος.
Το χέρι τού αρπάζει το αριστερό και στα πλευρά πατώντας τον το ξεριζώνει –
όχι πως είχε τόση δύναμη, ήτανε ο θεός που της δυνάμωνε τα χέρια.
Κι από την άλλη τη μεριά η Ινώ σκίζει τις σάρκες του κομμάτια,
και παραδίπλα η Αυτονόη, και γύρω ο όχλος μαζεμένος των Βακχών να τις κοιτάζει,
και μια βουή μεγάλη πήρε ν’ απλώνεται παντού,
κι εκείνος να στενάζει όσο είχε ακόμα μέσα του πνοή,
κι αυτές τριγύρω να αλαλάζουν,
η μία κρατώντας ένα χέρι, η άλλη πόδι με το άρβυλο ακόμα πάνω του,
γυμνά από σάρκες, σπαραγμένα τα πλευρά του,
κι αυτές με χέρια μες στα αίματα,
κομμάτια του Πενθέα να πετούν η μια στην άλλη.
Κείτεται τώρα δίχως σώμα –
ένα κομμάτι του πάνω στις πέτρες τις τραχιές,
άλλο κομμάτι παρακεί, μέσα στους θάμνους τους βαθύσκιωτους,
και το κεφάλι του το άθλιο στα χέρια της το παίρνει η μάνα του,
στου θύρσου της την κορυφή το μπήγει σαν να ’τανε κεφάλι λιονταριού
το περιφέρει στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, τρόπαιό της,
αφήνει πίσω της τις αδερφές της τις Μαινάδες να χορεύουν,
και πάει, και κατεβαίνει, στης πόλης μας τα τείχη μπαίνει αλλόφρονη,
κι όλο καλεί τον Βάκχο,
τον θηρευτή, τον συνεργάτη στα κυνήγια, τον καλλίνικο,
γιορτάζοντας μια νίκη που για θρήνους είναι μόνο…
Ευριπίδης – «ΒΑΚΧΑΙ» (στίχοι 1114 – 1147).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου