Από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη στον «Χριστό Πάσχοντα», η επικοινωνία δύο θεατρικών κειμένων με απόσταση 16 αιώνων!
«ΒΑΚΧΕΣ» του Ευριπίδη (405 π.Χ.) - η υπόθεση του έργου
Ο Διόνυσος, γιος του θεού Δία και της θυγατέρας του Κάδμου Σεμέλης, έφτασε στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή, για να επιβάλλει τη λατρεία του εκεί. Ωστόσο οι κόρες του Κάδμου αμφισβήτησαν τη θεϊκή του καταγωγή, γι’ αυτό και τρελάθηκαν από τον θεό και ως Μαινάδες παρέμεναν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης, αρνήθηκε και αυτός να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και αποφάσισε να στραφεί ενάντια στις Μαινάδες. Συνέλαβε το Διόνυσο, αυτός όμως ελευθερώθηκε και με σεισμό κατέστρεψε το παλάτι. Στη συνέχεια έπεισε τον Πενθέα να μεταμφιεστεί σε Μαινάδα, για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα. Όταν έφτασε στο βουνό, οι Μαινάδες και πρώτη η μητέρα του όρμησαν και τον διαμέλισαν. Όταν ο παππούς του Κάδμος το πληροφορήθηκε, πήγε στον Κιθαιρώνα και συνέλεξε τα κομμάτια του κορμιού του. Η Αγαύη επέστρεψε θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα, θεωρώντας το κεφάλι λιονταριού. Ο Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έχει διαπράξει. Το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διονύσου ως θεού πια από το θεολογείο, που ανακοινώνει την τύχη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του.
(από την έκδοση του «Κάκτου», εισαγ., μτφ., σχόλια Γιώργος Γιάνναρης)
· Η Αγαύη έχει πλέον συνειδητοποιήσει τι κρατά στα χέρια της και θρηνεί…
Πατέρα μου. Γύρνα και δες. Άλλαξα
Αν δεν ήταν τα χέρια μου ακάθαρτα
Πώς να σε ευλαβηθώ
Και πώς. Να σε σύρω στα στέρνα μου επάνω
Πώς να θρηνήσω
Και πώς. Να φιλήσω το κάθε μέλος του τέκνου μου
Να ασπασθώ την σάρκα εκ της σαρκός μου
Γέροντα
Εδώ θα πάει το κεφάλι
Κι εδώ. Το σώμα το άλλο
Ολόκληρο το σώμα
Ακέραιο να συναρμόσουμε το σώμα και ολόκληρο
Με προσοχή
Με ακρίβεια
Τόσο σώμα
Αγαπημένο πρόσωπο
Μάγουλο τρυφερό μου
Ιδού. Με αυτήν την σινδόνη κρύπτω το πρόσωπό σου
Τα αιμόφυρτά σου
Τα αυλακωμένα
Μέλη σου
(Μετάφραση : Γιώργος Χειμωνάς*)
*: Εδώ στο χειρόγραφο του αρχαίου κειμένου υπάρχει ένα κενό. Ο θρήνος της Αγαύης και η αρχή του μονολόγου του Διόνυσου έχουν χαθεί. Ο Π. Πρεβελάκης στη δική του μετάφραση των «Βακχών» αποκαθιστά το κενό, δανειζόμενος στίχους από τον «Χριστό Πάσχοντα» που περιλαμβάνει αρκετούς στίχους από τις «Βάκχες». Τον ίδιο δρόμο επιλέγει και ο Γ. Χειμωνάς, με τον δικό του, βέβαια, τρόπο και ύφος. Άλλοι μεταφραστές «σέβονται» την ιστορία του χειρογράφου και προσπερνούν το κενό μιας και δεν «στοιχίζει» στην κατανόηση από τον αναγνώστη και τον θεατή.
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΣΧΩΝ» ή «ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» (12ος μ.Χ. αι.) - Λίγα λόγια για το έργο
Χριστιανός με φλογερή πίστη και βαθιά ευλάβεια, αλλά και της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας μελετητής και γνώστης ήταν ο Βυζαντινός λόγιος που σκέφτηκε να συνθέσει ένα δράμα για τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, χρησιμοποιώντας σε κάθε σχεδόν βήμα φράσεις και στίχους από ορισμένες τραγωδίες του Ευριπίδη κυρίως, αλλά και από τραγωδίες άλλων ποιητών καμιά φορά, ή και από άλλα κείμενα. Έκανε έτσι ένα έργο ανάλογο με το έργο ενός οικοδόμου που, για να χτίσει μια χριστιανική εκκλησία, θα χρησιμοποιούσε σχεδόν αποκλειστικά μέλη αρχαίων ελληνικών κτισμάτων. Μόνο που η εργασία του ποιητή – συναρμολογητή παρουσίαζε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες, γιατί τα αρχαία χωρία, εκφράσεις άλλου κόσμου προορισμένες αρχικά για άλλους σκοπούς, έπρεπε να γεμίσουν με νέο νόημα και να πάρουν καινούρια διαμόρφωση. Ο Βυζαντινός λόγιος που καταπιάστηκε με αυτό το εγχείρημα μπορεί να μην έχει έμπνευση και έντονη ποιητική προσωπικότητα, δείχνει όμως αξιόλογη ελληνομάθεια και αξιοθαύμαστη υπομονή.
(από την έκδοση της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη – μτφ. Θρασύβουλου Σταύρου)
…Συντάχθηκε στα τέλη του 11ου ή κατά τον 12ο αι. αξιοποιώντας το υλικό παλιότερων θρησκευτικών δραμάτων σε συνδυασμό με δάνεια από ποιητές της κλασικής αρχαιότητας, ιδιαίτερα από τον Ευριπίδη. Ως συντάκτης του προβλήθηκε σκόπιμα ο Γρηγόριος ο θεολόγος για να γίνει δεκτό και να μην κατακριθεί από την Εκκλησία. Α’ έκδοση το 1846 όπου επισημαίνονται τα δάνεια από τα έργα του Ευριπίδη και από τα απόκρυφα Ευαγγέλια που ήσαν κοινή πηγή όλων των θρησκευτικών δραμάτων.
Η Θεοτόκος θρηνεί…
Φτωχό μου χέρι, το άψυχο κορμί του πιάσε.
Τι βλέπω, συμφορά μου; Τι κρατώ στα χέρια;
Ποιος είν’ αυτός που είναι νεκρός στην αγκαλιά μου;
Πώς πρέπει, ευλαβική μητέρα, να τον πάρω
στο στήθος μου, και πώς να τον μοιρολογήσω;
Δώσ’ μου τον τρόπο εσύ να σου μιλήσω, γιε μου,
και να φιλήσω το άψυχο τώρα κορμί σου.
……………………………………………………………………………
Αχ, δώσ’ μου να φιλήσω το δεξί σου χέρι.
Χεράκι λατρευτό! Πώς σε σφιχτοκρατούσα,
Έτσι όπως ο κισσός τυλίγει το πρινάρι!
Ω, στόμα αγαπητό και μάτια λατρεμένα,
ω, ευγενικιά θωριά και πρόσωπο του γιού μου
χείλια γλυκά, πνοή απαλή, κι ω σώμα θείο!
Ω μύρα αναπνοής! Χαϊδεύετε τη μνήμη
και μες στη συμφορά, κι αλάφρωσε η καρδιά μου.
……………………………………………………………………………..
Από χείλια κλειστά κι από σβησμένα μάτια
πώς να βρω εγώ παρηγοριά; Πώς να βαστάξω;
Κορμί γλυκόπνοο!.................................................................................... ……………………………………………………………………………..
Σκεπάστε του το πρόσωπο μ’ αυτά τα πέπλα
και πάρτε τον στα χέρια- βάλτε πια στο μνήμα
το βασιλιά που θανατώσαν οι Ιουδαίοι –
……………………………………………………………………………..
ΙΩΣΗΦ
Ω, νεανική θωριά κι εσύ όψη αγαπημένη!
Την κεφαλή μ’ αυτό το πέπλο σου σκεπάζω-
Την κεφαλή μ’ αυτό το πέπλο σου σκεπάζω-
Καινούρια καθαρά σεντόνια ρίχνω απάνω
Στο ματωμένο σου κορμί, το σπαραγμένο,
Απάνω στο πλευρό που το ‘χουνε πληγώσει.
Μετά όμως ο Χριστός θ’ αναστηθεί…
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
…Θαμπώνει ο νους μου, ολάκερη απ’ το φόβο τρέμω.
Η πέτρα σηκωμένη! Πώς κυλίστηκε έτσι
κι άξαφνα απ’ του μνημείου τη θύρα πήγε πέρα;
Σιωπή!
Ποιος είν’ αυτός που κάθεται πάνω στην πέτρα;
Σαν αστραπή ‘ναι η όψη του, κι η φορεσιά του,
λευκή, σαν το απαλό το νέο το χιόνι λάμπει.
Να κι οι φρουροί! Κατάχαμα σαν πεθαμένοι.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Καθόλου μην ταράζεστε και μη φοβάστε.
Ζητάτε τον Ιησού που σταυρωμένος ήταν,
Δεν είναι πια νεκρός μέσα στον τάφο του- έχει
αναστηθεί και τώρα πάει στη Γαλιλαία.
Οι μαθητές του εκεί να τονε δούνε θέλει.
Η θέση είναι άδεια- προχωρήστε και κοιτάξτε.
Ό,τι είχα να σας πω το είπα…
…ΧΡΙΣΤΟΣ
Χαίρετε.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ω, χαίρε, γιε τρανέ τρανού Πατέρα- χαίρε,
μεγάλε, αιώνιε Θεέ και βασιλιά των όλων.
Άσπονδο εχθρό, το θάνατο, έχεις πια νικήσει.
Τα πόδια ταπεινά να σου φιλήσουμε άσε.
Στα πόδια σου μπροστά πέφτουμε, κοίταξέ μας.
Με φόβο και χαρά πλημμύρισε η καρδιά μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ
Καθόλου μην ταράζεστε και μη φοβάστε.
Τρέξτε και φέρτε μήνυμα στους αδερφούς μου
Στη Γαλιλαία να πάν, κι εκεί θα μ’ ανταμώσουν.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ω, αυγή χαράς, ω ανείπωτη του ήλιου λάμψη,
Αχτίδες λαμπερές που δεν τις λέει το στόμα!
Τα λόγια δεν μπορούν να πούνε τη χαρά μου.
Μα πάμε, όπως το πρόσταξε και το ‘πε ο Κύριος…
…και θα λευτερωθεί στο φως, όπως και ο Διόνυσος άλλωστε…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ιώ. Ακούστε με
Ακούστε την φωνή μου
Ιώ βάκχες. Ιώ
ΧΟΡΟΣ
Ποιος είναι. Ποιος…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ιώ. Ιώ. Φωνάζω
Εγώ. Ο υιός της Σεμέλης και του Διός
ΧΟΡΟΣ
Ιώ. Ιώ
Δέσποτα. Δέσποτα
Ελθέ στον θίασό μας…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Σεισμέ ιερέ
ΧΟΡΟΣ
Α
Το δώμα του Πενθέα
Τρέμει. Τινάζεται. Πέφτει
Ο Διόνυσος είναι εδώ!
Πιστέψτε! Πιστεύουμε!
Α. Δείτε
Οι πέτρες. Οι στύλοι. Κυλάν στη γη
Από μέσα. Βαθειά…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Άναψε
Άστραψε κεραυνέ
Καίγε
Κάψε τα δώματα του Πενθέα
ΧΟΡΟΣ
Α
Κοιτάξτε. Πώς το πυρ απλώθηκε
Τυλίγει το άγιο μνήμα της Σεμέλης…
…Τα σώματά σας! Τρομαγμένες μαινάδες
Κάτω στην γη ρίξτε τα. Την γη κρατήστε με τα σώματά
σας
Να ο βασιλέας!
Αυτός που τράνταξε τα σπίτια
Ο γόνος του Δία! Επιφαίνεται!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Βάρβαρες γυναίκες
Φόβος πολύς θα σας εφόβισε και πέσατε στο χώμα…
…Σηκωθείτε. Θάρρος
Διώξτε τον τρόμο από τα σώματά σας
ΧΟΡΟΣ
Φως μέγιστο! Σε είδα!
Και εδόθηκα εκστατική στον Εύιο
Εγώ η μοναχή της ερημίας…
Και δεν είναι λιγότερο φ ο β ε ρ ό το θαύμα και στον χριστιανό ποιητή…
Ο ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ (στην Θεοτόκο)
…Ο πρώτος των φρουρών απάντησε έτσι τότε:
«Λοιπόν απ’ όσα ξέρω δε θα πω ούτε λέξη,
αφού μου το ζητάς και λες πως δε θα μπλέξω.
Στον άρχοντα σιωπή- μα εσείς ακούστε τα όλα.
Από κανένα θεό κατώτερος δεν είναι
ένας που θάματα έκαμε και πριν και τώρα.
Τον τάφο η πλάκα σκέπαζε- στην πλάκα απάνω
σφραγίδες- γύρω εμείς, χωρίς να κλειούμε μάτι-
κι εκείνος αναστήθηκε, μια λάμψη σε όλα
σκόρπισε και τα φώτισε- σαν πεθαμένοι
απ’ την τρομάρα μείναμε- της γης τα βάθη
τα τράνταξε σεισμός μεγάλος, και του τάφου
η πέτρα ευθύς κυλίστηκε και πήγε πέρα.
Και σίγουρα, όλ’ αυτά μπορεί όποιος πάει στον
τάφο
αμέσως να τα δει με τα ίδια του τα μάτια.
Και μια παράξενη ήχησε φωνή απ’ τα ύψη
- φωνή ‘ταν του Θεού Πατέρα – και μαζί της
βροντή- κι ανάμεσα στη γη και στον αιθέρα
ιερής φωτιάς λαμπρός στηρίχτηκε ένας στύλος.
Τότε παντού σιωπή- στο σύδεντρο φαράγγι
όλα τα φύλλα ασάλευτα- δεν άκουες ήχο.
Λοιπόν αναγνωρίστε τον, όποιος και να ‘ναι
έστω κι αργά- γιατί μεγάλος είναι σε όλα.
Και στους θνητούς χαρίζει αυτός, καθώς ακούω,
δώρο που το κακό νικά και τ’ αποδιώχνει.
Χωρίς αυτό, αγαθό στον κόσμο δεν υπάρχει
κι ούτε μπορεί να γίνει- κι αν αυτό είν’ αλήθεια,
κάλλιο έχω να τον προσκυνώ παρά ν’ αγριεύω,
κι εγώ, ο θνητός, εχθρός ενός Θεού να γίνω.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου