.........................................................
Μαρία Πολυδούρη
(1902-1930)
Ω, χαμηλώστε αυτό το φως.
Στίχοι: Μαρία Πολυδούρη
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση : Πόπη Αστεριάδη
Ω χαμηλώστε αυτό το φως | στη νύχτα τι οφελάει; | Πέρασ' η μέρα, φτάνει πια | ποιος ξέρει ο ύπνος μου κρυφός | αν κάπου εδώ φυλάει | Πάρτε το φως είναι καιρός | να μείνω πια μονάχη | Φτάνει η απάτη μιας ζωής | κάθε προσπάθεια ένας εχθρός | για την στερνή μου μάχη | Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί | ας μ' απομείνει κάτι | για να πλανέψω τη νυχτιά | να σκύψει κάπως πιο θερμή | στ' ανήσυχό μου μάτι | Πάρτε το φως είναι η στιγμή | την θέλω όλη δική μου | είναι η στιγμή να κοιμηθώ | πάρτε το φως με τυραννά | μ' αρνιέται την ψυχή μου
Η Μαρία Πολυδούρη μοιάζει με φοίνικα που κάηκε στις φλόγες της και δεν μπόρεσε να ξαναγεννηθεί. Ηταν μοιραίο να πεθάνει υμνώντας τον έρωτα. Γι’ αυτό και η ποίησή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δίπτυχο έρωτας/θάνατος!
Η Μαρία Πολυδούρη μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της νεορομαντικής σχολής γεννήθηκε 1η Απριλίου 1902 και πέθανε στις 29 του ίδιου μήνα το 1930.
Γεννημένη στην Καλαμάτα και κόρη φιλόλογου, μεγάλωσε με τις φεμινιστικές ιδέες της μητέρας τις οποίες και ασπάστηκε.
Σε ηλικία 11 ετών έγραψε το πρώτο της πεζοτράγουδο με τίτλο «ο πόνος της μάνας» αναφορά στο θάνατο ενός ναυτικού και στα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη.
Μόλις στα 16 της διορίστηκε στη Νομαρχία της Μεσσηνίας, ενώ άρχισε η ενασχόλησή της για τα γυναικεία ζητήματα.
Το 1921 μετά το θάνατο και των δυο γονιών της μετατίθεται στη νομαρχία της Αθήνας, ενώ παράλληλα ξεκινά τις σπουδές της στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1922 συναντά για πρώτη φορά τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, με τον οποίο συνεργάζονταν στην ίδια υπηρεσία και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας δυνατός έρωτας, σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων της εποχής. Εκείνη στα 20 κι εκείνος στα 26 τους χρόνια.
Μπορεί ο έρωτας να ήταν μικρής διάρκειας αλλά αρκετά σημαντικός, ενώ έμελλε να καθορίσει για πάντα τη ζωή και το έργο της, την περίοδο της γνωριμίας τους εκείνη είχε ήδη δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ζήτησε από τη Μαρία να χωρίσουν καθώς ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη (μια νόσο ανίατη για την εποχή)
Το 1924 γνωρίζει τον άρτι αφιχθέντα από το Παρίσι δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου και ενώ η Μαρία αγαπούσε ακόμη τον Καρυωτάκη, αρραβωνιάστηκε με τον νέο και ευκατάστατο δικηγόρο.
Ο έρωτας όμως μαράζι στη ζωή της, δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί σε τίποτα σοβαρά κι έτσι χάνει τη δουλειά της και εγκαταλείπει τη νομική, με την επιθυμία να φοιτήσει στη Δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύοντας τον αρραβώνα της φεύγει για το Παρίσι, όπου και σπουδάζει ραπτική, αλλά η Μαρία στέκεται για μια ακόμη φορά άτυχη, καθώς προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο «Σωτηρία», ενώ λίγο αργότερα μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και το 1929 τη δεύτερη, "Ηχώ στο χάος".
Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το προσωπικό της ημερολόγιό της και μία νουβέλα χωρίς τίτλο, μέσω της οποίας μιλάει για την υποκρισία και τον συντηρητισμό της εποχής.
Ποιηση: Μαρία Πολυδούρη
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Κοντά σου
ποίηση : Μαρία Πολυδούρη
Μουσική : Θάνος Ανεστόπουλος
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι' ανύποπτα περνά μέσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι' όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μαρία Πολυδούρη
(1902-1930)
Ω, χαμηλώστε αυτό το φως.
Στίχοι: Μαρία Πολυδούρη
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση : Πόπη Αστεριάδη
Ω χαμηλώστε αυτό το φως | στη νύχτα τι οφελάει; | Πέρασ' η μέρα, φτάνει πια | ποιος ξέρει ο ύπνος μου κρυφός | αν κάπου εδώ φυλάει | Πάρτε το φως είναι καιρός | να μείνω πια μονάχη | Φτάνει η απάτη μιας ζωής | κάθε προσπάθεια ένας εχθρός | για την στερνή μου μάχη | Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί | ας μ' απομείνει κάτι | για να πλανέψω τη νυχτιά | να σκύψει κάπως πιο θερμή | στ' ανήσυχό μου μάτι | Πάρτε το φως είναι η στιγμή | την θέλω όλη δική μου | είναι η στιγμή να κοιμηθώ | πάρτε το φως με τυραννά | μ' αρνιέται την ψυχή μου
«Η ψυχή μου κι η αγάπη μου γεννήθηκαν την ίδια μέρα»
Τόσο αληθινή και παθιασμένη που ακόμη και σήμερα τα ποιήματά της κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μας, κάνοντας την αξία της μεγαλύτερη!
Τα περισσότερα από αυτά μελοποιήθηκαν από σύγχονους σημαντικούς Ελληνες δημιουργούς της έντεχνης αλλά και της ροκ σκηνής, αφήνοντας παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές, μερικά από τα ωραιότερα μελοποιημένα ποιήματα της ελληνικής δισκογραφίας.
Τόσο αληθινή και παθιασμένη που ακόμη και σήμερα τα ποιήματά της κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μας, κάνοντας την αξία της μεγαλύτερη!
Τα περισσότερα από αυτά μελοποιήθηκαν από σύγχονους σημαντικούς Ελληνες δημιουργούς της έντεχνης αλλά και της ροκ σκηνής, αφήνοντας παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές, μερικά από τα ωραιότερα μελοποιημένα ποιήματα της ελληνικής δισκογραφίας.
Η Μαρία Πολυδούρη μοιάζει με φοίνικα που κάηκε στις φλόγες της και δεν μπόρεσε να ξαναγεννηθεί. Ηταν μοιραίο να πεθάνει υμνώντας τον έρωτα. Γι’ αυτό και η ποίησή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δίπτυχο έρωτας/θάνατος!
Η Μαρία Πολυδούρη μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της νεορομαντικής σχολής γεννήθηκε 1η Απριλίου 1902 και πέθανε στις 29 του ίδιου μήνα το 1930.
Γεννημένη στην Καλαμάτα και κόρη φιλόλογου, μεγάλωσε με τις φεμινιστικές ιδέες της μητέρας τις οποίες και ασπάστηκε.
Σε ηλικία 11 ετών έγραψε το πρώτο της πεζοτράγουδο με τίτλο «ο πόνος της μάνας» αναφορά στο θάνατο ενός ναυτικού και στα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη.
Μόλις στα 16 της διορίστηκε στη Νομαρχία της Μεσσηνίας, ενώ άρχισε η ενασχόλησή της για τα γυναικεία ζητήματα.
Το 1921 μετά το θάνατο και των δυο γονιών της μετατίθεται στη νομαρχία της Αθήνας, ενώ παράλληλα ξεκινά τις σπουδές της στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1922 συναντά για πρώτη φορά τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, με τον οποίο συνεργάζονταν στην ίδια υπηρεσία και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας δυνατός έρωτας, σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων της εποχής. Εκείνη στα 20 κι εκείνος στα 26 τους χρόνια.
Μπορεί ο έρωτας να ήταν μικρής διάρκειας αλλά αρκετά σημαντικός, ενώ έμελλε να καθορίσει για πάντα τη ζωή και το έργο της, την περίοδο της γνωριμίας τους εκείνη είχε ήδη δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ζήτησε από τη Μαρία να χωρίσουν καθώς ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη (μια νόσο ανίατη για την εποχή)
Το 1924 γνωρίζει τον άρτι αφιχθέντα από το Παρίσι δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου και ενώ η Μαρία αγαπούσε ακόμη τον Καρυωτάκη, αρραβωνιάστηκε με τον νέο και ευκατάστατο δικηγόρο.
Ο έρωτας όμως μαράζι στη ζωή της, δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί σε τίποτα σοβαρά κι έτσι χάνει τη δουλειά της και εγκαταλείπει τη νομική, με την επιθυμία να φοιτήσει στη Δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύοντας τον αρραβώνα της φεύγει για το Παρίσι, όπου και σπουδάζει ραπτική, αλλά η Μαρία στέκεται για μια ακόμη φορά άτυχη, καθώς προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο «Σωτηρία», ενώ λίγο αργότερα μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και το 1929 τη δεύτερη, "Ηχώ στο χάος".
Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το προσωπικό της ημερολόγιό της και μία νουβέλα χωρίς τίτλο, μέσω της οποίας μιλάει για την υποκρισία και τον συντηρητισμό της εποχής.
Η Μαρία Πολυδούρη έφυγε τον ίδιο μήνα που γεννήθηκε. Ηταν ξημέρωμα της
29ης του Απρίλη όταν χαμήλωσαν τα φώτα που δεν οφελούσαν πια σε τίποτα. Η
φυματίωση τη νίκησε.
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Αστάρτη".
Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και το συγκρότημα "Πληνθέτες".
Ακούστε απόσπασμα από το ποίημα "Εμένα τα τραγούδια μου είναι μόνο για κείνον"
Οι τρίλλιες που σβήνουν (Στη Μαρία Πολυδούρη)
Μονάχα εσύ
Μονάχη εσύ
Σαν τρίλλια που αργοσβήνει
Μου ‘στειλες μ’ ένα δάκρυ σου
Μούσκεμα τον καημό σου
Που τον δικό μου αντάμωσε
Και θάλασσα εγίνη
Μονάχα εσύ
Μονάχη εσύ
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Αστάρτη".
Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και το συγκρότημα "Πληνθέτες".
Ακούστε απόσπασμα από το ποίημα "Εμένα τα τραγούδια μου είναι μόνο για κείνον"
Οι τρίλλιες που σβήνουν (Στη Μαρία Πολυδούρη)
Μονάχα εσύ
Μονάχη εσύ
Σαν τρίλλια που αργοσβήνει
Μου ‘στειλες μ’ ένα δάκρυ σου
Μούσκεμα τον καημό σου
Που τον δικό μου αντάμωσε
Και θάλασσα εγίνη
Μονάχα εσύ
Μονάχη εσύ
Ποιηση: Μαρία Πολυδούρη
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Κοντά σου
ποίηση : Μαρία Πολυδούρη
Μουσική : Θάνος Ανεστόπουλος
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι' ανύποπτα περνά μέσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι' όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μαρία Πολυδούρη (1902 -- 1930)
Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη
κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο
συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική
βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος»
με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες
συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους
Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη
Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το
συγκρότημα «Πληνθέτες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου