Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Από τον "Φιλοκτήτη" (Αθήνα, Σάμος 1963-65) του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990)

..............................................................







Γιάννης Ρίτσος (1909 - 1990)






















"Φιλοκτήτης" (απόσπασμα)

...Καθόλου δεν πλησίαζα τους ξενώνες·

άκουγα μόνο τις φωνές των ξένων

σα να περνούσαν διαδοχικές στοές – μια στο σκοτάδι

και μια στο φως – συχνά πνιγμένες στους θορύβους

απ’ τις οπλές των αλόγων, έξω στο προαύλιο· - κάποτε μάλιστα τρό-

           μαξα

από ‘ναν ίσκιο μεγάλο που ‘πεσε μπρος στα πόδια μου, - ένα άλογο

στεκόταν στην τζαμόπορτα και κοίταζε μέσα

ισκιώνοντας τις σφυρήλατες   παραστάσεις των ασπίδων.



                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                


Έτσι μεγάλος είταν ο ίσκιος του πατέρα· σκίαζε ολόκληρο το σπίτι,

έκλεινε πόρτες και παράθυρα από πάνω ως κάτω,

και κάποτε θαρρούσα πως για να δω τη μέρα

θα ‘πρεπε να περάσω το κεφάλι μου κάτω απ’ τα σκέλη του –

αυτό με τρόμαζε ιδιαίτερα – τ’ άγγιγμα των μηρών του στον αυχένα

          μου. Προτιμούσα

να μένω μες στο σπίτι, στο αγαθό μισόφωτο των δωματίων,

ανάμεσα στα υπάκουα έπιπλα, με την πειθήνια αφή των παραπετασμά-

            των,

κι άλλοτε μες στην έρημη αίθουσα των αγαλμάτων, - αγαπούσα τους

          κούρους.



Κει μέσα βασίλευε δροσιά και σιωπή, την ώρα που έξω

στους ελαιώνες και στ’ αμπέλια, φρενιάζαν τα τζιτζίκια

μες στο καυτό, μαλαματένιο μεσημέρι. Στο δάπεδο

διασταυρώνονταν πράες, συμφωνημένες, οι σκιές των αγαλμάτων

σχηματίζοντας διάφανους, γαλάζιους ρόμβους· και κάποτε

ένα μικρό ποντίκι, ξεθαρρεμένο από την  ησυχία,

περνούσε αργά πάνω στα πόδια των κούρων, σταματούσε,

παρατηρούσε με δυο σταγόνες λάδι, όλο υποψία, τα στενόμακρα παρά-

          θυρα

στυλώνοντας το οξύ του ρύγχος, σα μαλακό βέλος, προς το απόλυτο,

εξ ονόματος όλων των μαρμαρωμένων – ο μικρός συνεταίρος τους.



Ο πατέρας δεν αγαπούσε τ’ αγάλματα. Ποτέ δεν τον είδα

να στέκεται μπροστά σε κάποιο· - ίσως κιόλας ο ίδιος

να ‘τανε τ’ άγαλμα του εαυτού του, ένα άγαλμα χάλκινο

αγέρωχου, απλησίαστου ιππέα. Και μόνον

η φιλία του εκείνη με τον Πάτροκλο

τον έφερνε κάπως κοντά μου, σα να κατέβαινε

με φαρδειές δρασκελιές απ’ το βάθρο του

και να χάνονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Μου φαινόταν παράξενο

πώς δεν ακούγονταν καθόλου τρίξιμο

απ’ τις κλειδώσεις των χάλκινων γονάτων του.

…………………………………………….





Κ’ η μητέρα, ένας ίσκιος κι αυτή, διάφανος ίσκιος,

ανάλαφρος και μακρινός – μια τρυφερότητα παρούσα

μέσα στη διαρκή απουσία της. Οι άντρες,

γυρίζοντας απ’ το κυνήγι, λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι,

βλέπαν, πίσω απ’ τα δέντρα, το δυτικό παράθυρο

σαν κρεμασμένο απ’ τα κλαδιά, μετέωρο, μόνο του,

κ’ εκεί, μέσα στη σκοτεινή κορνίζα του, η μητέρα,

σαν κρεμασμένη, κι αυτή να κοιτάζει

μακριά, το λιόγερμα, σα φλωροκαπνισμένη. Οι άντρες νόμιζαν

πως τους περίμενε, πως έτρωγε το δρόμο. Πολύ αργότερα

το νιώσαμε πως έλειπε, πως ήταν στ’ αλήθεια κρεμασμένη.



Στο πρόσωπό της, ο ίσκιος του σκοινιού διακρίνονταν αδιόρατα,

καθώς, μόλις ακούγονταν οι κυνηγοί κάτω στο δρόμο,

διόρθωνε την έκφρασή της, διώχνοντας με το χέρι της

έναν κατάμαυρο βόστρυχο που της έπεφτε τάχα στα μάτια· -

τον ίσκιο εκείνου του σκοινιού παραμέριζε· - αργότερα το μάθαμε,

όταν ακούγονταν πάνω απ’ τη λίμνη το τελευταίο κέρας, μέσα στο λυκό-

          φως,

όταν έπεφτε λίγος σουβάς απ’ την πρόσοψη του σπιτιού εντελώς αθό-

           ρυβα

κι άχνιζε ολόκληρος ο κάμπος ρόδινος και χρυσός με τα γαλάζια φάσμα-

          τα των δέντρων,

και τα σκυλιά, παρ’ ότι κουρασμένα, με τις γλώσσες τους έξω,

ελαφροπάταγαν σα ν’΄ανηφόριζαν στον ουρανό, μέσα σ’ έκσταση.



Σε λίγο, γέμιζε η εσπέρα  από στιλπνές, πολύχρωμες φτερούγες

σκοτωμένων πουλιών, εκεί στο πέτρινο υπαίθριο τραπέζι,

με τις πιατέλες γεμάτες μαβιά, κεχριμπαρένια, κόκκινα σταφύλια

και δροσερό νερό του πηγαδιού. Κ’ η μητέρα χαμογελούσε περίλυπη:

«Είδες που μου ήθελες νάσαι πουλί;» μού έλεγε,

κ’ έδινε εντολή στις υπηρέτριες να μαδήσουν τα πουλιά για το δείπνο

στην πίσω αυλή, εκεί που κιόλας η σκιά του βουνού

έπεφτε σα λιωμένο,  σπιθόβολο σίδερο, και τα πελώρια κυπαρίσσια,

αυστηρά, σκοτεινά και φιλέρημα,

έπαιρναν μια βουβή, ανεξήγητη πρωτοβουλία.



Κείνη την ώρα, οι άντρες, ιδρωμένοι, σκονισμένοι απ’ το κυνήγι

με κάτι χνούδια αγκαθιών στα μαλλιά τους,

με λεκέδες απ’ τη γύρη των πεύκων στους ώμους τους,

είχαν μπει στους λουτρώνες, κι ακουγόταν ως έξω

το πέσιμο του νερού κ’ η μυρωδιά του σαπουνιού, ανακατεμένη

με τα μύρα του κήπου – ζεσταμένο ρετσίνι, αρμπαρόριζα, δυόσμος, δεν-

           τρολίβανο –

δροσερές ευωδιές, βαθιανασαίνουσες. Κι ο κηπουρός ακουμπούσε

πάνω στον πέτρινο πάγκο το μεγάλο ποτιστήρι του, βρίσκοντας ευκαιρία

να πει μια ταπεινόφρονη, γελαστή «καλησπέρα» στη σεβάσμια δέσποινα

ανάμεσα σε ονόματα λουλουδιών, συνήθειες σπόρων και κάτι

για αρρώστιες φύλλων και καρπών, για κάμπιες και έντομα.




Επάνω στους ευκάλυπτους, χιλιάδες πουλιά ξελαρυγγιάζονταν

δοξαστικά, παράφρονα, σάμπως διαλαλητάδες σ’ εμποροπανήγυρη· ενώ

            κάτω τους

οι υπηρέτριες μαδούσαν τ’ άλλα πουλιά. Κ’ ερχόταν το βράδυ

έρημο, αργό, τελεσίδικο γεμάτο ανάλαφρα, πρασινόχρυσα πούπουλα

μ’ ένα αδιόρατο κόκκινο στίγμα στη ρίζα τους. Κάποτε,

είχε σταθεί ένα τέτοιο πούπουλο στα μαλλιά της μητέρας

και τη σκίαζε ολόκληρη. Εγώ, τότε, με τρόπο

πλησιάζοντάς την μια στιγμή, της το αφαίρεσα· - δεν άντεχα

να βλέπω τη μητέρα σκιασμένη από ξένες αμαρτίες. Ένα μικρό επιφώ-

          νημα

της ξέφυγε άθελα σα να της έβγαλαν ένα μαχαίρι απ’ το στήθος.



Ένα άλλο βράδυ – θυμάμαι – είχε βάλει τα χέρια της γύρω στη λυχνία

να προστατεύσει τη φλόγα απ’ τον άνεμο· τα χέρια της

έγιναν διάφανα,τριανταφυλλένια, σα δυο μεγάλα ροδοπέταλα

ένα περίεργο άνθος, κ’ η φλόγα της λυχνίας

ένας απίθανος ύπερος. Τότε, είδα

τα κλειδιά της αφημένα στην πέτρινη σκάλα,

πλάι στα σακκίδια και στα τόξα των κυνηγών· - κατάλαβα

αυτά τα χέρια τίποτα δε θα μπορούσαν πια να ξεκλειδώσουν,

τόσο μοναχικά, τόσο περίβλεπτα, κλειδωμένα για πάντα

μέσα στην ίδια τους τη διαφάνεια. Όταν μιλούσε

είταν σα ν’ αποσιωπούσε το κυριότερο· και τα χείλη της πρόβαιναν μό-

          λις

μες απ’ τον ίσκιο που έριχναν τα μακριά της ματόκλαδα.



Θυμάμαι ακόμη κάποιο μεσημέρι: καθώς έπινε νερό κάτω απ’ τα δέντρα

πρόσεξα πάλι τα χέρια της – πιο διάφανα

απ’ το ποτήρι που κρατούσε· η σκιά του ποτηριού της

έπεσε πάνω στο χορτάρι – ένας κύκλος, φωτεινός, ανεπαίσθητος· τότε

μια μέλισσα κάθισε στο κέντρο του κύκλου, με τα φτερά της ελαφρά

           φωτισμένα,

σαν πολιορκημένη απ’ το συναίσθημα μιας ανεξήγητης ευτυχίας.

Είταν το τελευταίο καλοκαίρι , πριν κληθώ κ’ εγώ με τη σειρά μου.

Σου μίλησα πολύ για τη μητέρα, - ίσως να διέκρινα στα χέρια σου,

          φίλε μου,

κάτι απ’ το φέγγος των χεριών της. Ό,τι άγγιζε

γινόταν άξαφνα μακρινή μουσική – δεν αγγιζόταν,

μόνο ακουγόταν πια μήτε κι αυτό. Δεν απόμεινε τίποτα –

λησμονημένος ήχος, αίσθηση αόριστη – όχι γνώση...

Δεν υπάρχουν σχόλια: