............................................................
Άντον Τσέχωφ (1860 -1904)
Άντον Τσέχωφ (1860 -1904)
·
«Η
Μαγείρισσα παντρεύεται»
διήγημα του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) από τη συλλογή διηγημάτων «Οι αναποδιές
της ζωής και άλλα διηγήματα» (μτφ.
Γ.Κ., εκδόσεις «Ηριδανός», 1976)
Ο Γρήσιας, ένας μικρός, εφτάχρονος ανθρωπάκος
στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας κι
αφουγκράζονταν, κοιτώντας απ’ την κλειδαρότρυπα.
Στην κουζίνα μέσα γινόταν κάτι, κατά τη γνώμη του ασυνήθιστο, που δεν το είδε
ως τώρα. Στο τραπέζι της κουζίνας όπου απάνω έκοβαν το κρέας, καθότανε ένας
ψηλός, καλοφτιαγμένος μουζίκος με καφτάνι αμαξά, κοκκινόξανθος, γενάτος με μια
μεγάλη στάλα ιδρώτα πάνω στη μύτη του. Στα πέντε δάχτυλα του δεξιού χεριού
κρατούσε ένα πιάτο του τσαγιού κι έπινε. Δάγκωνε τόσο δυνατά τη ζάχαρη που ο
Γρήσιας ένιωθε να παγώνει η πλάτη του. Αντίκρυ στον άνθρωπο αυτόν καθότανε η
Αξίνια Στεπάνοβνα, η γριά νταντά κι έπινε κι αυτή τσάι. Το πρόσωπό της ήταν
σοβαρό κι έλαμπε από κάποιο θρίαμβο.
Η Πελαγία, η μαγείρισσα, στριμωγμένη στο
τζάκι κοντά, έκανε σα να ‘θελε να κρύψει κάπου το πρόσωπό της.
Ο Γρήσιας παρατήρησε στο πρόσωπό της ολάκερη
φωτοχυσία. Τα μάγουλά της έκαιγαν και περιχύνονταν απ’ όλα τα χρώματα,
αρχινώντας απ’ το πορφυροκόκκινο ως το θανατικό χλωμό. Η Πελαγία έπιανε με τα
τρεμάμενα χέρια της μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια, ξύλα, πατσαβούρες,
μουρμούριζε, έκανε κρότο χωρίς να κάνει καμιά δουλειά. Στο τραπέζι όπου οι
άλλοι πίνανε το τσάι τους δε γύρισε να κοιτάξει ούτε μια φορά. Κι όταν η νταντά
τη ρωτούσε κάτι, απαντούσε γρήγορα, αυστηρά, χωρίς να γυρνά το πρόσωπό της.
-Φάτε, Δανήλο Σεμέντιτς, έλεγε η νταντά στον
αμαξά. Τι σας κατέβηκε όλο τσάι και τσάι. Πιείτε και λίγη βότκα!
Και η νταντά πήρε κι έβαλε μπροστά του την
μπουκάλα με το ποτήρι, ενώ το πρόσωπό της έπαιρνε μια φιδίσια έκφραση.
-Δεν το πίνω… όχι, αρνούνταν ο αμαξάς. Μη με
βιάζετε, Αξίνια Στεπάνοβνα.
- Τι άνθρωπος, είστ’ εσείς… Αμαξάς και να
μην πίνει… Πιείτε!
Ο αμαξάς στραβοκοίταξε πρώτα το μπουκάλι με
τη βότκα, ύστερα το φιδίσιο πρόσωπο της νταντάς και το πρόσωπό του πήρε όχι
λιγότερο φιδίσια όψη. «Όχι, δε με πιάνεις, εμένα, παλιοστρίγκλα!»
-Δεν πίνω αφήστε με… Στη δουλειά μας δε
στέκει αυτή η μικροψυχία. Ο τεχνίτης άνθρωπος μπορεί να πιει, γιατί κάθεται σ’
έναν τόπο, εκεί που εμείς πάντα έχουμε να κάνουμε με κόσμο. Δεν είν’ έτσι;
Μπαίνεις στην ταβέρνα και σου φεύγει τ’ άλογο. Κι αν μεθύσεις, ακόμα πιο
χειρότερα. Κοιμάσαι και μένεις, είτε πέφτεις απ’ τ’ αμάξι. Η δουλειά είναι
τέτοια.
- Και πόσο βγάζετε την ημέρα, Δανήλο
Σεμένιτς;
- Η μέρα το ξέρει. Τυχαίνει μέρα και
δουλεύει ως το βράδυ, και κάποτε γυρνάς δίχως καπίκι στο σταύλο. Είναι μέρες
και μέρες.
» Τώρα όπως είναι η δουλειά μας δεν αξίζει τίποτε.
Αμάξια, το ξέρετε κι εσείς, γέμισε ο κόσμος, το άχυρο ακρίβυνε, κι ο κόσμος δεν
παίρνει αμάξι. Περιμένει το τραμ. Και πάλι δόξα τω Θεώ, δεν κλαιγόμαστε. Και
χορτάτοι είμαστε και ντυμένοι. Και… μπορούμε, που λες, κάποιον ακόμα να
καλοκαρδίσουμε… (ο αμαξάς έριξε πλάγιο βλέμμα στην Πελαγία)… αν του το θελήσει
η καρδιά του.
Τι είπανε παρακάτω δεν άκουσε ο Γρήσιας. Η
μαμά του περνώντας τον έστειλε στο δωμάτιο να διαβάσει.
-Πήγαινε να μελετήσεις. Δεν είναι δουλειά να
στέκεσαι εδώ και ν’ ακούς!
Μπαίνοντας στο δωμάτιο ο Γρήσιας έβαλε
μπροστά του τα «Ρωσικά Αναγνώσματα» μα δεν μπορούσε να διαβάσει. Όλα που είδε
κι άκουσε γέννησαν στο κεφάλι του ένα σωρό ερωτήματα.
«Η μαγείρισσα παντρεύεται… συλλογιζότανε.
Παράξενο. Δεν καταλαβαίνω γιατί παντρεύονται. Η μαμάκα παντρεύτηκε τον μπαμπά,
η Βερούτσκα, η ξαδέρφη, με τον Παύλο Αντρέιτς.
» Μα με τον μπαμπά και τον Παύλο Αντρέιτς,
πάλι αξίζει να παντρευτεί κανείς. Κι οι δυο τους έχουν χρυσές καδένες και καλά
ρούχα. Τα παπούτσια τους είναι πάντα γυαλισμένα. Μα να παντρευτεί κανείς μ’
αυτόν τον άγριο τον αμαξά, με την κόκκινη μύτη και τα μάλλινα στιβάλια… Πφ! Και
γιατί αυτή η νταντά το θέλει τόσο να παντρευτεί η κακομοίρα η Πελαγία;»
Σαν έφυγε απ’ την κουζίνα ο μουσαφίρης η
Πελαγία μπήκε στο δωμάτιο κι άρχισε το συγύρισμα. Η συγκίνησή της δεν είχε
περάσει… Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο και σαν τρομαγμένο. Μόλις άγγιζε με τη
σκούπα το πάτωμα και τύχαινε πέντ’ έξι φορές να σκουπίζει την ίδια γωνιά.
Πολλήν ώρα δεν έβγαινε από το δωμάτιο της μαμάς. Φαίνεται δεν ήθελε να μείνει
μόνη, ήθελε να μιλήσει, να πει τις εντυπώσεις της, να ξανοίξει την ψυχή της.
-Έφυγε! Μούγκρισε βλέποντας πως η μαμά δεν
άνοιγε κουβέντα.
- Μου φαίνεται πως είναι καλός άνθρωπος,
είπε η μαμά, χωρίς να κατεβάσει τα μάτια από το κέντημά της. Δεν πίνει, είναι
σοβαρός.
- Μα το Θεό, κυρία, δεν θα τον πάρω!
ξεφώνισε άξαφνα η Πελαγία, ξαναμμένη ολάκερη. Μα το Θεό, δεν τον παίρνω!
- Μην κάνεις τρέλες, δεν είσαι παιδί. Είναι
σπουδαίο ζήτημα αυτό, πρέπει να το καλοσυλλογιστείς, και μην ξεφωνίζεις, έτσι
στα κουτουρού. Σ’ αρέσει αυτός;
- Πού σας κατέβηκε κυρία! είπ’ η Πελαγία
ντροπιασμένη. Ένας Θεός ξέρει τι σας κατεβαίνει να λέτε…
Δεν έλεγε «δε μ’ αρέσει»; συλλογίστηκε ο
Γρήσιας.
-Μα γιατί δεν απαντάς σ’ ό,τι σε ρωτώ… Σ’
αρέσει;
- Μα αυτός, κυρία μου, είναι γέρος!
- Πού την κατέβηκε κι αυτό! – νιαούρισε από
την άλλη κάμαρα η νταντά. Και τι τον θέλεις, παλαβή, τον νιό; Το πρόσωπο μια
φορά το βλέπουν… Πάρτον και τελείωνε!
- Μα το Θεό δεν τον παίρνω, τσίριξε η
Πελαγία.
- Χαϊδεύεσαι! Ποιον άλλον διάβολο θα πάρεις;
Κάθε άλλη θα ‘πεφτε στα πόδια του, κι εσύ «δεν τον παίρνω». Μόνο με τους
γραμματοκομιστές και τους προλυμναστές –
έτσι έλεγε η γριά τους προγυμναστές - να
κάνεις τα γλυκά μάτια! Έρχεται ο προλυμναστής του Γρήσια, κυρία, εδώ πέρα κι
αυτή, γαρίδα τα μάτια της, να τον κρυφοκοιτάζει. Ούχ, ξεδιάντροπη!
- Τον είδες κι άλλοτε αυτόν τον Δανήλο;
ρώτησε η κυρία την Πελαγία.
- Να τον δω, πού; Πρώτη φορά τονε βλέπω. Η
Αξίνια κάποτε τον έφερε… τον διάβολο τον καταραμένο… Κι από πού ξεφύτρωσε και
μου ‘γινε μπελάς στο κεφάλι μου!
Το μεσημέρι στο τραπέζι όλοι κοίταζαν την
Πελαγία που σερβίριζε και την πείραζαν για τον αμαξά. Αυτή κοκκίνιζε τρομερά
και χαχάνιζε βιασμένα.
«Πάει να πει, ντρέπονται όταν παντρεύονται…
συλλογίστηκε ο Γρήσιας. Ντρέπονται πολύ»
Τα φαγιά ήταν όλα παραλατισμένα, απ’ τα
κοτόπουλα που τα σέρβιρε μισοκαβουρντισμένα έσταζε αίμα και μαζί μ’ όλα αυτά,
εκεί που τρώγανε, απ’ τα χέρια της Πελαγίας έπεφταν τα πιάτα, τα μαχαίρια
γλιστρούσαν, γιατί όλοι καταλάβαιναν τη ψυχική της διάθεση. Μια φορά μονάχα ο
μπαμπάς, πετώντας την πετσέτα του είπε στη μαμά.
-Τι όρεξη που έχεις να παντρεύει τον κόσμο!
Τι σε μέλλει εσένα. Άσε τους να παντρεύονται μόνοι τους, όπως τους αρέσει.
Τ’ απόγευμα στην κουζίνα πηγαινοερχόντουσαν
οι μαγείρισσες κι οι καμαριέρες της γειτονιάς κι ως το βράδυ αργά ακούγονταν
κρυφομιλήματα. Πού τη μυρίστηκαν όλες αυτές την προξενιά, ο Θεός το ξέρει. Τη
νύχτα ο Γρήσιας ξύπνησε μια φορά κι άκουσε πως πίσω απ’ τον μπερντέ
κρυφομιλούσαν η μαγείρισσα κι η νταντά. Η νταντά γύρευε να την πείσει τη
μαγείρισσα κι αυτή πότε θύμωνε, πότε χαχάνιζε. Ο Γρήσιας ξανακοιμήθηκε κι είδε
στον ύπνο του πως ο Αράπης κι η μάγισσα μπήκαν και κλέψανε την Πελαγία.
Την άλλη μέρα ήταν ήσυχα τα πράματα. Η ζωή
στην κουζίνα ξαναμπήκε στον κανονικό της δρόμο, σα να μην ήταν ο αμαξάς στη
μέση. Κάπου-κάπου μόνο, η νταντά, φορούσε το καινούργιο της σάλι, έπαιρνε μια
πόζα αυστηρή και πανηγυρική μαζί κι έβγαινε. Φως φανερό πως πήγαινε για να
κανονίσει τα καθέκαστα…
Η Πελαγία δεν ξαναείδε τον αμαξά κι όταν της
τον θύμιζαν οι άλλοι άναβε και φώναζε:
-Να ‘ναι τρεις φορές αναθεματισμένος, όσο
τον συλλογίζομαι! Φτού!
‘Ένα βράδυ που η νταντά κι η Πελαγία κάτι
ράβανε με πολλή προσοχή στην κουζίνα μπήκε η μαμά και είπε:
-Να τον πάρεις, βέβαια, μπορείς, σα θέλεις,
Πελαγία, είναι ζήτημα δικό σου, αλλά να ξέρεις πώς να τον φέρνεις να μένει εδώ, δε γίνεται. Το ξέρεις πως δεν μ’
αρέσει να κάθεται κάποιος στην κουζίνα. Κοίταξε να το θυμάσαι που το λέω. Κι
εσένα δε θα σ’ αφήσω να μένεις έξω τις νύχτες.
- Ο Θεός το ξέρει τι σας κατεβαίνει στο
μυαλό κυρία! τσίριξε η μαγείρισσα. Τι όλο και μιλάτε γι’ αυτόν, που να λυσιάξει;
Ήρθε και μου ‘γινε μπελάς στο κεφάλι μου, πού να πάει…
Κοιτώντας μια Κυριακή πρωί στην κουζίνα ο
Γρήσιας, ξαφνιάστηκε. Είχε μαζωχτεί κόσμος που μόλις χωρούσε. Όλες οι
μαγείρισσες της αυλής, ο θυρωρός, δύο αστυφύλακες, ένας επιλοχίας με γαλόνια, ο
Φίλκας τ’ αγοράκι… Ο Φίλκας αυτός όλη ώρα καθότανε κάτω στο πλυσταριό κι έπαιζε
με τα σκυλιά της αυλής. Τώρα ήταν πλυμένος, χτενισμένος και κρατούσε στα χέρια
του μια εικόνα. Στη μέση της κουζίνας στεκότανε η Πελαγία, ντυμένη ένα
καινούργιο τσίτινο φουστάνι με λουλούδι στο κεφάλι της. Πλάι της στεκότανε ο
αμαξάς. Κι οι δυο τους κόκκινοι, ιδρωμένοι κι είχαν τα μάτια τους κατεβασμένα.
-Μου φαίνεται πως είναι η ώρα είπε ο
επιλοχίας ύστερα από λίγη σιωπή.
Η Πελαγία ξίνισε το μούτρο της κι έμπηξε τα
κλάματα. Ο επιλοχίας πήρε απ’ το μεγάλο ψωμί, στάθηκε κοντά στη νταντά κι
άρχισε να το βλογάει. Ο αμαξάς ζύγωσε τον επιλοχία, έσκυψε μπροστά του κι
έσφιξε το χέρι του. Το ίδιο έκανε και μπροστά στην Αξίνια. Μηχανικά τον
ακολούθησε η Πελαγία, κάνοντας υποκλίσεις. Τέλος η πόρτα η εξωτερική άνοιξε,
καπνός άσπρος μύρισε στην κουζίνα και το πλήθος χύθηκε να βγει.
-Η κακομοίρα, η κακομοίρα, συλλογίστηκε ο
Γρήσιας ακούγοντας τους λυγμούς της μαγείρισσας. Πού την πήγανε; Γιατί ο
μπαμπάς κι η μαμά δεν τη διαφεντεύουν;
»Η κακομοίρα, τώρα κάπου θα κλαίει στα
σκοτεινά, έλεγε με το νου του. Κι ο αμαξάς από κοντά της θα της φωνάζει: Τσι,
τσι!»
Την άλλη μέρα το πρωί η μαγείρισσα ήταν στο
σπίτι. Μια στιγμή μπήκε ο αμαξάς. Είπε στη μαμά ευχαριστώ και βλέποντας αυστηρά
την Πελαγία, άρχισε να λέει:
-Να την προσέχετε κυρία. Στον τόπο του
γονιού σας βάζω. Κι εσείς, Αξίνια Στεπάνοβνα μην την αφήνετε. Απάνω της το μάτι
σας, σα να είναι άνθρωπος… χωρίς ανοησίες. Και δώστε μου κυρία και πέντε
ρούβλια από το μισθό της. Θέλω να πάρω καινούργια λαιμαριά για τ’ αμάξι.
Νέες απορίες γεννήθηκαν στο μυαλό του
Γρήσια. Ζούσε η Πελαγία λεύτερη, όπως ήθελε, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα κι
άξαφνα, από κει που δεν το φανταζόταν, έρχεται ένας ξένος, που παίρνει άγνωστο
από πού δικαίωμα πάνω στη διαγωγή και το έχει της. Ο Γρήσιας πικράθηκε. Ήθελε
πολύ, πάρα πολύ να το χαϊδέψει! αυτό – έτσι του φαινότανε – το θύμα της
ανθρώπινης βίας. Πήγε κάτω στο κελάρι και διάλεξε το πιο μεγάλο μήλο, μπήκε
κρυφά, στην κουζίνα και το ‘χωσε στα χέρια της Πελαγίας και γρήγορα-γρήγορα
έφυγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου