Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

"Εβγαλε τη μητέρα του από τη σκιά του Νικηφόρου" Συνέντευξη του Κώστα Βρεττάκου στη Βένα Γεωργακοπούλου ("Eφημερίδα των Συντακτών", 10.09.2016)

.............................................................
 

Εβγαλε τη μητέρα του από τη σκιά του Νικηφόρου


 
Ο Κώστας Βρεττάκος είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας, 
φωτογράφος και επί σειρά ετών «τσάρος» του ελληνικού σινεμά, 
ως σύμβουλος κινηματογραφίας στο ΥΠΠΟ και πρόεδρος του ΕΚΚ 
 
 
 
Τη συνέντευξη πήρε η Βένα Γεωργακοπούλου
Τι να πρωτογράψεις, πώς να πρωτοσυστήσεις ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τέλη Ιουλίου από τις εκδόσεις «Ποταμός» και αποδείχθηκε θησαυρός για πολλές κατηγορίες αναγνωστών;
Οι «Ασκήσεις περιέργειας» του Κώστα Βρεττάκου μπορούν να αιχμαλωτίσουν τους φίλους της καλής λογοτεχνίας.
Τους μανιακούς με την Αριστερά και την ιστορία της.
Τους κυνηγούς κάθε νέας αποκάλυψης γύρω από τη ζωή των μεγάλων μορφών των Γραμμάτων μας.
Τους φίλους του ελληνικού κινηματογράφου. Ολο και κάποιους θα ξέχασα...
Ο Κώστας Βρεττάκος, γιος του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, είναι και ο ίδιος κορυφαία προσωπικότητα: σκηνοθέτης, συγγραφέας, φωτογράφος και επί σειρά ετών (από το 1990 έως το 2006) «τσάρος» του ελληνικού σινεμά, ως σύμβουλος κινηματογραφίας στο ΥΠΠΟ, πρόεδρος του ΕΚΚ και εθνικός μας εκπρόσωπος σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς.
Αποφάσισε να γράψει ένα «πειραγμένο» βιογραφικό οδοιπορικό. Και παρέδωσε ένα συναρπαστικό αφήγημα με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα, τη μητέρα του Καλλιόπη Αποστολίδου (1907-1997).
Σ’ αυτήν το αφιερώνει, άλλωστε («Στη μνήμη της μητέρας μου, Πιπίτσας»), και μια δικιά της φωτογραφία κοσμεί το εξώφυλλο.

Το ζεύγος Βρεττάκου το 1953 στο σπίτι της οδού Καραϊσκου, στον Πειραιά, φωτογραφημένο από τον γιο τους Κώστα με μια μηχανή που του είχε χαρίσει η Βάσω Κατράκη  
Το ζεύγος Βρεττάκου το 1953 στο σπίτι της οδού Καραϊσκου, 
στον Πειραιά, φωτογραφημένο από τον γιο τους Κώστα με μια  
μηχανή που του είχε χαρίσει η Βάσω Κατράκη |

 
Η «άγνωστη» κυρία Βρεττάκου, κι ας της έχει αφιερώσει ο ποιητής ένα από τα πιο διάσημα έργα του («Τρία ποιήματα στη γυναίκα με το τσακισμένο χέρι»), αποκτά στα χέρια του γιου της ολόλαμπρο και ολοκληρωμένο το πρόσωπό της - ίσως να ’ναι και μια μορφή δικαιοσύνης.
Η Μανιάτισσα από τη μεσσηνιακή Σελίνιτσα, η τροτσκίστρια φοιτήτρια φιλολογίας, που δημοσίευε πύρινα άρθρα με το ψευδώνυμο «Ευμαία» σε εφημερίδες της συντηρητικής Λακωνίας, η δυναμική συνδικαλίστρια, η πρώτη ακροάτρια των στίχων του Βρεττάκου, μπορούσε την ίδια στιγμή να είναι σκληρά αποφασιστική.
Να απομακρύνει τα δυο μικρά παιδιά της, τον Κώστα και την Ευγενία, για να τα σώσει από την πείνα της Κατοχής («ένιωθα σαν παιδί χωρίς οικογένεια», γράφει ο Κώστας Βρεττάκος) ή να τα αφήνει στον πατέρα τους για έναν ολόκληρο χρόνο αναζητώντας μακριά από το σπίτι της τη λύση στην τραυματισμένη σχέση τους, που έχει φτάσει στα πρόθυρα του χωρισμού.
Είχαμε, λοιπόν, πολλά να πούμε με τον Κώστα Βρεττάκο, που τον ξαναβρήκαμε με χαρά μετά από χρόνια.
«Πίστευα ότι είχα αποστρατευτεί οριστικά από τη δημοσιότητα και απαλλαγεί για πάντα από την αμηχανία που ένιωθα άλλοτε όταν μου έπαιρναν συνέντευξη», ήταν οι πρώτες λέξεις του.
⚫  Πώς ξεκίνησε αυτό το βιβλίο; Σαν ένα «πειραγμένο» βιογραφικό οδοιπορικό, όπως είχατε κάποτε αναγγείλει στους φίλους σας;
Μόνο του θα έλεγα! Οσο κι αν προσπάθησα δεν βρήκα δικαιολογίες επαρκείς για το εγχείρημά μου. Το έχω περιγράψει σε όλους τους τόνους γράφοντάς το. Δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας. Δεν προγραμματίζω πλοκές και συγκρούσεις ανθρώπινες. Απλές περιέργειες καταθέτω. Θέλησα ίσως να προλάβω ν’ αφήσω μερικές σκόρπιες πληροφορίες πριν χαθούν μαζί με μένα.
⚫  Μερικές «σκόρπιες πληροφορίες», στις οποίες, όμως, αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια αναδεικνύεται η μητέρα σας.
Βρήκα πολύ γοητευτικό να ξεκινήσω με μια περιέργεια που μου γεννήθηκε πριν από εφτά δεκαετίες. Μια εμμονή. Τη διαπίστωση πως η μητέρα μου δεν είχε, όπως όλοι οι άλλοι, μία και μοναδική νόμιμη ηλικία. Ετσι, σιγά σιγά, έστησα την ιστορία γύρω από το πρόσωπό της. Επιχείρησα ένα μεγάλο μνημόσυνο.
«Ενα ψυχούδι». Θυμήθηκα όλους «τους πέρσινους, τους φέτεινους, τους αλησμονημένους». Φυσικά και βαραίνει αποφασιστικά η σκιά της μητέρας σ’ αυτήν την ιστορία. Το ανακαλύπτω από τις αντιδράσεις των αναγνωστών. Πρώτα μου μιλούν για την Πιπίτσα, στην οποία είναι και αφιερωμένο το βιβλίο. Δεν χρειάζεται να πάω σε ψυχαναλυτή. Το βρίσκω φυσιολογικό.
⚫  Μα δεν είναι λογικό να μιλάμε όλοι για την «άγνωστη» Πιπίτσα; Ανακαλύπτουμε ένα πολύ αξιόλογο πρόσωπο. Κι ας στεκόμαστε, ίσως παραπάνω από όσο θα ’πρεπε, στα τραύματά της από τις ερωτικές ιστορίες του πατέρα σας.
Τολμηρή επιλογή αυτή που κάνατε. Νιώθατε ότι το χρωστούσατε στη μητέρα σας; Ή συμπεριφερθήκατε απλώς σαν ψυχρός «ιστορικός» μιας περίφημης οικογένειας;
Η «άγνωστη» Πιπίτσα υπήρξε πράγματι ένα πρόσωπο αξιόλογο. Το φανερώνουν τα ελάχιστα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί και οι μαρτυρίες των φίλων της. Εγώ κατέθεσα τις προσωπικές μου εμπειρίες από τα τελευταία μοναχικά χρόνια της ζωής της.
Θεωρήθηκε τολμηρή η αναφορά μου σε κάποιες συνηθισμένες κρίσεις, που περνούν όλα τα ζευγάρια. Δεν αποδίδω κανενός είδους δικαιοσύνη, ούτε επιχειρώ να παραστήσω τον ψυχρό ιστορικό μιας οικογένειας.
Απλούστατα, τοποθετώ κάποια γεγονότα στο ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε αποφασιστικά τη ζωή μιας οικογένειας για ένα διάστημα μισού αιώνα. Και της δικής μου μαζί, αφού για τρεις δεκαετίες έπαιξα αναγκαστικά, επιτυχώς ελπίζω, τον ρόλο του προστάτη οικογένειας.
⚫  Επιλέγετε να μη χρησιμοποιείτε καν το όνομα του πατέρα σας, τον αναφέρετε στο βιβλίο σαν «Λυκούργο». Γιατί;
Η παρουσία του ονόματος του Νικηφόρου θα βάραινε δυσανάλογα με τον ρόλο που του επιφύλαξε ο γιος του σ’ αυτή την τολμηρή, όπως λέτε, μυθιστορία. Γιατί ο Νικηφόρος, για τον οποίο επιμένετε, δεν υπάρχει σαν πρόσωπο στην ιστορία που αφηγούμαι. Το υποπτεύεστε επειδή διατηρείτε ακόμα ζωντανή την εικόνα του.
Πολλοί όμως δεν τον γνώρισαν ποτέ, κι ακόμη περισσότεροι δεν θα πληροφορηθούν ποτέ την ύπαρξή του. Στη θέση του υπάρχει ο Λυκούργος, με τον οποίο έχει πολλές ομοιότητες. Συχνά του δανείζει ακόμα και πράξεις της ζωής του. Ταυτίζεται τόσο πολύ μαζί του, που ο αναγνώστης τον περνάει για δίδυμο αδερφό του.
⚫  Με τι κριτήρια επιλέγετε ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία μεταπλάθονται σε μυθοπλασία και ποια όχι;
Χρησιμοποιώ ατόφια τα αυτοβιογραφικά στοιχεία όταν με αφορούν. Τα μεταπλάθω σε βαθμό μη αναγνωρίσιμο όταν αφορούν τους άλλους. Μια φίλη ανάρτησε ένα τιμητικό σχόλιο στο fb για τις «Ασκήσεις περιέργειας».
Αντί για κριτική, παρέθεσε μια φράση του Σεφέρη: «...Ποτέ σου να μην ξεχνάς πως αυτά που γράφουμε, όσο και να μοιάζουν με τη ζωή μας, όσο να είναι από τη ζωή μας, δεν είναι η ζωή μας η πραγματική, τέτοια που γίνεται ανάμεσα σε ουρανό και γης. Αλλιώς θα είμαστε αισχρά αδιάκριτοι κι ελεεινοί».
⚫  Αν σας πουν ότι το βιβλίο σας είναι και μια προσωπική «επανάσταση» απέναντι στο μεγάλο όνομά σας;
Δεν μπήκα ποτέ στο δίλημμα ν’ αφήσω κάτι στο σκοτάδι, ούτε διανοήθηκα να επαναστατήσω λίγο πριν από τη συμπλήρωση της όγδοης δεκαετίας της ζωής μου. Την αγωνία μου κατέθεσα με όσο χιούμορ μπορεί ακόμη να μου απομένει ενεργό.
⚫  Πόσο δύσκολη ήταν η διαδικασία γραφής του; Η φόρμα του, αυτός ο συνδυασμός προσωπικών απολογισμών και οικογενειακού χρονικού, είναι απαιτητική.
Το γεγονός ότι χρειάστηκα επτά χρόνια για να το ολοκληρώσω φανερώνει ότι αυτό που με προβλημάτισε περισσότερο ήταν η σύνθεσή του από ανόμοια στοιχεία. Υπήρξε ένα ατέλειωτο παζλ αντιμεταθέσεων και διαγραφών.
Στην ενενηκοστή μορφή του έφτασε στα όρια του delete, και διασώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην επιμονή της συντρόφου μου Τίνας και του φίλου Α.Ε. (αναφέρω μόνο τα αρχικά του γιατί γνωρίζοντας την ταπεινοσύνη του, θέλω να αποφύγω άσκοπες μελλοντικές αντιδικίες).
Το βιβλίο λέγεται πως διαβάζεται εύκολα, αλλά υποχρεώνει τον αναγνώστη σε συνεχείς επιστροφές. Τον υποβάλλει σε ασκήσεις ευαισθησίας και αυτογνωσίας. Ο ίδιος παραμένω, ακόμη και τώρα, ένας αναγνώστης με αμφιβολίες.
⚫  Μαζί με το πρώτο σας βιβλίο, το εξαιρετικό «Περαστικός από το Ρέικιαβικ» (2009) αποδεικνύει πόσο κρίμα είναι που δεν γράφετε συχνότερα. Το ίδιο ισχύει και για την κινηματογραφική σας κατάθεση, που είναι μία μόνο, αν και κορυφαία ταινία, «Τα παιδιά της Χελιδόνας». Η ύπαρξη ενός τόσο κυριαρχικού πατέρα πόσο σας δυσκόλεψε να πείτε πιο έντονα «είμαι κι εγώ εδώ» στο σινεμά, στη λογοτεχνία, στην ποίηση, που επίσης έχετε γράψει;
Αδικα αναζητάτε την πολυπραγμοσύνη της ζωής μου στο γεγονός ότι δεν ξεπέρασα ποτέ το βάρος του ονόματος του Νικηφόρου. Μαζί του συμπορεύτηκα. Αδελφοποιηθήκαμε.
Ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος με τον οποίο διαγωνιστήκαμε το 1982, για το βραβείο καλλιτεχνικού βιβλίου στην έκθεση του Ζαππείου -και το οποίο μάλλον αδίκως απέσπασα με το αυτοσχέδιο βιβλίο μου «Πόρτες», σε βάρος του εξαιρετικού λευκώματός του για τον ζωγράφο Μπουζιάνη-, μετά από μια εικοσαετία με ρώτησε: «Παραμένεις πάντα πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης;»
Μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός, γιατί εκφράζει τη διάθεσή μου για συνεχείς μετακομίσεις. Νομίζω πως αλλού πρέπει να αναζητήσετε το γεγονός πως υιοθέτησα την πορεία ενός «περαστικού» και αρνήθηκα να οικειοποιηθώ κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα.
Ισως στη σκοτεινή τρύπα των παιδικών μου χρόνων. «Πολλοί σκοτώθηκαν, πολλοί ζούμε, όλοι είμαστε πληγωμένοι», λέει ο ποιητής. Δεν νομίζω πως εξαιρούνται τα παιδιά.
⚫  Είναι φανερό πως αποφασίσατε με αυτό το βιβλίο να αναμετρηθείτε με τα πάντα. Για παράδειγμα, περιγράφετε συνάντησή σας με κορυφαίο Ελληνα σκηνοθέτη -πολλοί τον ταύτισαν, μάλιστα, με κάποιον συγκεκριμένο- που απαιτεί χρήματα από το ΕΚΚ, επειδή είναι αυτός που είναι! Είναι ένα σχόλιο πάνω στην παθογένεια του κρατικοδίαιτου ελληνικού σινεμά των ημερών σας;
Ακριβώς. Είναι μια συνάντηση πέρα για πέρα φανταστική, στα όρια της υπερβολής.
Μου έκανε εντύπωση που της αποδόθηκαν χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ανθρώπων.
Κανείς από τους κορυφαίους Ελληνες σκηνοθέτες δεν θα δεχόταν φυσικά μια τέτοια συνάντηση με τον πρόεδρο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου!
Τον εαυτό μου σε μεγέθυνση περιγράφω. Την παθογένεια που κατέχει τους απελπισμένους δημιουργούς, επώνυμους και ανώνυμους.
Το αδιέξοδο μιας τέχνης το οποίο ούτε η ατομική ούτε η λεγόμενη συλλογική ευθύνη μπορούν να αποτρέψουν.
Οι πολιτιστικές ενισχύσεις, παρά τα ανεπίλυτα προβλήματα στη διαχείρισή τους, κρατούσαν τη συνοχή ενός ετοιμόρροπου οικοδομήματος που κινδυνεύει με κατάρρευση.

 Δεν έχω τον καιρό να μετανιώσω για τις επιλογές μου

⚫  Θα ήθελα να σας κάνω και μια πολιτική ερώτηση. Πώς βλέπετε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εσείς, ένας αριστερός;
Δεν πρόκειται για πολιτική ερώτηση. Πρόκειται για πολιτική αδιακρισία. Δεν θεωρώ πως νομιμοποιούμαι να ομιλώ επί παντός επιστητού, αλλά η έκφραση αριστερός που μου αποδίδετε δεν με αντιπροσωπεύει πια.
Είναι έννοια μουσειακή. Είναι μια λέξη που πρέπει οι γλωσσολόγοι να περιλάβουν στα σύγχρονα ερμηνευτικά λεξικά με ατέλειωτες παραπομπές.
Αριστερός ήταν εκείνος που πήγαινε στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας.
Αριστερός ήταν ο ταπεινωμένος δηλωσίας της Μακρονήσου.
Αριστερός ήταν ο οπλατζής -που τόσο τραγικά περιέγραψε η σύντροφος του Αρη Αλεξάνδρου, Καίτη Δρόσου- όταν εκλιπαρούσε τον εντολέα του να του πει κάποιο λόγο για να μισήσει το ανύποπτο θύμα του.
Για την πρώτη μετεμφυλιακή γενιά η λέξη αριστερός αποτελούσε μια ηθική επιλογή.
Δεν ξέρω πόσο σωστά την υπηρέτησα. Προσωπικά, σήμερα, δεν θέλω να ζω κάτω από καμία ετικέτα. Δεν έχω τον καιρό να μετανιώσω για τις επιλογές μου.
⚫  Εστω κι έτσι, πέρα από ετικέτες, ανησυχείτε για το μέλλον της χώρας;
Ζω μέσα σε μια αταξική κοινωνία στην οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα με την ανοχή μου, έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου για να φτιαχτεί.
Μας ένωσε η αντιπαροχή, η φοροδιαφυγή, το κοινωνικό βόλεμα, η κοινωνική παρανομία, που έπαιρνε παρατάσεις με συνεχείς νομιμοποιήσεις της αυθαιρεσίας, κάτω από ανεξίθρησκα συνθήματα: «Εδώ και τώρα», «δώσ’ τα όλα», «δεν διεκδικώ», «απαιτώ».
Πρόσωπα πολιτικά ανεπαρκή πηγαινοέρχονται στο μέγαρο του Προέδρου της Δημοκρατίας και τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων καταγράφουν τις δημοτικότητές τους.
Αποφασίζουν με δείγματα χιλίων ατόμων για το μέλλον της χώρας.
Ο λαός ακολουθεί υπάκουα. «Αριστερά», Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά, και στη γωνιά ο κακός ο λύκος!
Εξευτελίζει τον θεσμό του Κοινοβουλίου στο όνομα της δημοκρατίας και κραδαίνει φασιστικά τρόπαια σε αμφίβολης χρησιμότητας μνημεία.
Από κοντά, σε απ’ ευθείας μετάδοση και η κρατική τηλεόραση. Φωνή βοώντος!
Καμιά διάθεση συναίνεσης των «δημοκρατικών» κομμάτων.
Μικροπολιτική της πεντάρας. Οι δηλώσεις του Καμμένου. Ο Καλογρίτσας κι ο Μαρινάκης.
Μισό εκατομμύριο σπουδαγμένοι μεταναστεύουν στην εσπερία.
Χιλιάδες πρόσφυγες ξεβράζονται στα ελληνικά παράλια. «Πλήττεται ο ελληνικός τουρισμός».
Καμιά προσπάθεια κοινωνικής ενσωμάτωσης των δυστυχισμένων ανθρώπων που θα περάσουν τον χειμώνα σε πρόχειρα αντίσκηνα.
Με ρωτάτε αν ανησυχώ για το μέλλον της χώρας;

Ο ξενώνας του Νικηφόρου στην Πλούμιτσα

 
 
 
⚫  Είστε ευχαριστημένος με το πώς λειτουργεί το αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Σπάρτης; Δεν θα 'πρεπε να ψηφιοποιηθεί; Ο ξενώνας, που θέλατε να κάνετε, στο παλιό οικογενειακό σας σπίτι, στην Πλούμιτσα, σε τι φάση βρίσκεται;
Χαθήκαμε τα τελευταία χρόνια και χάσατε πολλές συνέχειες. Τα σπίτια της Πλούμιτσας αναστηλώθηκαν με προσωπική μου δαπάνη και γενναία συνεισφορά φίλων του πατέρα μου, όπως ακριβώς περιγράφεται στις «Ασκήσεις περιέργειας».
Τα φροντίζει το Αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου με την εθελοντική προσφορά των φίλων της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σπάρτης, που δυστυχώς έχει υποβαθμιστεί.
Ηδη ανέστειλε αναγκαστικά τις πολιτιστικές της εκδηλώσεις, είναι ακέφαλη, και λειτουργεί χάρη στην αυταπάρνηση των ελάχιστων υπαλλήλων, που έχουν απομείνει, και της πρώην διευθύντριας Ελένης Τζανετάκου, δημιουργού, με προσωπική εργασία, του εξαιρετικού λογοτεχνικού αρχείου Νικηφόρου Βρεττάκου, το οποίο και εκπροσωπεί η ίδια τιμητικά στο διοικητικό συμβούλιο της βιβλιοθήκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: