Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

"Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΕΛΒΙΡΕΣ" γράφει ο Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 6/9/2016)

.............................................................

 

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΕΛΒΙΡΕΣ







γράφει ο Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 6/9/2016)
 

Γεννήθηκα την 11η Νοεμβρίου του 1900 στην Καβάλα ως Ελβίρα Μπενμαγιόρ. Εβραία. Πλουσιοκόριτσο. Το 1919, στη Δράμα, παντρεύτηκα τον επίσης Εβραίο και πλούσιο Αιμίλιο Κάκκη και έγινα Ελβίρα Κάκκη. Μεταξύ του 1941 και του 1945, στη Θεσσαλονίκη, που ήταν πολύ επικίνδυνο να είσαι Εβραίος, το άλλαξα σε Μαριάνθη Θεοδώρου. Από το 1945 μέχρι το 1987, που πέθανα στο Μάουντεν Βιου της Καλιφόρνιας, ήμουν η εβραϊκής καταγωγής Ελληνίδα Elvira Kakis – με ένα ‘‘κ’’ και κολλημένο πάντα το ‘‘ς’’ στο τέλος.
Δεν έχω καμία σχέση με την εξ Αραγωνίας Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, παρότι και οι δύο διατελέσαμε ‘‘καλλονές’’ της εποχής και τραγουδίστριες. Εκτός των άλλων, με περνούσε και οχτώ χρόνια. Ούτε που την έχω δει ποτέ μου. Βέβαια, την έχω ακούσει στο γραμμόφωνο να κάνει τη ‘‘Ροζίνα’’ στον ''Κουρέα της Σεβίλλης’’, την έχω ακούσει και στον ‘‘Μπάρμπα-Γιάννη τον κανατά’’ που είπε στα ελληνικά – καταπληκτική φωνή, δε λέω, αλλά καμία σχέση με τη δική μου. Εγώ είμαι λαϊκή τραγουδίστρια, εκείνη υψίφωνος της όπερας. Κι όμως, μέχρι που πέθανα, έρχονταν διάφοροι και με ρωτούσαν ποια πραγματικά είμαι, κι αν παράτησα τη Σκάλα του Μιλάνου για την αγάπη του Τσιτσάνη.
Μ’ αυτόν τον καημό έφυγα. Διότι εγώ πράγματι είπα δύο τραγούδια του Τσιτσάνη, ενώ η άλλη Ελβίρα κανένα, αλλά, θεός φυλάξοι, δεν είχα τίποτα πονηρό μαζί του. Αυτό μου έλειπε, παντρεμένη γυναίκα, με τέσσερα παιδιά και δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του… Ούτε εκείνη είχε καμία σχέση με τον Βασίλη. Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Έλα όμως που όλος ο κόσμος πιστεύει ότι χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Ελβίρα Κάκκη για να πει το καλαματιανό ‘‘Ποιος είδε πράσινο δεντρί’’ και το ζεϊμπέκικο ‘‘Πικρός είναι ο πόνος μου’’ του Βασίλη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και διέκοψε την περιοδεία της από το Κόβεντ Γκάρντεν ως την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης και το Καλόν του Μπουένος Άιρες, και ήρθε να μείνει στην Ψωροκώσταινα για το χατίρι του. Με άλλα λόγια, εγώ δεν υπάρχω ως καλλιτέχνιδα ή, αν υπάρχω, μπορεί να είμαι και η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, παράνομος δεσμός του Τσιτσάνη, που για να του κάνει το κέφι, παράτησε τις Τραβιάτες και έπιασε τα ‘‘Τι σου ’κανα, βρε μάτια μου / γιατί δε μου μιλιέσαι / γιατί δε με λογίζεσαι / τσαχπίνη μου / παρά με καταριέσαι…’’.
Μπερδευτήκατε, βλέπω, γι’ αυτό και θα πιάσω τα πράγματα από την αρχή να μπείτε στο νόημα.
Τον Βασίλη Τσιτσάνη τον γνώρισα αρχές φθινοπώρου του 1937, που ήρθε στη Δράμα με την ορχήστρα του Μήτσου Περδικόπουλου να παίξει στο σκεπαστό χειμερινό κινηματοθέατρο ‘‘Μέγας'' του αντρός μου (είχαμε κι ένα θερινό, που λεγόταν ‘‘Διονύσια’’), απ’ όπου είχαν παρελάσει όλοι οι μεγάλοι της εποχής από τον Αττίκ, μέχρι την Μαρίκα Κοτοπούλη. Ήταν ένα ψιλόλιγνο αγόρι εικοσιδύο χρονών που έπαιζε καταπληκτικά ένα πολύ παράξενο μπουζούκι. Όταν γνωριστήκαμε και τον ρώτησα, μου είπε ότι ήταν μαντόλα αλλά της είχε αλλάζει το χέρι και τα τέλια και την είχε κάνει μπουζούκι.
Μ’ άρεσε πολύ να συγχρωτίζομαι με τους καλλιτέχνες, γιατί ήμουν κι εγώ φύση καλλιτεχνική. Μετά το πέρας τον παραστάσεων, ο Αιμίλιος ο άντρας μου έκανε το τραπέζι στα θεατρικά μπουλούκια ή στους μουσικούς. Τρώγαμε, λέγαμε διάφορα, οι άντρες έπιναν κρασί, εμείς οι γυναίκες λικεράκι, πειράζαμε ό ένας τον άλλον, αστειευόμασταν, γελούσαμε, και στο τέλος το ρίχναμε όλοι μαζί στο τραγούδι. Έτσι γίνονταν αυτά τα πράγματα παλιά. Ωραίες εποχές...
Σ’ αυτά τα φαγοπότια έμαθα ότι ήταν Τρικαλινός κι ότι είχε κατέβει στην Αθήνα να σπουδάσει Νομικά, αλλά είχε βγάλει πρόσφατα κι έναν δίσκο που στη μία πλευρά ο Μήτσος ο Περδικόπουλος έλεγε το γνωστό δημοτικό ‘‘Σιγά, καλέ, την άμαξα’’ κι από την άλλη ένα καινούργιο του νεαρούλη με τα σπαστά μαλλιά που λεγόταν ‘‘Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε…’’. Νομικά και τεκέδες, δεν πάμε μαζί, σκέφτηκα από μέσα μου και κρυφογέλασα, αλλά δεν είπα τίποτα. Κρυφογέλαγα κι όταν τον άκουγα να μιλάει. Ήταν τόσο βαριά ήταν η προφορά του, που δυσκολευόσουν να τον καταλάβεις. Αφού όλοι τον φώναζαν ‘‘βλαχάκι’’’. Μετά, σιγά-σιγά την διόρθωσε κάπως, αλλά τότε μόνο τις μισές κουβέντες πιάναμε και προσπαθούσαμε να βγάλουμε συμπέρασμα. Έπαιζε όμως ένα μπουζούκι…
Εκεί μ’ άκουσε κι εκείνος να τραγουδάω. Σ’ αυτά τα σπιτικά γλέντια οι γυναίκες ήταν που έδιναν τον τόνο. Έλεγα θυμάμαι το ‘‘Το γελεκάκι που φορείς’’, ο Περδικόπουλος μου έκανε δεύτερη φωνή και έπαιζε, έπαιζε και το ‘‘βλαχάκι’’ και με κοίταγε λοξά-λοξά. ‘‘Βρε μπας και το έπιασα πολύ ψηλά;’’ αναρωτιόμουν. Αλλά με το που τελειώνω το τραγούδι, εκείνος γυρνάει και λέει του αντρός μου που με καμάρωνε: ‘‘Κύριε Αιμίλιε, έχω στα σκαριά ένα δίσκο να γραμμοφωνήσω, κι αν δεν έχετε αντίρρηση, θα ήθελα να μου τα πει η σύζυγός σας…’’. Κοκκινίζω εγώ, βάζω τα γέλια, ο Αιμίλιος το σκέφτεται, με κοιτάει, γελάει κι εκείνος, ‘‘εντάξει’’, λέει, ‘‘εγώ δεν έχω ουδεμία αντίρρηση, αν, βέβαια, το θέλει κι εκείνη… Φτάνει να μην είναι τίποτα με μαστούρες και τα τοιαύτα…’’. Πολύ προοδευτικός άνθρωπος ο μακαρίτης ο άντρας μου, άλλος στη θέση του μπορεί και να το ’παιρνε για προσβολή, όμως ο δικός μου ήτανε πολύ μπροστά για την εποχή του. Αφού, να σκεφτείτε, αυτός πρωτοεγκατέστησε ηλεκτρικά κουδούνια στη Θεσσαλονίκη, αυτός ηλεκτροδότησε για πρώτη φορά τον Λευκό Πύργο! Είχε σπουδάσει ηλεκτρολόγος στην Ιταλία.
Εγώ, στην αρχή, έκανα τάχα πώς δεν ήθελα, αλλά μέσα μου φτερούγιζε η καρδιά μου από τη συγκίνηση. ‘‘Εντάξει’’, είπα κι εγώ στο τέλος. Έτσι κατέβηκα στην Αθήνα, συνοδευόμενη από τον Αιμίλιο, βέβαια, Οκτώβριο του 1937, βρήκαμε τον Βασίλη, πήγαμε στην ΟΝΤΕΟΝ και τα είπα. Εκεί με άκουσε ο Σπύρος Περιστέρης, μου είπε ‘‘εσύ κοπέλα μου έχεις φωνή!’’, και να ’μαι πάλι στην Αθήνα ύστερα από μερικούς μήνες, αρχές τους 1938, να λέω το ‘‘Μάτια μου μεγάλα’’ και ‘‘Το πήρα πια απόφαση’’, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...
Το βράδυ, μετά τη γραμμοφώνηση, ο Βασίλης μας κάλεσε να πάμε στο μαγαζί που δούλευε. ‘‘Στα «Μπιζέλια» ή στο «Κουκλάκι» παίζεις;’’ τον ρώτησε ο Αιμίλιος. ‘‘Τώρα είμαι στον «Πλάτανο», κοντά στο Σταθμό Λαρίσης. Θα το βρείτε ή να περάσω από το ξενοδοχείο να σας πάρω;" ‘‘Θα πάρουμε ταξί’’, του απάντησε ο Αιμίλιος.
Τραγουδούσε κιόλας με την καλαμένια φωνή του και την περίεργη προφορά του που τα ‘‘ου’’ τα έκανε ‘‘ο’’. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σε μια στιγμή γυρνάει και λέει στους θαμώνες ότι το βράδυ αυτό παρευρίσκεται με το σύζυγό της και καλό του φίλο Αιμίλιο Κάκκη η κυρία Ελβίρα Κάκκη, ''με τη οποία χτες και σήμερα γράψαμε δύο τραγούδια που σύντομα θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο.'' Σηκώνεται από το πάλκο, έρχεται στο τραπέζι μας κι αρχίζει να παίζει το δικό μας το καλαματιανό. Έπαιξε δυο φορές την εισαγωγή, γιατί δεν μπήκα με την πρώτη, ντρεπόμουνα, αλλά ο Βασίλης που είπε σιγανά αλλά επιτακτικά ‘‘έλα, ντε!’’ και ο Αιμίλιος με σκούντησε ενθαρρυντικά. Έτσι, με το που ολοκληρώνει για δεύτερη φορά την εισαγωγή, αρχίζω δειλά – ‘‘Ποιος είδε πράσινο δεντρί / μαυροματούσα μ’ και ξανθή / γιε μ’ / να ’χει γαλάζια φύλλα / μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια…’’. Σείστηκε το μαγαζί από τα χειροκροτήματα. ‘‘Πάμε το άλλο’’, μου κάνει ο Τσιτσάνης κι αρχίζει να παίζει το ‘‘Πικρός είναι ο πόνος μου’’. Αυτό το είπα καλύτερα, γιατί είχα ξεθαρρέψει κάπως και είχε ζεσταθεί ο λαιμός μου, αλλά στο τέλος πάλι ντράπηκα να σηκωθώ από το τραπέζι, να με δει ο κόσμος που χειροκροτούσε και ήθελε να μάθει ποια είμαι...
Μείναμε στο μαγαζί μέχρι που έφυγε και ο τελευταίος πελάτης. Τι περίεργο πράγμα που είναι οι μουσικοί, βρε παιδί μου! Παίζουν για να βγάλουν το ψωμί τους και μετά παίζουν και για δική τους διασκέδαση. Ψωμί και διασκέδαση – το ίδιο πράγμα!... Ήρθε όλη η ορχήστρα στο τραπέζι μας. Με τα όργανά τους. Μαζί κι ο κάπελας. Κάποιοι στρίψανε και τσιγάρα, από τα αλλιώτικα. Ο Τσιτσάνης έπιασε να λέει κάτι αδέσποτα μουρμούρικα της φυλακής. Και κάτι καινούργια, που μου είπε ότι θα πήγαιναν στη φωνή μου, αλλά δυστυχώς ήταν αντρικά. Ένα από αυτά μάλιστα, το ‘‘Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα’’, θα του το έλεγε σε δίσκο ο Μάρκος. Ο κάπελας, που είχε φτιαχτεί πιο πολύ απ’ όλους, του λέει, ‘‘Ρε, βλαχάκι, παίξε μας και την Παραγουάη’’. Χαμογελάει εκείνος κι αρχίζει – ‘‘Μες στην Παραγουάη / σε φίνο ακρογιάλι / θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό…’’. Εκεί έμαθα ότι το τραγούδι αυτό το είχε συνθέσει στην παλιά του μαντόλα, μαθητής ακόμα, σε ηλικία δεκαέξι χρονών. Το είχε πρωτοτραγουδήσει σε μια εκδρομή με το σχολείο του, κι ότι μόλις το άκουσε ο καθηγητής που τους έκανε Γεωγραφία, τον άφησε μετεξεταστέο, γιατί η Παραγουάη δεν έχει θάλασσα…
‘‘Να δούμε τώρα πώς θα τα πας με τις Σαλονικιές, που είναι ντερμπεντέρισσες’’, του πέταξε ένας άλλος, και πήγα να προσβληθώ ότι έριχνε σπόντα για μένα, γιατί Σαλονίκη-Καβάλα είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. ‘‘Θα πηδάει τη μάντρα’’, έβαλε τα γέλια ο κάπελας. ‘‘Αφού ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής στο πήδημα…’’ Αυτό το είπε επειδή, πάλι γυμνασιόπαις, είχε κάνει ρεκόρ στο άλμα τριπλούν, πηδώντας 11,41 μέτρα, παρακαλώ, και ο δήμαρχος των Τρικάλων του είχε δώσει Χρυσό Καλαμάρι. Η κουβέντα δεν ήταν για μένα, αλλά για το ότι ο Βασιλάκης επρόκειτο να πάει φαντάρος στη Θεσσαλονίκη, στο Τάγμα Τηλεγραφητών. ‘‘Ε, θα σ’ έχουμε και πιο κοντά μας’’, του είπε ο Αιμίλιος. ‘‘Να παίρνεις άδειες και να ’ρχεσαι να μας βλέπεις. Θα σου στήνω ολόκληρη παράσταση’’. Δεν ήρθε ποτέ. Όποτε έπαιρνε άδεια κατέβαινε στην Αθήνα και γραμμοφωνούσε καινούργια τραγούδια του. Επέστρεφε πάντα καθυστερημένος στο στρατόπεδο κι έτσι τον κλείνανε στο πειθαρχείο. Εκεί, κλειδωμένος, έγραψε την ‘‘Αρχόντισα’’.
Ο Αιμίλιος δεν τον ξαναείδε. Εγώ μονάχα άλλες δύο φορές ακόμα. Τη μία το 1944 στη Σαλονίκη και την άλλη το 1963 στην Αμερική.
Με την ‘‘Αρχόντισσα’’ άρχισε και η δική μου ταλαιπωρία. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι το είχε γράψει για μια πάμπλουτη γυναίκα τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ μέχρι να την αποκτήσει. Ήταν, βλέπετε, και γυναικάς. Αφού το παραδεχόταν και η σύζυγός του, η κυρία Ζωή Τσιτσάνη. ‘‘Ήταν ωραίος και γλυκός ο Βασίλης μου και πολλές γυναίκες τον περιτριγύριζαν’’, διάβασα σε μια συνέντευξή της, μετά τον θάνατό του. ‘‘Πάντα ζήλευα, αλλά δεν το ’δειχνα…’’. Το λένε και τα ίδια του τα τραγούδια. Όλο αρχόντισσες, μόρτισσες, ξελογιάστρες μποέμισες, αθηναίισσες και Κατερίνες Σαλονικιές είναι. Και σαν να μην του φτάνανε οι δικές μας ως έμπνευση, έπιασε και τις αραπίνες. Γκιουλμπαχάρ, Ζαϊρες, Σεράχ και μάγισσες από την αραπιά. Το διατυμπάνιζε καθαρά και ο ίδιος – ‘‘Κι αν γυρίζουμε ξενύχτηδες τα βράδια / κι αν ρομάντζες τραγουδάμε στα σκοτάδια / κι αν τα νιάτα μας τα κάναμε ρημαδιά και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ / σερσέ λα φαμ / σερσέ λα φαμ…’’.
Να σας πω και κάτι να γελάσουμε – το ‘‘ρουφάμ’’ δεν το έκανε χάριν ομοιοκαταληξίας, έτσι το έλεγε κι όταν μιλούσε. Ευτυχώς που δεν έγινε δικηγόρος, να αγορεύει με τέτοια προφορά...
Τέλος πάντων, σας έλεγα για την ‘‘Αρχόντισσα’’. Έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνο το κουπλέ που λέει – ‘‘Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει / και ξέχασαν για πάντα τη ζωή; / Μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια / σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί…’’. Άρχισαν αμέσως τα κουτσομπολιά. Ποια να ’ναι αυτή η πλούσια που τη γνωρίζουνε και ξένοι και ρωμιοί; Μήπως αυτή η Ελβίρα Κάκκη, που ενώ είπε δύο τραγούδια του, μετά εξαφανίστηκε μυστηριωδώς; Πες, πες, πες, στο τέλος βγήκε ότι η Ελβίρα Κάκκη δεν υπήρχε. Ήταν ένα παραβάν πίσω από το οποίο κρυβόταν η αλλοδαπή, ζάμπλουτη, διάσημη και, παραδόξως πώς, εγκατεστημένη στην Αθήνα Σπανιόλα σοπράνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Που, τάχα μου, ο Τσιτσάνης την είχε στην καψούρα του. Τι κι αν ήταν οι φωνές μας διαφορετικές. Αυτές της όπερας, λέγανε, την κάνουν τη φωνή τους όπως θέλουν.
Εγώ όμως υπήρχα, μεγάλωνα τέσσερα παιδιά, ήμουν γυναίκα του σπιτιού κι όχι του πάλκου. Μπήκα τυχαία στο τραγούδι και όχι για να κάνω καριέρα. Αν και μπορούσα. Παρ’ όλα αυτά, αργότερα, στην Αμερική, όταν με πήραν κι εμένα τα χρόνια, σαν με ρωτούσαν διάφοροι τι δουλειά έκανα, τους έλεγα ότι ήμουν τραγουδίστρια. Αν και μετά το θάνατο του αντρός μου το 1940, δεν ξανατραγούδησα ποτέ στη ζωή μου. Ίσως καμιά φορά μονάχη μου, αλλά χαμηλόφωνα, σχεδόν από μέσα μου…
Στη Δράμα, πάλι, τα λέγανε ανάποδα – δεν υπήρχε η ντε Ιντάλγκο κι ότι εγώ κατέβαινα κάθε τόσο στην Αθήνα για να τραγουδήσω ‘‘Ριγκολέτο’’ στο Παλλάς. Και να συναντηθώ με το ‘‘βλαχάκι’’. Με την κάλυψη του συζύγου μάλιστα…
Εκείνο, δηλαδή, που επαναλαμβανόταν σταθερά ήταν ότι κάτι έτρεχε ανάμεσα σε κάποια Ελβίρα και τον Τσιτσάνη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, με παίρνανε κι εμένα τα σκάγια. Εμένα, που μόνο έναν άντρα γνώρισα στη ζωή μου, τον αδικοσκοτωμένο μου Αιμίλιο. Που αν και χήρεψα νέα γυναίκα, στα σαράντα μου, και στην Αμερική μου πρότειναν κάμποσες φορές από τις εβραϊκές οργανώσεις να μου βρουν έναν χήρο να με ξαναπαντρέψουν, εγώ έμεινα πιστή στη μνήμη του...
Έγινε ένα τέτοιο μπέρδεμα που, αργότερα, κάποιος που δεν θα αναφέρω το όνομά του, έγραψε σε βιβλίο για τον Τσιτσάνη ότι η διάσημη σεφαρδίμ (Ισπανοεβραία δηλαδή) ερωμένη του τον είχε εγκαταλείψει και είχε παντρευτεί στη Δράμα κάποιον επίσης Εβραίο, αλλάζοντας το όνομά της από ντε Ιντάλγκο σε Κάκκη! Έγραψε, βέβαια, και ο Μανώλης Αθανασάκης ένα βιβλίο σωστό που αποκαθιστούσε την αλήθεια, αλλά τι να το κάνω, αυτό έγινε κοντά είκοσι χρόνια μετά το θάνατό μου...
Τον ξαναείδα στη Σαλονίκη αρχές του 1944, μέσα στην Κατοχή. Με άλλο όνομα ετούτη τη φορά. Μαριάνθη Θεοδώρου. Εγώ και τα παιδιά μου είμαστε από τους μετρημένους στα δάχτυλα Εβραίους που γλιτώσανε. Έμαθα που έμενε, πήγα και τον βρήκα. Μου άνοιξε η γυναίκα του, η κυρία Ζωή Σαμαρά, που την είχε αρραβωνιάρα από προπολεμικά. ‘‘Ελβίρα!’’ με γνώρισε αμέσως εκείνος. Είχε αφήσει μουστάκι και φαινόταν πιο μεγάλος. Από ‘‘βλαχάκι’’ είχε γίνει ‘‘βλάχος’’. Η σύζυγός του μ’ έκοβε από πάνω ως κάτω, γιατί κι εκείνη είχε ακούσει τα περί Σπανιόλας Ελβίρας και με ζύγιζε. Δεν θα πρέπει να της γέμισα το μάτι, γιατί από την πείνα ήμουνα για κλάματα. Όλες μας ήμασταν για κλάματα. Είχα μπει και στο ΕΑΜ. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου ήταν ΕΛΑΣίτες και τα δύο μικρότερα στην ΕΠΟΝ. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία που μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά θα σας την πω άλλη φορά, γιατί τώρα το θέμα μας είναι ο Τσιτσάνης. Της εξηγήσαμε της γυναίκας και οι δύο, να ησυχάσει. Ησύχασε νομίζω. ‘‘Μείνε να κοιμηθείς απόψε μαζί μας’’, μου κάνει. ‘‘Θα πάμε το βράδυ ν’ ακούσουμε και τον Βασίλη στα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα»’’. Εξηγώ ότι είμαι χήρα και δεν κάνει, εκείνη επιμένει, επιμένει και η ο Βασίλης, όντως πήγαμε. Αν και είχε δικό του ουζερί δίπλα στο Μέγαρο του Μοσκώφ, πήγαινε και στα «Κούτσουρα».
Τίγκα από κόσμο. Μας έβαλε να καθίσουμε μπροστά-μπροστά, στο τραπέζι του κουμπάρου του. Κοιτάω ποιος ήταν ο κουμπάρος και κόντεψα να λιγοθυμήσω – ο Νίκος Μουσχουντής, ο αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης, που εμάς τους αριστερούς μας κυνηγούσε λυσσασμένα. Εκείνος, πάντως, χειροφιλήματα, να μας βγάλει τις παλτουδιές, να μας κρατήσει τις καρέκλες να καθίσουμε, κύριος...
Ο Τσιτσάνης είπε ένα σωρό τραγούδια που εγώ δεν τα ήξερα. Το ‘‘Μπαξέ τσιφλίκι’’, τον ‘‘Σακαφλιά’’, τις ‘‘Αραπίνες’’, το ''Όταν συμβεί στα πέριξ’’… Το ένα καλύτερο από το άλλο. Αλλά όταν έπιασε τη ‘‘Συννεφιασμένη Κυριακή’’, μου κόπηκε η ανάσα. Τι ήταν αυτό το πράγμα! Μ’ έπιασε κατευθείαν από το λαιμό και με καθήλωσε! Δίπλα μου, αυτός σκύλος ο Μουσχουντής έκλαιγε!
Όπως αναμενόταν, μετά το τέλος, οι μουσικοί έμειναν και συνέχιζαν να παίζουν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν χόρταιναν ποτέ. Μείναμε κι εγώ, η κυρία Ζωή, ο Μουσχουντής κι ένας ταγματασφαλίτης που ήταν μαζί του, αλλά σε άλλο τραπέζι αυτός. Αρχίζει ο Βασίλης τα πιο ‘‘έτσι’’, ο Μουσχουντής έχει λύσει τη γραβάτα του, πίνει και ξαναπίνει. Βγάζει από την τσέπη του σακακιού του ένα ‘‘έτοιμο’’ και το ανάβει. Το κατάλαβα από τη δριμιά μυρωδιά. Ο Βασίλης τον πλησιάζει όρθιος με το μπουζούκι και του παίζει στο μισό μέτρο έναν ‘‘Ύμνο’’ που είχε γράψει για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΕΠΟΝ. ‘‘Σταμάτα, κουμπάρε’’, του κάνει ο Μουσχουντής και χαμογελάει. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει να παίζει. ‘‘Σταμάτα, βρε τσόγλανε’’, του ξαναλέει, αλλά τώρα δεν μπορεί να κρατηθεί και βάζει τα γέλια. Όταν ηρεμεί, το σιγοτραγουδάει κιόλας – ‘‘Της Ελλάδας τα γερά παιδιά / το ντουφέκι πάντα συντροφιά / πολεμούνε για την λευτεριά…'' . Το είχε ακούσει πολλές φορές, φαίνεται… Ο ταγματασφαλίτης στο παραδίπλα τραπέζι κοιτάει αλλού και τρίβει το αυτί του.
Το 1945, βρήκα τρόπο κι έφυγα με τα παιδιά στην Καλιφόρνια. Βοηθήσανε πολύ και οι εβραϊκές οργανώσεις εξ Αμερικής. Αλλά, μη νομίζετε, ταλαιπωρηθήκαμε κι εδώ πολύ. Αφήστε τα, αφήστε τα… Αυτά πάνε μαζί με την άλλη ιστορία μου, εκείνη με το ΕΑΜ, τώρα συζητάμε για τον Βασίλη Τσιτσάνη, έτσι δεν είναι;
Λοιπόν, στο σπίτι είχαμε γραμμόφωνο. Μου το αγόρασαν κάνοντας οικονομία τα παιδιά μου, ν’ ακούω τουλάχιστον τα δικά μου τραγούδια. Το ’θελα κι εγώ. Δεν τραγουδούσα που δεν τραγουδούσα, αν ξέκοβα τελείως από το τραγούδι, μπορεί και να τρελαινόμουν.
Επειδή οι Έλληνες στην Αμερική ήταν πολλοί, όλοι οι καλοί δίσκοι που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, έφταναν σύντομα κι εδώ. Τους αγοράζαμε ή τους ανταλλάζαμε συναμεταξύ μας. Εγώ έβρισκα ελληνικούς δίσκους και από τους Εβραίους, που αγαπάνε πολύ τα δικά μας τα τραγούδια. Δεν είχα χάσει ούτε μία από τις δουλειές του Βασίλη. Τραγουδάρες. Μακράν ο καλύτερος. ‘‘Αντιλαλούνε τα βουνά’’, ‘‘Όμορφη Θεσσαλονίκη’’, ‘‘Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι’’, ‘‘Κάποια μάνα αναστενάζει’’, ‘‘Χωρίσαμε ένα δειλινό’’… Μπαίνανε κατευθείαν στην καρδιά σου. Δεν μπαίνανε – ήταν ανέκαθεν εκεί, απλώς ο ‘‘βλάχος’’ τους είχε δώσει λόγια και μουσική… Εκείνο, πάντως, που με ανατρίχιασε ήταν το ‘‘Είμαστε αλάνια…’’. Το είχε συνθέσει στις αρχές του ’50, αμέσως μετά τον Εμφύλιο. Θυμάστε τι λέει, έτσι; ‘‘Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα / και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα. / Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε / και μες στα στραπάτσα, μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε…’’. Ο Τσιτσάνης έκανε τους Έλληνες που μέχρι χτες σφάζανε ο ένας τον άλλον, να πιάνονται από τους ώμους και να χορεύουν αδερφωμένα. Είχε κάνει πολύ καλά που είχε κρατηθεί μακριά από τον Εμφύλιο. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει. Αφήστε που όποια πλευρά κι αν έπαιρνε, λάθος θα ήταν. Απεδείχθη ιστορικά αυτό. Με το που το άκουσα (και το ξανάκουσα, και το ξανάκουσα), συνειδητοποίησα ότι η πατρίδα μας δεν έχει βγάλει πιο μεγάλο λαϊκό συνθέτη. Λέω ‘‘πατρίδα μας’’, επειδή, παρότι Εβραία, ξενιτιά για μένα είναι να είμαι μακριά από την Ελλάδα… Συνειδητοποίησα ακόμα τι μεγάλη τιμή μου είχε κάνει η ζωή να πω δικά του πράγματα. Από τα πρώτα του, τα πιο τρυφερά του. Αυτή η παράξενη ζωή που, από την άλλη, μου αφαίρεσε άντρα, τραγούδι, πατρίδα, τα πάντα… Και τα εκτίμησα περισσότερο αυτά τα δύο τραγούδια που είχε γράψει για τη φωνή μου.
Ποια φωνή μου, δηλαδή, που η βαλίτσα με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο είχε πάει πολύ μακριά. Τώρα στην Ελλάδα λέγανε ότι το 1948 είχα φύγει άρον-άρον στην Τουρκία. Μπας και γιατρευτώ από τον έρωτά του. Γι’ αυτό κι εκείνος έγραφε και διάφορα για χανούμισσες κλισμένες σε σαράγια...
Πέρασαν τα χρόνια, έπιασα να γερνάω, μέχρι που το 1963 πληροφορήθηκα ότι ο Τσιτσάνης έκανε τουρνέ στην Αμερική. Τα συνήθιζαν τότε οι τραγουδιστές αυτά, τα συνηθίζουν και τώρα. Θα έπαιζε δύο βράδια στη σειρά στο ελληνικό κέντρο διασκέδασης ‘‘Μωριάς’’ στο Λος Άντζελες. Πήρα τον γιο μου τον μικρό, τον Φρέντερικ –τριάντα τριών χρονών τότε– και πήγαμε. Εκατοντάδες Έλληνες. Ουρές απέξω. Στο διάλλειμα προσπάθησαν να τον δω στα καμαρίνια. Άλλες ουρές εκεί. Όλοι ήθελαν να τον αγκαλιάσουν. Κατάφερε να τον πλησιάσω. ‘‘Ελβίρα!’’, με γνώρισε αμέσως. ‘‘Ποια Ελβίρα, βλαχάκι’’, του είπα εγώ. ‘‘Ποιο είναι το επώνυμό μου;’’ ‘‘Ιντάλγκο’’, μου κάνει εκείνος και σκάει στα γέλια. Μπορεί πράγματι να είχε κι ίδιος ξεχάσει το πραγματικό μου επώνυμο. Μπορεί, πάλι, να μου έκανε πλάκα. Ό,τι κι αν ήταν, το διασκέδαζε πάντως. Λίγο τον είδα, γιατί έπρεπε να ξαναβγεί στην σκηνή. ‘‘Έλα μετά το τέλος της παράστασης να τα πούμε’’. Δεν πήγα. Είχα ήδη κλείσει τα εξήντα τρία και κουραζόμουν εύκολα. Αφού δεν έμεινα μέχρι το κανονικό τέλος της παράστασης. Μόλις είπε την ‘‘Αρχόντισσα’‘, βούρκωσα, είπα στον Φρεντ ότι δεν αισθάνομαι καλά, με πήρε και φύγαμε.
Από το 1967 και μετά, που έπεσε η χούντα, τα ρεμπέτικα έγιναν και πάλι της μόδας. Τα παιδιά μου με πείραζαν. ‘‘Άντε, θ’ ακούσουμε τα τραγούδια σου από το στόμα του Νταλάρα…’’ Ευτυχώς, δεν τα είπε, γιατί έτσι παραμένουν ακόμα δικά μου. Πιο πολύ της Ελβίρας ντε Ιντάλγκο δηλαδή, γιατί το ‘‘Κάκκη’’ δεν αναφερόταν πλέον πουθενά. Αφού, να σκεφτείτε, με επισκέφθηκε κάποιος από την ελληνική ραδιοφωνία να μου πάρει συνέντευξη. Τα δύο πρώτα πράγματα που με ρώτησε ήταν για τη σχέση μου με τον Τσιτσάνη και για το πώς ήταν ως μαθήτριά η Μαρία Κάλλας. Η υψίφωνος, βλέπετε, μόλις εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έκανε μαθήματα φωνητικής με τη μέθοδο της Σχολής Γκαρθία και στην άλλη μεγάλη συνάδελφό μας...
Δεν φταίνε μόνο οι δημοσιογράφοι και ούτε κι ο κόσμος που ψοφάει για κουτσομπολιά. Αφού ο ίδιος ο Βασίλης έδωσε το 1980 ολόκληρη συνέντευξη στον Πάνο Γεραμάνη για την εφημερίδα «Ακρόπολις» και εκτός των άλλων του μίλησε και για ‘‘κάποιες άγνωστες πτυχές της ζωής του, όπως την αναπάντεχη συνεργασία του με την Ισπανίδα σοπράνο Ελβίρα ντε Χιντάλγκο’’. Αχ, αυτό το ‘‘αναπάντεχη’’, αχ, αυτό το ‘‘αναπάντεχη’’, κι αυτά που αφήνει να αιωρούνται...
Είχε κι αυτός ανάγκη από έναν τέτοιο μύθο. Όλοι οι άντρες έχουν. Και οι πιο μεγάλοι. Πάντα με μια μοιραία γυναίκα στη μέση. Ανύπαρκτη ίσως. Βγαλμένη από τη φαντασία τους. Πάντα αρχόντισσα, όμως.
Από την άλλη, έτσι είναι κι οι γυναίκες, σκέφτομαι. Ίδιες με τους άντρες. Ποια δε θα ’θελε να έχει εμπνεύσει αυτά τα λόγια – ‘‘Ό,τι κι αν πω δε σε ξεχνώ / και μπρος στην πόρτα σου περνώ / σου λέω λόγια μαγικά / με το μπουζούκι μου γλυκά…’’.


/Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ''ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ'', περιοδική έκδοση του ΠΟΕ του Υπουργείου Πολιτισμού, τεύχος 07, 2007, και περιοδικό "ΑΙΤΙΟΝ", τεύχος 1, Μάρτιος 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: