Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Για την ταινία "Crash" (1996), του David Cronemberg - έγραψε ο φίλος στο fb Giannis Smoilis (facebook, 15.3.2022)

 ..............................................................


Ο μέγιστος Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ κλείνει σήμερα τα 79. Με αφορμή, λοιπόν, τα γενέθλια του φοβερού και τρομερού Καναδού, θυμάμαι ένα απ’ τα πιο «βέβηλα» αριστουργήματα της ερεθιστικής -με όλες τις έννοιες- φιλμογραφίας του.

Crash (1996), του David Cronemberg

έγραψε ο φίλος στο fb Giannis Smoilis (facebook, 15.3.2022)

Όταν τα έργα τέχνης ενοχλούν, σημαίνει ότι κάτι από αυτά που λένε μας αφορά. Και μας αφορά τόσο έντονα που, εξ αυτού και μόνο, το έργο μπορεί καμιά φορά να καθίσταται ακόμα και αφόρητο. Όσο πιο πολύ (και πιο πολλούς) ενοχλεί ένα μεγάλο έργο τέχνης, τόσο πιο βαθύ είναι (το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες). Τα παραδείγματα είναι υπεραρκετά για να υποστηρίξουν την υπόθεση. Ας πάρουμε τη λογοτεχνία: το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» είναι ένα βιβλίο που ενόχλησε ιδιαίτερα την εποχή του και ενοχλεί ακόμα πολύ κόσμο. Είναι, επίσης, ένα τεράστιο βιβλίο που σταθερά κερδίζει τη μάχη με τον χρόνο. Ο Τζόις, ο Σελίν, ο Σάρτρ, ο Ναμπόκοφ (αναφέρω μόνο κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα), καθυβρίστηκαν, πολεμήθηκαν, μισήθηκαν όσο λίγοι πεζογράφοι του καιρού τους. Ο σπουδαίος Μισέλ Ουελμπέκ δέχεται με κάθε νέο του βιβλίο κύμα επιθέσεων. Με τις ταινίες συμβαίνει λιγότερο αυτό αλλά κι εδώ ισχύει ότι τα μεγάλα έργα δεν γίνεται να μην έχουν φανατικούς πολέμιους. Τα λιγότερο μεγάλα μπορεί να τα αγαπούν πολλοί και άλλοι να αδιαφορούν γι' αυτά. Δεν εμπνέουν μίσος όμως, δεν προκαλούν οργή. Τα έντονα συναισθήματα κερδίζονται δύσκολα, όπως ο καθένας γνωρίζει απ’ την εμπειρία του. Για παράδειγμα δεν μπορούμε εύκολα να φανταστούμε κάποιον που μισεί την «Αμελί», το πολύ πολύ να μην τη θεωρεί σπουδαία και να βαριέται να ασχοληθεί. Μπορούμε, αντιθέτως, να σκεφτούμε πολλούς που μισούν το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» ή την «Περσόνα». Oh well, enough said, όπως λέει κι ο Morrissey στο «I know It’s Over».
Το «Crash» είναι ένα έργο που διαθέτει την «απρόοπτη πρωτοτυπία ότι έχει κατασκευαστεί για να μην αρέσει», έγραφε ο αείμνηστος Γιάννης Δεληολάνης σ’ ένα κείμενό του για το φιλμ. Κι είναι γνωστό πως όταν προβλήθηκε στις Κάννες το 1996 έφαγε απίστευτο γιουχάισμα, το οποίο ο δαιμόνιος Κρόνεμπεργκ λέγεται πως φάνηκε να απολαμβάνει πιο πολύ από τα χειροκροτήματα (λιγότερα αυτά). Τον καταλαβαίνω. Ήξερε ότι κάτι είχε κάνει πολύ σωστά αφού η ταινία του μπορούσε να προκαλεί μίση - άρα και πάθη. Το «Crash» ενόχλησε τόσο πολύ (και ενοχλεί ακόμα) διότι αφορά τον μοντέρνο άνθρωπο. Η «ανωμαλία» της ταινίας, η σαδιστική θα έλεγες εμμονή της στα τραύματα του σώματος, στις πληγές της σάρκας, τα σημάδια της, τη διαστροφική μεταχείριση της, είναι ο τρόπος του Κρόνεμπεργκ να μιλήσει για την αλλοτρίωση του ανθρώπινου όντος στην εποχή της μηχανοκρατίας. Η έμφαση στην κυριολεκτική διείσδυση της μηχανής στο σώμα, καλύπτει ως γκραν γκινιόλ υπερβολή τη συμβολική μετάλλαξη, το γίγνεσθαι-μηχανή (για να χρησιμοποιήσω την ντελεζιανή ορολογία) του αλλοτριωμένου σύγχρονου ανθρώπου. Κι επειδή - αν συνεχίσουμε στον δρόμο του Ντελέζ - τα πάντα είναι Επιθυμία, το «Crash» γι' αυτή τη μη φυσιολογική επιθυμία θα μιλήσει, θα γίνει ένα υπαρξιακό πορνό για τη μεταφυσική συνουσία ανθρώπου και μηχανής που είναι η νεωτερική κατάσταση πραγμάτων.
Η λίμπιντο που διαπλέκεται στα μέταλλα των αυτοκινήτων, η σεξουαλική ορμή που διαχέεται σε λαμαρίνες και παλιοσίδερα και αντί να σβήσει επιτείνεται, θεριεύει, διαμέσου της νεκρής ύλης επιστρέφει στα σώματα ενισχυμένη για να τα φλογίσει∙ το έμψυχο που αγκαλιάζει το άψυχο σε μια τόσο σφιχτή ένωση που είναι δύσκολο να πεις με σιγουριά πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο, πού ζωντανεύει το ένα και πού πεθαίνει το άλλο∙ ο «μετασχηματισμός του σώματος μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας» όπως λέει ο Βων του εκπληκτικού Ηλία Κοτέα: τι είναι όλα αυτά αν όχι ο σύγχρονος κόσμος της ερωτοποίησης της ύλης; Ροές επιθυμίας, επιθυμητικές μηχανές, το σώμα ως μηχανισμός παραγωγής ηδονής (και πόνου), η ύλη που βιάζει το πνεύμα, το πνεύμα που βιάζει την ύλη, αλλεπάλληλα περάσματα από το ένα στο άλλο. Αυτή η συνεχόμενη, καθημερινή επαφή του ανθρώπου με τη μηχανή, πώς θα μπορούσε να μην επηρεάσει τον ερωτισμό;
Το έργο ξεκινάει με το κοντινό πλάνο ενός γυναικείου στήθους που χαϊδεύει το απαστράπτον παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου. Ύστερα μπαίνει κι ένας άνδρας στο πλάνο αλλά ήδη το «Crash» έχει αποσαφηνίσει, σ’ αυτό το κάδρο, πώς θα κινηθεί. Η ενότητα της ερωτικής πράξης έχει διαρραγεί: στο εξής, ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, θα υπάρχει η μηχανή. Όχι απλό φόντο της επιθυμίας αλλά καταλύτης της, διαμεσολαβητής της, μια πλήρης φετιχοποίηση του άψυχου που συμβολίζει το φρικιαστικό Πραγματικό (με τη λακανική σημασία της λέξης), το οποίο προκαλεί ηδονή και οδύνη μαζί, σ’ ένα διαστροφικό πλέγμα αφόρητης jouissance. Και γιατί τα αυτοκίνητα συγκεκριμένα; Γιατί τα αυτοκίνητα είναι επικίνδυνα. Το δυστύχημα, η πιθανότητά του, το διαρκές φλερτ με τον θάνατο, να τι εξιτάρει τους ήρωες του Κρόνεμπεργκ. Καυλώνουν (κυριολεκτικά) με την άρνηση της ασφάλειας («μετά από αυτό τον ατέλειωτο βομβαρδισμό της προπαγάνδας περί ασφαλούς οδήγησης, το να βρίσκομαι σ’ ένα αυτοκινητιστικό μοιάζει σχεδόν σαν ανακούφιση» λέει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής). Σ’ έναν κόσμο που ασφυκτιά από προστασία, που έχει πάρει όλα τα πιθανά μέτρα για να αποκλείσει και την ελάχιστη πιθανότητα κινδύνου, η καλουπωμένη, περίκλειστη ζωή εξεγείρεται ως επιθυμία ρίσκου κι αυτοκαταστροφής. Θέλει να βγάλει τη ζώνη ασφαλείας, να πατήσει το γκάζι προς τη μετωπική σύγκρουση. Η απόλυτη τάξη γεννά την επιθυμία της αταξίας. Η απόλυτη ασφάλεια τον πόθο της διακινδύνευσης. Κι έτσι η πιθανότητα του τραύματος φορτίζεται ερωτικά. Η ίδια η πληγή γίνεται εδώ (και πάλι κυριολεκτικά) μια ερωτογενής ζώνη.
Έρως-Θάνατος, το παλιό δίπολο ανασυγκροτημένο στην εποχή της μηχανής, διαμέσου της μηχανής, χάρη στη μηχανή. Με άλλα λόγια, το τέλος της ασφάλειας, η διακινδύνευση, η περίπτωση να σκοτωθείς, ό,τι πιο αφροδισιακό: το ερεθιστικό άγγιγμα της αυτοκαταστροφής. Ο έρωτας που ξαναγίνεται ρίσκο, που τινάζει στον αέρα τα δεσμά του μικροαστισμού, που βγαίνει από το απόρθητο φρούριο της κρεβατοκάμαρας και κυκλοφορεί ελεύθερος στους δρόμους. Σε έναν κόσμο που πεθαίνει από πλήξη και υπερβολική ασφάλεια, ο κίνδυνος που λυτρώνει: ο έρως ως δυνατότητα θανάτου, όχι αντίθεση στο «ένστικτο θανάτου» αλλά προέκτασή του. Death drive το έλεγε ο Φρόιντ. Εδώ το drive ισχύει με όλες τις έννοιες.
Ωστόσο, το αληθινά σκανδαλώδες με το «Crash» (κι αυτό που το κάνει μια τόσο μεγάλη ταινία τελικά), δεν είναι ούτε η διαστροφή ούτε η «ανωμαλία» του ∙ είναι ο καταραμένος ρομαντισμός του. Διότι αυτοί οι ήρωες, αυτοί οι παλαβοί ερωτόληπτοι ιδανικοί αυτόχειρες, παραμένουν υπερβολικά ανθρώπινοι μέσα στην εκρηκτική ψυχοπαθολογία τους. Καταλήγουν γοητευτικοί, όχι ΠΑΡΑ την τρέλα τους αλλά χάρη σ’ αυτήν. Η μεγαλοφυΐα του Κρόνεμπεργκ έγκειται στο ότι στοχάζεται πάνω στην αλλοτρίωση, τη μετάλλαξη του ανθρώπινου σώματος (το αγαπημένο του θέμα), στο γίγνεσθαι-μηχανή, στην φετιχοποίηση της τεχνολογίας και τη λιβιδινοποίηση της ύλης όχι ως φιλόσοφος αλλά ως ποιητής (καταραμένος, έστω). Δηλαδή ως κάποιος που περισσότερο απ’ τις ιδέες, ενδιαφέρεται -καίγεται είναι πιο σωστή λέξη- για την Ομορφιά. Την Ομορφιά μέσα στο Κακό, την τρέλα, το έγκλημα και τη διαστροφή, σίγουρα (όπως έκαναν οι μεγάλοι ποιητές, ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Ζενέ). Την Ομορφιά παρ’ όλα αυτά.
Πριν και πάνω απ’ όλα, η Ομορφιά κι η διαδρομή που οδηγεί σ’ αυτήν. Με το γκάζι πατημένο στο τέρμα.





Δεν υπάρχουν σχόλια: