Έναν απόηχο από μουγκρητά
Πνιγμένα
Όλο κι όλο ένιωσαν οι ξένοι
Η πηχτή κόκκινη λίμνη κάτω απ’ τους ευκαλύπτους και τα μέλη σκόρπια τριγύρω
Δεν υπήρχαν πια όταν ήρθαν αυτοί
Είχε συλλέξει η ίδια τα πικρά υπολείμματα
Αργά και υπομονετικά
Όπως συλλέγεις τη σοδειά σου
Καρπούς της φιστικιάς αποκαλόκαιρο
Έναν – έναν ρίχνοντάς τους στη λινάτσα
Κι όταν αρχίζει να φλογίζει ο ουρανός
Ανεβαίνοντας το μονοπάτι
Μ’ ένα αίσθημα πληρότητας
Κι ευγενικό στην πλάτη το βάρος της συγκομιδής
Μετά δεν υπάρχει επιστροφή φθινοπώριασε
Κι έχει αρχίσει η νύχτα στον δίκαιο τόπο
Η κούραση ανταμείβεται με τις προσευχές του γκιώνη
Και την τρελή παιδιά των νυχτερίδων στο μισόφωτο
Η κεφαλή
Στήθηκε τελευταία
Είπαν πως όντως θύμιζε λιοντάρι με τη χαίτη ξανθιά κι ανάστατη
Αργοπορημένη στο θάνατο
Μυρωμένη χαίτη βασιλόπουλου
Έσκυβε εκείνη πάνω του με τα μαλλιά πεσμένα να τον κρύβουν
Τα μπράτσα της προσπαθώντας να γαντζωθούν απ' το πουθενά
Να μην πληγώσουν τα χείλη τα μαντεμένια
Κι εκείνο το βλέμμα
Από χαλκό κι ασπράδι που κάπως ιρίδιζε
Σεμνά
Έθαψε το σπάραγμα σε τριανταφυλλόχωμα
Άγνωστο το μετά
Έζησε με καρδιά κομματιασμένη
Κάθε κομμάτι ένα τι από θεό
Κάθε κομμάτι ένα τι από υιό
Δοσμένη στο ακέραιο που την πρόδωσε
Ανθεκτική σαν κάκτος
Κανείς ποτέ δεν την τίμησε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου