...........................................................
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟΠΙΟ
ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ...
Βλέπουμε ἄραγες μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ αὐτὸ ἤ παραπλήσιο τοπίο ποὺ ἄλλοι πρεσβύτεροι ἤ προϋπάρξαντες ποιητὲς εἶδαν πρὶν ἀπὸ μᾶς; Καὶ ναὶ καὶ ὄχι εἶναι ἡ φυσιολογικὴ ἀπάντηση γιατὶ ἡ ὑπόθεση ἔχει σχέση μὲ τὴ διαφορετικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τὴν ἐποχή, τὴν ὥρα, τὴν ἱστορία ποὺ μεσολαβεῖ. Ὡστόσο ὅμως συνειρμικὰ ἔρχονται στὸ νοῦ αὐτὰ ποὺ ἔχει διατυπώσει κάποιος προγενέστερος γιὰ φυσικὰ πλάνα ἴδια ποὺ βλέπουμε καὶ μεῖς πολὺ καιρὸ ἀργότερα. Γυρίζοντας ἀπὸ τὰ Μετέωρα καὶ τὸν ἀργυροδίνη Πηνειὸ (πολὺ φτωχὸν σήμερα σὲ ποσότητα νεροῦ) σκεφτόμουνα τὸν ἐξιδανικευμένο τρόπο ποὺ τὰ περιγράφει στὴν ποίησή του ὁ Σικελιανός, ἐντελῶς ξένο πρὸς τὴ σημερινὴ ἰδιοσυγκρασία μας. Κάποια στιγμὴ σταμάτησα σὲ μιὰ μοναχικὴ λεύκα καὶ ἀμέσως θυμήθηκα τὸ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Κλαύδιου Μαρκίνα (Γεώργιος Ἀργυρόπουλος Τρίκαλα 1894-Ἀθήνα 1960) καὶ ἡ νοσταλγία μὲ συνεπῆρε. Ἐδῶ χωρὶς νὰ συμφωνῶ μὲ τὴν ἐκφραστικὴ καὶ τὴν αἰσθηματολογία του διαπίστωσα παρόμοια θέαση: Στὸ ποίημά του μὲ τίτλο «Μιὰ λεύκα στὸν κάμπο», ὁ ποιητὴς συγκινεῖται ἀπὸ τὴν εὔγλωττη μοναξιὰ τῆς μοναχικῆς λεύκας, ἡ ὁποία τοῦ μιλάει καὶ τοῦ διαμηνύει πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα θὰ μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης. Τὰ μοναχικὰ δέντρα συναντῶνται πολὺ συχνὰ μέσα στὸν «κατακαημένο μας κάμπο», ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ ἀδικοχαμένος στὰ νιάτα του Γιῶργος Βαλταδῶρος καὶ συνιστοῦν μοναδικὲς εἰκόνες αἰσθητικῆς καὶ ὑπαρξιακῆς παρηγορίας. Ἄς παρακολουθήσουμε στίχο τὸν στίχο τὸ συμπαθητικο αὐτὸ ποίημα:
ΜΙΑ ΛΕΥΚΑ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ
Μες στ’ ουρανοῦ το φόντο τ’ ολογάλανο
την είχε ο μάγος ήλιος ζωγραφίσει
κ’ ήταν σα νοσταλγία και σαν όνειρο
που η νιότη μας περνώντας είχε αφήσει.
Και την κορφή τη λυγερή της τέντωνε
μες στη χρυσή κι ολόφωτη σιωπή
και τ’ ασημένια φύλλα της ανάδευε
σαν νάθελε τον πόνο της να πει.
Μια λεύκα. Κ’ ερημιά γύρω – τριγύρω της
και λιόχαρος ο κάμπος πέρα ως πέρα
κ’ ένας πλατύς απέραντος ορίζοντας
και μια γαλάζια διάφανη ατμοσφαίρα.
(Και τα κλαδιά της γιόμισαν λουλούδια
και παραδείσια εξωτικά πουλιά
και γιόμισαν οι κάμποι από τραγούδια
και γιασεμιά τα ολόξανθα μαλλιά.)
Με τι καρδιά στην πόλη να γυρίσω…
Με τι καρδιά στο σπίτι μου να μπω…
Κ’ ήταν ανθρώποι – ανθρώποι μες στους δρόμους
και θλιβερό το σπίτι μου θαμπό.
Τι κουρασμένος, Θέ μου, και δεν ξέρω
την έρημη ψυχή μου πού να βάλω.
Κ’ ήτανε μες στο λιόχαρο τον κάμπο
μια λεύκα μοναχή και τίποτ’ άλλο.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΜΑΡΚΙΝΑΣ
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟΠΙΟ
ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ...
Βλέπουμε ἄραγες μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ αὐτὸ ἤ παραπλήσιο τοπίο ποὺ ἄλλοι πρεσβύτεροι ἤ προϋπάρξαντες ποιητὲς εἶδαν πρὶν ἀπὸ μᾶς; Καὶ ναὶ καὶ ὄχι εἶναι ἡ φυσιολογικὴ ἀπάντηση γιατὶ ἡ ὑπόθεση ἔχει σχέση μὲ τὴ διαφορετικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τὴν ἐποχή, τὴν ὥρα, τὴν ἱστορία ποὺ μεσολαβεῖ. Ὡστόσο ὅμως συνειρμικὰ ἔρχονται στὸ νοῦ αὐτὰ ποὺ ἔχει διατυπώσει κάποιος προγενέστερος γιὰ φυσικὰ πλάνα ἴδια ποὺ βλέπουμε καὶ μεῖς πολὺ καιρὸ ἀργότερα. Γυρίζοντας ἀπὸ τὰ Μετέωρα καὶ τὸν ἀργυροδίνη Πηνειὸ (πολὺ φτωχὸν σήμερα σὲ ποσότητα νεροῦ) σκεφτόμουνα τὸν ἐξιδανικευμένο τρόπο ποὺ τὰ περιγράφει στὴν ποίησή του ὁ Σικελιανός, ἐντελῶς ξένο πρὸς τὴ σημερινὴ ἰδιοσυγκρασία μας. Κάποια στιγμὴ σταμάτησα σὲ μιὰ μοναχικὴ λεύκα καὶ ἀμέσως θυμήθηκα τὸ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Κλαύδιου Μαρκίνα (Γεώργιος Ἀργυρόπουλος Τρίκαλα 1894-Ἀθήνα 1960) καὶ ἡ νοσταλγία μὲ συνεπῆρε. Ἐδῶ χωρὶς νὰ συμφωνῶ μὲ τὴν ἐκφραστικὴ καὶ τὴν αἰσθηματολογία του διαπίστωσα παρόμοια θέαση: Στὸ ποίημά του μὲ τίτλο «Μιὰ λεύκα στὸν κάμπο», ὁ ποιητὴς συγκινεῖται ἀπὸ τὴν εὔγλωττη μοναξιὰ τῆς μοναχικῆς λεύκας, ἡ ὁποία τοῦ μιλάει καὶ τοῦ διαμηνύει πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα θὰ μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης. Τὰ μοναχικὰ δέντρα συναντῶνται πολὺ συχνὰ μέσα στὸν «κατακαημένο μας κάμπο», ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ ἀδικοχαμένος στὰ νιάτα του Γιῶργος Βαλταδῶρος καὶ συνιστοῦν μοναδικὲς εἰκόνες αἰσθητικῆς καὶ ὑπαρξιακῆς παρηγορίας. Ἄς παρακολουθήσουμε στίχο τὸν στίχο τὸ συμπαθητικο αὐτὸ ποίημα:
ΜΙΑ ΛΕΥΚΑ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ
Μες στ’ ουρανοῦ το φόντο τ’ ολογάλανο
την είχε ο μάγος ήλιος ζωγραφίσει
κ’ ήταν σα νοσταλγία και σαν όνειρο
που η νιότη μας περνώντας είχε αφήσει.
Και την κορφή τη λυγερή της τέντωνε
μες στη χρυσή κι ολόφωτη σιωπή
και τ’ ασημένια φύλλα της ανάδευε
σαν νάθελε τον πόνο της να πει.
Μια λεύκα. Κ’ ερημιά γύρω – τριγύρω της
και λιόχαρος ο κάμπος πέρα ως πέρα
κ’ ένας πλατύς απέραντος ορίζοντας
και μια γαλάζια διάφανη ατμοσφαίρα.
(Και τα κλαδιά της γιόμισαν λουλούδια
και παραδείσια εξωτικά πουλιά
και γιόμισαν οι κάμποι από τραγούδια
και γιασεμιά τα ολόξανθα μαλλιά.)
Με τι καρδιά στην πόλη να γυρίσω…
Με τι καρδιά στο σπίτι μου να μπω…
Κ’ ήταν ανθρώποι – ανθρώποι μες στους δρόμους
και θλιβερό το σπίτι μου θαμπό.
Τι κουρασμένος, Θέ μου, και δεν ξέρω
την έρημη ψυχή μου πού να βάλω.
Κ’ ήτανε μες στο λιόχαρο τον κάμπο
μια λεύκα μοναχή και τίποτ’ άλλο.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΜΑΡΚΙΝΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου