Φούσκες
Τη λέξη, με τη συγκεκριμένη αρνητική έννοια, τη μάθαμε από το χρηματιστήριο.
Την εποχή που η Ελλάδα του τέλους της δεύτερης χιλιετίας «μπήκε στα κόλπα» του εύκολου πλουτισμού και οι τηλεοράσεις άρχισαν να μας εθίζουν στο να παρακολουθούμε τους δείκτες των διεθνών αγορών πλασάροντας πίνακες που θάμπωναν με όσα συμβαίνουν με τον Νάσταγκ, τον Ντάου Τζόουνς και άλλες λέξεις, που ήταν για τη συντριπτική πλειονότητα ακαταλαβίστικες. Την εποχή που οι πολλοί, μαγνητισμένοι από πληροφορίες που ήταν τόσο «σίγουρες» όσο και τα γκανιάν που αφήνουν συχνά πανί με πανί τους φίλιππους στον ιππόδρομο, έχασαν τα λεφτά τους κάνοντας πλούσιους τους λίγους πονηρούς που είχαν σοφά επενδύσει στους αφελείς. Φούσκες ήταν οι κάλπικες μετοχές που άφησαν τις τσέπες των Ελλήνων ξεφούσκωτες. Μια δήλωση αξίας που ήταν μεταμορφωμένη απαξία, μια υπόσχεση ελπίδας που ήταν μεταμφιεσμένη παγίδα.
Υπάρχουν όμως σήμερα και άλλες φούσκες. Είναι αυτές που βγαίνουν από τα στόματα των πολιτικών και πρώτα από όλα των κυβερνώντων. Φούσκες που περιέχουν τόσο νόημα όσο και οι σαπουνόφουσκες που διασκεδάζαμε όταν ήμασταν παιδιά, να τις βλέπουμε να διογκώνονται, να αστράφτουν με τα χρώματα της ίριδας και να σκάνε χωρίς να αφήνουν ούτε ένα τόσο δα ίχνος. Οι φούσκες που μοιάζουν με τα μπαλονάκια των κόμικς, ιδίως αυτών που περιγράφουν τις διάφορες μαύρες ουτοπίες ή αλλιώς «κακοτοπίες», όπου η γλώσσα που μιλούν οι ήρωες είναι πάντοτε εσκεμμένα τραυματισμένη, άσχημη, ανάλογη με τον εφιαλτικό κόσμο στον οποίο αναφέρονται. Τέτοιες φούσκες βγαίνουν και από το στόμα των πολιτικών ηγετών μας, που μας πληροφορούν για το ζοφερό παρόν και το ζοφερότερο μέλλον μας σε μια γλώσσα, για την οποία κρίνοντας «εξ όνυχος τον λέοντα», μπορούμε να καταλάβουμε ότι την απεχθάνονται «εξ απαλών ονύχων».
Άραγε, όμως, οι φούσκες αυτές να περιορίζονται στον χώρο της οικονομίας και της πολιτικής; Ή μήπως όλες αυτές οι υπερτιμημένες αξίες της οικονομικής και της πολιτικής αγοράς κυκλοφορούν σε μια χώρα όπου επίσης ανθεί ένας ρωμαλέος και αυθεντικός δήθεν πολιτισμός; Μήπως δηλαδή το ζήτημα είναι, όπως δήλωσε από τηλεοράσεως και η κ. Μπατζελή, «πολιτισμιακό»; Πραγματικά, αυτό πρέπει να είναι το συμπέρασμα, αν κρίνουμε με την ελάχιστη αυστηρότητα στα πολιτιστικά ρεπορτάζ του έντυπου και του ηλεκτρονικού, ιδίως, Τύπου: Ασυμμάζευτα τυπωμένα σεντόνια και ατελείωτες ώρες εμβριθούς τηλεοπτικής φλυαρίας αφιερώνονται σε υποτιθέμενα τεράστια ταλέντα που είναι όλα «τολμηρά», «επαναστατικά», «καινοτόμα» και «προκλητικά», έτοιμα να αμφισβητήσουν το κατεστημένο και να χαράξουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία, την τέχνη, τον κινηματογράφο ή το θέατρο, φτάνει να μην ενοχληθούν τα κονέ τους.
Είναι άραγε αλήθεια ότι η Ελλάδα, που πάσχει από οικονομία και πολιτική, έχει περιέργως μια τόσο λαμπρή παραγωγή στον «πολιτισμό» ή ακριβέστερα στα πολιτιστικά; Ή μήπως πολλά από αυτά τα υποτίθεται αστραφτερά προϊόντα είναι, επίσης, φούσκες; Αν με άλλα λόγια πρόκειται για ένα λόγο όπου η τόλμη και η επανάσταση υπάρχουν εκ του ασφαλούς, στον βαθμό που συντελούν στην ανανέωση ενός συστήματος που διαρκώς τις ενσωματώνει, και η πρόκληση απευθύνεται στο «κοινό», αυτή την τόσο απαξιωμένη από τους «καλλιτέχνες» έννοια, αλλά επιμελώς αποφεύγει να θίξει τους ισχυρούς; Αν δηλαδή η πραγματική αξία πολλών πολιτιστικών προϊόντων που διαφημίζονται ως σπουδαία είναι ευθέως ανάλογη με την αξία των υπερτιμημένων μετοχών και του κίβδηλου πολιτικού λόγου;
Βρισκόμαστε στην ώρα της ρωγμής. Ωρα γεμάτη δυσκολίες, κινδύνους και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο γεμάτη επίσης μια νέα ένταση. Ωρα όπου είναι φυσικό, πέρα από τους φορείς της καταστροφής και της αποσύνθεσης, να κινητοποιηθούν και πραγματικές δημιουργικές δυνάμεις σε κάθε πεδίο της ζωής. Αλλά για να μπορέσουν οι δυνάμεις αυτές να λειτουργήσουν θα πρέπει να είμαστε σκληροί πρώτα με τον εαυτό μας και μετά με τις ψευδοαξίες που η αποφορά τους δηλητηριάζει ήδη τον αέρα που αναπνέουμε. Αν δεν τα καταφέρουμε, η εκποίηση κάθε μνήμης και ταυτότητας, η διάλυση και τελικά η καταστροφή θα πέσουν, για να χρησιμοποιήσω τον νεολογισμό της κυρίας Διαμαντοπούλου, υπουργού Παιδείας (!) «επί δικαίοις και αδίκοις".
(Από τις "Εν-στάσεις" της "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ", 25/5/2010)
...Πόσο μολύνει την ατμόσφαιρα του «σήμερα» η απουσία του «αύριο» φαίνεται δυστυχώς πως θα το μάθουμε καλά. Οπως οφείλαμε να ξέρουμε πως η ζωή χωρίς προοπτική είναι αξία χωρίς αντίκρυσμα.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πρώτον, γιατί πιστεύω πως, όπως δεν είμαστε μοναδικοί, δεν είμαστε και μόνοι. Η «ελληνική κρίση», όπως αποκαλούν τον λοιμό μας στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν είναι μόνον «ελληνική». Το έλλειμμα της πολιτικής ηγεσίας, η ύφεση που από φάντασμα έγινε πρόσωπο με σάρκα και οστά, η κατάρρευση της θρησκευτικής πίστης πως η θερμοκρασία της κοινωνίας μετριέται με τα επιτόκια δεν είναι μόνον δικό μας πρόβλημα. Είναι πρόβλημα του «παλαιού πολιτισμού», ή αν θέλετε της Γηραιάς Ηπείρου, κι εμείς το ζούμε γιατί είμαστε κομμάτι του. Η ύπαρξη της σύγχρονης Ελλάδας, σε πείσμα των ιεροψαλτών μας, από τα πρώτα κιόλας σκιρτήματα της συνείδησής της καθρεφτιζόταν σ΄ αυτήν τη Γηραιά Ευρώπη.
Φτιάξαμε τους πολιτικούς μας θεσμούς κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσίν της, συμμετείχαμε στους πολέμους της και προσπαθήσαμε να απολαύσουμε τα οφέλη της ειρήνης της. Αν κάναμε κάπου λάθος, είναι ότι ποτέ δεν αντιληφθήκαμε την ιδιαιτερότητά μας ως κύτταρο αυτού του, εν μέρει ετερόκλητου, οργανισμού και αρκεστήκαμε στον ρόλο της εσαεί εξαίρεσης. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα της εξαιρετικότητάς μας. Φταίει το είδωλο που κατασκευάσαμε για τον εαυτό μας, όμως φταίει και ο καθρέφτης που έχει σπάσει.
Ισως αυτή να είναι και η θετική πλευρά της κρίσης, η μόνη αισιόδοξη παράγραφος στο δυσοίωνο κείμενο των καιρών μας. Αν καταφέρουμε να δούμε την ασχήμια μας, αν καταφέρουμε να συνειδητοποιήσουμε τις υπαρξιακές μας κακοτεχνίες, ίσως μπορέσουμε να ξανακερδίσουμε τους χαμένους εαυτούς μας. Χρειάζεται περισυλλογή, αγαπητοί συνάδελφοι, τώρα που η σοβαροφάνειά μας καταποντίστηκε στον γκρεμό της θεσμοθετημένης ανεμελιάς. «Περισυλλογή»! Πόσο παράταιρη ακούγεται αυτή η λέξη όταν τριγύρω σου όλοι τα ΄χουν χαμένα, όταν όλοι γύρω σου φωνάζουν πως δεν φταίνε, όταν όλοι εμφανίζονται πρόθυμοι να σηκώσουν το χέρι τους για να δείξουν τον διπλανό τους;Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πρώτον, γιατί πιστεύω πως, όπως δεν είμαστε μοναδικοί, δεν είμαστε και μόνοι. Η «ελληνική κρίση», όπως αποκαλούν τον λοιμό μας στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν είναι μόνον «ελληνική». Το έλλειμμα της πολιτικής ηγεσίας, η ύφεση που από φάντασμα έγινε πρόσωπο με σάρκα και οστά, η κατάρρευση της θρησκευτικής πίστης πως η θερμοκρασία της κοινωνίας μετριέται με τα επιτόκια δεν είναι μόνον δικό μας πρόβλημα. Είναι πρόβλημα του «παλαιού πολιτισμού», ή αν θέλετε της Γηραιάς Ηπείρου, κι εμείς το ζούμε γιατί είμαστε κομμάτι του. Η ύπαρξη της σύγχρονης Ελλάδας, σε πείσμα των ιεροψαλτών μας, από τα πρώτα κιόλας σκιρτήματα της συνείδησής της καθρεφτιζόταν σ΄ αυτήν τη Γηραιά Ευρώπη.
Φτιάξαμε τους πολιτικούς μας θεσμούς κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσίν της, συμμετείχαμε στους πολέμους της και προσπαθήσαμε να απολαύσουμε τα οφέλη της ειρήνης της. Αν κάναμε κάπου λάθος, είναι ότι ποτέ δεν αντιληφθήκαμε την ιδιαιτερότητά μας ως κύτταρο αυτού του, εν μέρει ετερόκλητου, οργανισμού και αρκεστήκαμε στον ρόλο της εσαεί εξαίρεσης. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα της εξαιρετικότητάς μας. Φταίει το είδωλο που κατασκευάσαμε για τον εαυτό μας, όμως φταίει και ο καθρέφτης που έχει σπάσει.
Αυτή είναι η απαισιόδοξη πτυχή της όλης υπόθεσης. Μια κοινωνία που εξαντλείται στην αλληλοκαταγγελία, η γνωστή ρητορική της ηθικολογίας, η ανομία τού ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Φίλος αναγνώστης μού επισήμανε τις προάλλες πως όσοι αισθάνονται περισσότερο ένοχοι για την κατάσταση, όσοι υφίστανται τις βαρύτερες συνέπειες, είναι αυτοί που φταίνε και λιγότερο. Κι αυτό είναι φυσιολογικό όταν έχεις να κάνεις με έναν κρατικό μηχανισμό ο οποίος, για να καλύψει τη δυσοσμία της διαφθοράς του, είναι έτοιμος για μία ακόμη φορά να ντυθεί τη στολή του χωροφύλακα για να εφαρμόσει τσάτρα πάτρα τους νόμους που μας έφεραν ώς εδώ που μας έφεραν.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μας φτάνουν πια οι αγριοφωνάρες. Κι αυτό ας το έχουν υπόψη τους όσοι εξακολουθούν να τις εκπέμπουν ως εισαγγελείς της κατάντιας μας. Ας ξέρουν πως όταν αισθάνεσαι μόνος και έρημος, αφημένος στην τύχη σου, το μόνο που προσδοκάς είναι να συναντήσεις κάποιον συνομιλητή.
Και συνομιλητές υπάρχουν. Αρκεί να τους ακούσουμε.
Τάκης Θεοδωρόπουλος
(από "ΤΑ ΝΕΑ", 22-23/5/2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου