Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

{ Κώστας Γεωργουσόπουλος } (1937-2024) "Εκείνος στον οποίο το ελληνικό θέατρο οφείλει τη Μεταπολίτευσή του" γράφουν οι Γρηγόρης Ιωαννίδης, Ναταλί Χατζηαντωνίου και ο Παναγιώτης Σκούφης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 9.12.2024)

 ...............................................................



Κώστας Γεωργουσόπουλος (1937-2024)


Εκείνος στον οποίο το ελληνικό θέατρο οφείλει τη Μεταπολίτευσή του


γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης  ("Εφημερίδα των Συντακτών", 09.12.24) 



Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε αυτή την προσωπικότητα οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της φυσιογνωμίας τού ελληνικού θεάτρου και ότι κατά κάποιον τρόπο όλοι μας υπήρξαμε, κάποτε ως ακόλουθοι και κάποτε σαν αρνητές, άμεσοι ή πλάγιοι μαθητές του.


Σπάνια η εκδημία ενός ανθρώπου μοιάζει να σημαίνει τόσο εμφατικά το «τέλος μιας εποχής». Πράγματι, το έργο του Κώστα Γεωργουσόπουλου διασχίζει όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης και συνυφαίνεται άρρηκτα με τις ελπίδες και τις κατακτήσεις της, όπως και με τις αντιφάσεις και τα όριά της. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε αυτήν την προσωπικότητα οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της φυσιογνωμίας του ελληνικού θεάτρου και ότι κατά κάποιον τρόπο όλοι μας υπήρξαμε, κάποτε ως ακόλουθοι και κάποτε σαν αρνητές, άμεσοι ή πλάγιοι μαθητές του.


Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά και εμφανίζεται στα κριτικά γράμματά του θεάτρου μας κατά την πλέον κρίσιμη χρονολογία για το μέλλον του, στα 1970, και στην πιθανόν πλέον «συστημική» θέση του είδους, ως κριτικός του «Βήματος», διαδεχόμενος τον Αγγελο Τερζάκη. Είναι βέβαια πολύ νέος ακόμη, μα η στάση και το ύφος του μοιάζουν ήδη μεγαλύτερα. Φαντάζεται κανείς τον αιφνιδιασμό και το σούσουρο που θα είχαν προκαλέσει οι πρώτοι σχολιασμοί του στην εφημερίδα... Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είχε αναλάβει κεντρική θέση σε μια τυπική αστική εφημερίδα της εποχής, μα από την αρχή κιόλας η γραφή του πρόδιδε ξεχωριστή πυγμή, αυτοπεποίθηση, προσωπικότητα και, αν μη τι άλλο, γλωσσικό κύρος. Ασφαλώς δεν θύμιζε τίποτα από τους εξαιρετικά μορφωμένους μα μάλλον νωθρούς προκατόχους του στο είδος. Η δική του στάση είχε διαμορφωθεί με βάση άλλα πρότυπα, που αφορούσαν όχι την κριτική παράδοση που παρέλαβε, αλλά την ταγή μιας προηγούμενης γενιάς κριτικών, κυρίως του Φώτου Πολίτη, στους οποίους ο ίδιος βρήκε τα βασικά του εφόδια: χρήση μιας δημοτικής που σπάει το κέλυφος της γλωσσικής ορθότητας, ήθος και ύφος που στοχεύουν όχι στη διατήρηση του κατεστημένου συστήματος, αλλά από την αρχή κιόλας στη σύγκρουση και ανατροπή του. Αν κάποιοι θέλουν να ανακαλύψουν τον αληθινό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, οφείλουν να τον συναντήσουν εκεί, στις αρχές του ’70, σε κείμενα που πραγματικά θα πρέπει να έπεσαν σαν βόμβα καταμεσής του ελληνικού θεάτρου. Αυτός ο νεαρός φιλόλογος, ο «μανιακός με το θέατρο», που από παιδί άκουγε και αποστήθιζε θέατρο στην επαρχία με μέσον το ραδιόφωνο, που είχε θητεύσει δίπλα στους Ροντήρη και Σιδέρη, δεν είχε έλθει για να φέρει στο ελληνικό θέατρο ειρήνη αλλά μάχαιραν.





Μα είχε και περισσό θράσος! Από την αρχή κιόλας, αυτός, ο «μαθητής», επιτίθετο χωρίς φρένο στα μεγαλύτερα ονόματα του τότε θεάτρου, στους Μινωτή, Μυράτ, Μουζενίδη, φανερώνοντας ότι πέρα από μια, ας πούμε, αναμενόμενη πάλη των γενεών, είχε κατά νου έναν απόλυτα διαμορφωμένο από τότε κιόλας κώδικα αρχών και αξιών, με τα οποία έβλεπε και έκρινε το ελληνικό θέατρο. Οι αρχές μα και το ύφος του έρχονταν όπως είπαμε από τον Πολίτη και οι στόχοι βασίζονταν στις επιταγές της γενιάς του ’30. Ομως για τον Γεωργουσόπουλο αυτό σήμαινε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που διαισθητικά το ένιωθε από τότε να οδηγεί την πνευματική του στάση. Ηταν ανάγκη το ελληνικό θέατρο να αποκτήσει αυθεντική, γνήσια και άξια κάθε ελέγχου ελληνική δραματική γραφή. Και, έπειτα, η γραφή αυτή όφειλε να αναπτυχθεί όχι σαν ετερόφωτη αντανάκλαση των πρόσκαιρων ρευμάτων που διέσχιζαν την ελληνική σκηνή, αλλά με ρίζες και κλώνους και καρπούς δικούς της. Αυτό δεν σήμαινε την απομόνωση του ελληνικού θεάτρου -αντιθέτως, σήμαινε την ανοιχτή συνομιλία με ό,τι πολύτιμο συμβαίνει στον κόσμο, από τη θέση όμως μιας τέχνης που ξέρει πως έχει δικούς της προγόνους, ιδιαιτερότητες, χαρακτήρα και γλώσσα. Ο νεαρός τότε κριτικός με την πύρινη γλώσσα, το άτεγκτο ύφος και εκείνη τη χαρισματική πειθώ, είχε επίγνωση πως το θέατρό μας χρειαζόταν μια νέα γενιά δραματουργών και χρειαζόταν πάνω από όλα μια νέα εικόνα του εαυτού της. Οταν οι άλλοι λοιπόν κοιτούσαν προς τις διεθνείς σκηνές, ο Γεωργουσόπουλος έθετε σαν απόλυτο σκοπό της κριτικής του την ανάδειξη μιας δραματουργίας που θα διέθετε εκτίμηση των δυνάμεών της, επίγνωση των καταβολών της, ανάληψη των κοινωνικών της στόχων. Κι όταν άλλοι έψαχναν στο εξωτερικό για να δανειστούν τους κώδικες και κλειδιά της νέας πρωτοπορίας, ο κριτικός παρέπεμπε σε παλαιούς κώδικες της ελληνικής τέχνης και σε αρχαία κλειδιά θεάτρου, ικανά να ανοίξουν την ελληνική ψυχή διάπλατα σε ό,τι αληθινό και εθνικό.


Το ελληνικό θέατρό του οφείλει επομένως ούτε λίγο ούτε πολύ τη Μεταπολίτευσή του. Την εντυπωσιακή του άνθηση, τη στροφή του σε θέματα που άπτονται της συλλογικής αυτογνωσίας, την εμφάνιση μιας ολόκληρης λεγεώνας συγγραφέων που άφησαν καθαρό το ίχνος τους σε μια καθ’ όλα «νεοελληνική» δραματολογία. Του οφείλει εν τέλει την ταυτότητά του. Γιατί εκείνος χάρισε στο θέατρό μας τον τρόπο για να βλέπει, να αναγνωρίζει και να συγκινείται με την ιθαγένειά του, με την έννοια δηλαδή μιας ελληνικότητας κατακτημένης στην κάμινο της Ιστορίας και μιας μνήμης που κρατάει αναμμένο το κερί της θυσίας, του μαρτυρίου και του πόνου στους αιώνες, ανατρέχοντας, πέρα από τις ηρωικές στιγμές, στα τραύματα και στις τόσες ανοιχτές πληγές του παρελθόντος. Για να βρει εκεί το νόημα του κλαυσίγελου ή το νάμα της χαρμολύπης του.

Του χρωστάει ακόμη το θέατρό μας, μα και η ίδια η κριτική, τη λαϊκή του απήχηση. Τα κείμενά του άλλωστε διαθέτουν το σπάνιο γνώρισμα να διαβάζονται και αυτόνομα, ανεξάρτητα από την παράσταση που τυπικά ακολουθούν. Διαβάζονται για το ύφος και τη ρητορική τους -διαβάζονται τελικά για τη συγκίνηση που φέρνει ο λόγος τους στον αναγνώστη. Αυτό έδωσε στον Γεωργουσόπουλο τη δυνατότητα να κρατήσει για χρόνια την πιο δημοφιλή στήλη κριτικής που πέρασε ποτέ από τα γράμματά μας και κατέστησε τον ίδιο -τολμηρή διαπίστωση, μα δεν απέχει πολύ από την αλήθεια- τον πλέον επιδραστικό κριτικό που έδρασε όχι μόνο στο θέατρο, αλλά σε όλα τα πεδία της νεοελληνικής τέχνης.


Τέλος, ας μην το ξεχνάμε, ο ίδιος υπήρξε το ίδιο επιδραστικός μέσα από τις ζωντανές παραδόσεις του. Προικισμένος με εξαιρετική μνήμη, με ξεχωριστή ευφράδεια και με μια μοναδικά καλλιεργημένη φωνή, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος καθιστούσε την κάθε εμφάνισή του μια μοναδική παράσταση για τους παρευρισκόμενους. Ηταν στην ουσία ένας κήρυκας που δίδασκε τη γνώση ως βίωμα και το βίωμα σαν γνώση. Ηταν όμως, εκτός του ρόλου του, και ένας τρυφερός πατέρας και άγρυπνος δάσκαλος για τους μαθητές του. Και αν έμεινε στη μνήμη πολλών σαν «αυστηρός κριτικός» ήταν που το θέατρό μας είχε ανάγκη περισσότερο από επαγρύπνηση παρά από νουθεσία.



Από την απονομή Παράσημου του 
Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής στον 
Κωνσταντίνο Γεωργουσόπουλο το 2019 
 EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ



Μα ας τελειώσω με μια ακόμη σκέψη. Ως κριτικός ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έδρασε και αγωνίστηκε εντός του πλαισίου του ελληνικού «μοντερνισμού», θεωρώντας τον ποιητή-δραματουργό και τον δικό του λόγο το κέντρο όχι μόνο της σκηνικής καλλιτεχνικής πράξης, αλλά και τον τελικό στόχο της. Πίστευε στην αυθεντικότητα και την ανανέωση, πρέσβευε τη «μιγαδική τέχνη» και χαιρόταν με τις επιμειξίες, - μα όλα αυτά αποκτούσαν ηθική και νόημα μόνο όταν συντελούσαν στο να έρθουν σε επαφή οι δυο μέγιστοι πόλοι της τέχνης: ο δημιουργός-ποιητής από τη μια με τον λαό από την άλλη.

Γι’ αυτό άλλωστε, όταν ένιωσε πως αυτό το κέντρο θιγόταν, αντέδρασε έντονα και πολέμησε λυσσαλέα κάθε μεταμοντέρνα «έκπτωση» ή «εκφυλισμό», όπως πίστευε, της «ιερής» σχέσης ποιητή και λαού. Εφτασε το θέατρο πολύ μακριά, μα ό,τι τον έφερε στο κέντρο μιας γενιάς τον απομάκρυνε μοιραία από την επόμενη, που αναζητούσε με τη σειρά της νοήματα όχι πια στον μοντερνισμό αλλά σε κάτι πέρα από αυτόν, πέρα από ό,τι «ελληνικό» ή «ιθαγενές», στο απροσδιόριστα συλλογικό διεθνές αίσθημα του νέου αιώνα.

Απέκτησε πολλούς φίλους, συνοδοιπόρους, μαθητές και ακόλουθους. Και απέκτησε από την άλλη και αρκετούς αρνητές ή, έστω, αμφισβητίες. Οταν καταλαγιάσει η μορφή του μέσα μας, όταν ο άκριτος θαυμασμός ή η πρώτη άρνηση δώσουν τη θέση τους στον ψύχραιμο απολογισμό, θα φτάσει η ώρα για να φανεί η αληθινή συμβολή του Κώστα Γεωργουσόπουλου στο ελληνικό θέατρο. Και ώς ένα βαθμό η μαρτυρία του στη συνείδηση της εποχής μας.



Η ισχυρή προσωπικότητα του θεάτρου μας


⇒ Της Ναταλί Χατζηαντωνίου

Τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του φιλολόγου, δασκάλου, μεταφραστή, θεατρικού κριτικού, συγγραφέα και ποιητή, στα 87 του χρόνια, δεν θα είχε νόημα η αναπαραγωγή του βιογραφικού του, όσο η συνολική αποτίμηση του ανεξίτηλου ίχνους του στον θεατρικό δημόσιο βίο και τη θεατρική παιδεία μας

Η αναπαραγωγή του πλούσιου και πολυδιάστατου βιογραφικού του ανθρώπου που είτε από τη θέση του δασκάλου, είτε από αυτήν του κριτικού, διαμόρφωσε επί δεκαετίες τη σχέση μας με το αρχαίο δράμα αλλά και αποκατέστησε αυτήν με το νεοελληνικό θέατρο δεν θα είχε νόημα για τον αναγνώστη μας τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του, στα 87 του χρόνια. Προτιμήσαμε τη συνολική αποτίμηση του ανεξίτηλου ίχνους του Κώστα Γεωργουσόπουλου στον θεατρικό δημόσιο βίο και τη θεατρική μας παιδεία. Κι αυτό χωρίς να ξεχνάμε τις άλλες του ιδιότητες. Την ιδιότητα του διακεκριμένου και πολυβραβευμένου φιλολόγου, μεταφραστή, συγγραφέα και ποιητή, που στίχους του (κατά κανόνα με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης) ή αρχαιοελληνική λυρική ποίηση και Χορικά, μεταφρασμένα από τον ίδιο, μελοποίησαν μεγέθη όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος (Χρονικό, Θητεία, Ιθαγένεια, Σειρήνες), η Ελένη Καραΐνδρου (Η μεγάλη αγρύπνια, Το μετέωρο βήμα του πελαργού), ο Σταμάτης Κραουνάκης (Χορικά-Αιώνια θητεία στο κάλλος), ο Γιάννης Σπανός (Αποδημίες, Μια Κυριακή), ο Νίκος Ξυδάκης (Γρήγορα η ώρα πέρασε) και ερμήνευσαν σε πρώτη εκτέλεση αντίστοιχα μεγέθη όπως ο Νίκος Ξυλούρης, η Μαρία Φαραντούρη, η Μαρία Δημητριάδη, καθώς και η Ελένη Βιτάλη, η Χαρούλα Αλεξίου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Καίτη Χωματά, η Αρλέτα, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά.

Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε και την έτερη ιδιότητα του ανθρώπου που μαχήθηκε επί δεκαετίες για το Κέντρο Μελέτης και Ερευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικό Μουσείο ως πρόεδρός του από το 2003, αναζητώντας απεγνωσμένα στέγη για να διασωθούν τα πολύτιμα ντοκουμέντα και φτάνοντας κάποιες φορές σε απόγνωση μπροστά σε μία γραφειοκρατία χρόνων. Αυτό επεσήμανε ανάμεσα σε άλλα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στο συλλυπητήριο μήνυμά της: «Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος με μια ομάδα φωτισμένων δημιουργών διέσωσαν, με προσωπικό κόστος, τα τεκμήρια της Ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου. Σε μία από τις τελευταίες μας συνομιλίες μού εξέφρασε τη χαρά του, που αυτό το πολύτιμο υλικό αποκτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και θα αποτελέσει το βασικό πυρήνα της συγκρότησης του “Θεατρικού Μουσείου”, καθώς και της έκθεσης του αρχείου και της ιστορικής βιβλιοθήκης». Είναι κρίμα που όταν θα έρθει η ώρα το όραμά του να γίνει πραγματικότητα, ο ίδιος δεν θα ζει.

Να προσθέσουμε κάτι ακόμα. Οπως όλες οι ισχυρές προσωπικότητες, που ανοίγουν δρόμο, μια εποχή είχε και εμμονές και ακλόνητες κι αμετακίνητες πεποιθήσεις τις οποίες κάποτε εξέφραζε οριακά και ανελαστικά, με οξύτητα, σε ιστορικές πια κριτικές και κείμενα στα οποία η αξιοζήλευτη γνώση και η ευφάνταστη άσκηση της ελληνικής γλώσσας φλέρταρε με τη χαμένη τέχνη του λίβελου. Ή άλλοτε τον οδηγούσαν σε επίσης ιστορικές πια διαφωνίες με συνεργάτες του εντός των εφημερίδων που εργάστηκε ή και σε δημόσιες συγκρούσεις μεγατόνων, όπως αυτήν που είχε με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Βουτσινά από τις σελίδες της «Ελευθεροτυπίας», με πολλούς ακόμα σκηνοθέτες ή πιο πρόσφατα με τον Γιώργο Λούκο (θεωρώντας αδίκως ότι ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ «υποβάθμιζε» το Ηρώδειο και «νόθευε» την Επίδαυρο με τις επιλογές του). Αλλά ναι. Ηταν κι αυτό ίδιον ενός πνεύματος που περιχαράκωνε τη γνώση και την κατάκτησή του κι ακόμα και σε τέτοιες στιγμές άφηνε το αποτύπωμά του ανεξίτηλο στον πολιτισμό των πολλών τελευταίων δεκαετιών.



Ένας προσωπικός αποχαιρετισμός


Έφυγε ένας μοναδικός και αναντικατάστατος Ελληνας, εργάτης του πνεύματος, δημιουργός αξεπέραστος και δάσκαλος πολιτισμού.

Υπήρχε παλιότερα στην ελληνική γλώσσα ένας χαρακτηρισμός για κάποιους ανθρώπους: «Διδάσκαλος του Γένους». Αυτό υπήρξε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Γνώστης άριστος της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας και στη χιλιόχρονη αλλαγή και εξέλιξή της, σε προφορά και γραφή μέχρι την καθαρεύουσα και την δημοτική. Γνώστης και άριστος μεταφραστής του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Γνώστης του σύγχρονου ευρωπαϊκού και αμερικανικού θεάτρου και των κοινωνικών ιδεολογικών ρευμάτων.

Μοναδικός κριτικός θεατρικών έργων και προπαντός θεατρικών παραστάσεων, σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας και ερμηνείας του έργου από πρωταγωνιστές/τριες και από το σύνολο του θιάσου.

Ποιητής άριστος και Δάσκαλος αξέχαστος, διότι σοφός και μοναδικός, σε Πανεπιστήμια, Γυμνάσια και Λύκεια.

Από το 1975 ώς το 2000 συνυπήρξαμε μέλη του Δ.Σ. της μη κερδοσκοπικής πνευματικής και καλλιτεχνικής εταιρείας «ΔΕΣΜΟΙ», που ίδρυσαν καλλιτέχνες και πνευματικοί δημιουργοί της Αριστεράς. Ο Κώστας υπήρξε έκτοτε Πρόεδρος μέχρι που αποσύρθηκε για λόγους υγείας.

Ο επί χιλιετίες πλούσιος και μοναδικός ελληνικός πολιτισμός, φτωχός και ασήμαντος σήμερα, έγινε ακόμα φτωχότερος με την απώλεια του Κώστα Γεωργουσόπουλου.

Σ’ ευγνωμονούμε καλέ μου φίλε Κώστα. Καλό σου ταξίδι.

Παναγιώτης Σκούφης

Δεν υπάρχουν σχόλια: