Ο νέος οικονομικός δεσποτισμός στον οποίο κινούμαστε εδώ και καιρό διαθέτει μια γλώσσα που δεν πρωτοτυπεί.
Επενδύει πολλά στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Εφόσον «έχουμε πόλεμο» και με άλλα λόγια ζούμε μια κατάσταση εξαίρεσης, κρίνεται αυτονόητο ότι δεν επιτρέπονται αποστασίες, αποστάσεις, διαχωρισμοί από την κοινή προσπάθεια. Ολα πρέπει να λησμονηθούν ή να περάσουν σε δεύτερο πλάνο μέχρι την αποκατάσταση της τάξης. Πάει να πει ότι η πραγματικότητα επιβάλλει μία και μοναδική ερμηνεία, μία και μόνη ορθή περιγραφή του κινδύνου και της σωτηρίας. Το αν αυτή η πραγματικότητα είναι κοινωνικό διαμόρφωμα και όχι φυσικό φαινόμενο σαν την τέφρα των ισλανδικών ηφαιστείων πάλι δεν ενδιαφέρει.
Για άλλη μια φορά άλλωστε επιβεβαιώνεται το παράδοξο που βεβαίως δεν είναι καθόλου παράξενο: οι κατά σύστημα διαφημιστές της ανοιχτής, φιλελεύθερης, ανεκτικής κοινωνίας προτείνουν στην ουσία σιωπητήριο. Φυσικά και το σιωπητήριο μπορεί να είναι θορυβώδες, φλύαρο, αρκούντως παραστατικό. Ετσι και η συγκεκριμένη έκτακτη ανάγκη αφήνει και ορισμένα παράθυρα θεμιτών αποδράσεων και συναισθηματικής διαφυγής για τους πολλούς: ο τηλεοπτικός καρνάβαλος, τα πορνό βίντεο, το σασπένς του αστυνομικού δελτίου, τα παθήματα και οι περιπέτειες των κοσμικών, όλα αυτά καλούνται να απαλύνουν τις αγωνίες και να φαιδρύνουν την καθημερινότητα. Η δημόσια σκηνή της μεγάλης κρίσης καταλαμβάνεται εν τέλει από τους γενικούς διασκεδαστές των μαζών και τους ειδικούς στη νέα εθνική παιδαγωγική. Οι πρώτοι αναλαμβάνουν να εκφράσουν την καμπύλη των συναισθημάτων ενώ οι δεύτεροι να διδάξουν στο κοινό τα ιερογλυφικά των αγορών. Οι πρώτοι συνεχίζουν να παίζουν το έργο της άνοστης νεοελληνικής ελαφρότητας ενώ οι δεύτεροι επιδεικνύουν το συλλογικό μέλλον ως μια, δημοκρατική βεβαίως, αποικία σωφρονισμένων.
Σε αυτές τις συνθήκες το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι η κριτική σκέψη καταβαραθρώνεται. Και το θύμα είναι η ίδια η πολιτική. Τούτη η τελευταία συνθλίβεται ανάμεσα στους κομφορμισμούς της μοιραίας προσαρμογής και στον μελοδραματισμό των παραπόνων. Δεν πρόκειται μόνο για υποχώρηση του πεδίου των πολιτικών αποφάσεων στους αυτοματισμούς των αγορών. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι πιο βαρύ: η εμφάνιση της ελάχιστης δυνατής πολιτικής, μιας πολιτικής η οποία ομολογεί σε όλους τους τόνους και απερίφραστα την καθυπόταξή της στο καθημερινό δημοψήφισμα των κερδοσκοπικών μηχανισμών. Η ανταλλαγή smς στο υπουργικό συμβούλιο για τις ωριαίες αυξομειώσεις των spreads είναι μια χαρακτηριστική εικόνα αυτού του νέου φαταλισμού.
Τι προοιωνίζεται στα αλήθεια αυτή η καμπή για τις δημόσιες ελευθερίες και το περίφημο δημοκρατικό συμβόλαιο; Η εμπειρία της πολιτικής αδυναμίας και η ρητορική της συμμόρφωσης υποθάλπει είτε την ενδεή παθητικότητα είτε τη βίαιη αποσκίρτηση από κάθε έννοια κοινωνικού συμβολαίου. Η κουρασμένη συγκατάθεση των φοβισμένων και η άνοδος της αγριότητας είναι δυο όψεις της ίδιας κίνησης. Το ότι οι ελίτ προτιμούν την πρώτη επειδή έτσι αγοράζουν χρόνο δεν σημαίνει ότι θα αποφύγουν τη δεύτερη. Η δημοκρατία των παραπόνων, διαχειρίσιμη από τα τηλεοπτικά παράθυρα, είναι μια κάποια λύσις για το σήμερα. Ωστόσο η διαχείριση του συναισθήματος και η συγκράτηση των διάχυτων θυμών έχει όρια. Και η κυρίαρχη παιδαγωγική της κρίσης εθελοτυφλεί αν πιστεύει ότι ο ανακυκλωμένος λαϊκισμός» μπορεί να είναι η απάντηση στα συναισθήματα των από κάτω.
Ποια είναι η διέξοδος; ρωτούν. Και εγώ ο ίδιος που σας ιστορώ, αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω. Δεν μπαίνω στον πειρασμό της πολιτικής οικονομίας που έχει γίνει ελάχιστα πολιτική ή αλλιώς ένας «ορθολογικός» αποκρυφισμός προορισμένος να παραλύει όσο πολιτικό αισθητήριο μας έμεινε. Το μόνο που διαισθάνομαι είναι ότι η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετη. Δεν βρίσκεται στην περισπούδαστη σοφία περί συλλογικής ενοχής η οποία θέλει να αποκρύψει τους συσχετισμούς δύναμης σε μια κοινωνία που κάποιοι την παρουσιάζουν σχεδόν αταξική. Δεν βρίσκεται, από την άλλη, και στη συμβατική αντι-ολιγαρχική αφήγηση στην οποία μια συντριπτική πλειονότητα ανυποψίαστων θυμάτων πληρώνει τα σκάνδαλα των λίγων χιλιάδων της παρασιτικής ελίτ. Η αναγκαία και επείγουσα αντίσταση στον νέο οικονομικό δεσποτισμό δεν μπορεί να πείσει αν δεν εγκαταλείψει την αγγελική μεταφυσική του «κοσμάκη» και της αιώνιας προδοσίας του. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο το τέλος μιας ταξικής πολιτικής αλλά και η υπέρβαση των μοντέλων ζωής που έχασαν το μέτρο της αξιοπρέπειας ελέω δανεικής ευημερίας.
- Ο Μεθόδιος Αργουμέντης αντέγραψε από τη στήλη "Ιδέες/Τάσεις" της "Ελευθεροτυπίας" της 30/4/2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου