..............................................................
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939 - 2020)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939 - 2020)
·
Αποσπάσματα
από την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «Επίλογος Αέρας» (εκδ.
ΚΕΔΡΟΣ, 1990)
Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ (Απόπειρα
αυτοβιογραφίας)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Απόψε μού μαράθηκε το
στόμα
την ώρα που έπλεα
λάμνοντας μες στους ύπνους
κλειδωμένη στο
σαρκοφάγο φόβο.
Τα άμοιρα τα χείλια
μου
τα πετσόκοψε το
κοφτερό σκοτάδι
τριφτήκανε κι
ανοίξανε
σαν κάτι παλιές
βελούδινες κουρτίνες.
Κατάλαβα ότι λίγο
λίγο έλιωνε η πολύτιμη σάρκα τους
και τέλειωνε εδώ η
περιπέτειά τους.
Το πρωί ίσως τίποτα
να μη φαίνεται
από το θάνατό τους,
όμως εγώ ξέρω πως
μόλις διάβηκαν
τα δυο σφιχτά
αγκαλιασμένα
το τελευταίο σύδεντρο
μιας πορφυρής ζωής
αφήνοντας κληρονομιά
στ’ αγέννητα μωρά
κείνη τη μοναδική της
υγρασίας λάμψη.
ΑΙΓΙΝΑ Ι
Γυρνώντας απ’ τη
θάλασσα με τη μάνα μου
καθόμαστε να
ξαποστάσουμε κάτω απ’ την ίδια πάντα ελιά.
Μου διηγόταν τότε την
ιστορία του μέρμηγκα και του τζίτζικα,
πρώτα μαθήματα
εγκράτειας, σωφροσύνης,
μα πάνω απ’ το κεφάλι
μας ξεφώνιζε
ο ποιητής με πάθος
στο λιοπύρι.
Ε, μάνα, για ποιο
χειμώνα μου μιλάς,
τι δυστυχίες, τι
πάγους και ποια πείνα;
Τούτο είναι το θαύμα
εδώ, αρχίζει με την κάψα
τελειώνει μόλις στα
σκούρα μπει η μέρα·
τα σπόρια ζώνονται
από παντού, τα βρίσκει το μερμήγκι,
ενώ ο γκρίζος
ασυλλόγιστος βουβαίνεται, παγώνει.
Αχ, μάνα μου κακότυχη,
που γέννησες μια τζίτζικα,
δεν ξέρει να μαζώνει!
Μόλις ξημέρωνε το ‘σκαγα
απ’ το κρεβάτι
τη νυχτικιά μου
έσερνα σε χόρτα, ποτιστάδες,
ο κήπος μου φαινότανε
απέραντη εξουσία
κι οι κότες πρόσωπα
σημαντικά, προσηλωμένα να τσιμπάνε…
Δεν ήξερα ώρες μες
στο θέρος·
αιωνιότητα το χωράφι,
το μαγκάνι γύριζε στον άπειρο χρόνο,
βουτούσα στα σανά,
χωνόμουνα, κυλιόμουνα
ανάμεσα στα πόδια του
αλόγου· όλες οι χαρές
τελείωναν στη θάλασσα
κι εκεί αρχίζαν άλλες.
Είχα από τότε φτιάξει
δύο εαυτούς· ο ένας γαλήνιος
κούρνιαζε, αγάπαγε τα
γύρω του καλά διατεθειμένος,
τον άλλο τον ερέθιζε
ο γλυκός κίνδυνος που κρύβει άγνωστο σώμα.
Ονόμαζα γαλήνη το
χειμώνα, την τρέλα καλοκαίρι
και μεταμορφωνόμουνα
σε άγγελο χειμερινό, σε σατανά της ζέστης.
Η μάνα μου ετρόμαζε μ’
αυτές τις δύο μου φύσεις,
θα φταίνε, έλεγε, οι
δυο κόσμοι, η πολυκατοικία και το νησί,
μα όπου να ‘ναι
χειμωνιάζει,
πού θα πάει κι αυτή…
θα μαζευτεί.
ΑΛΛΟΙ ΤΟΠΟΙ
Χίλια εννιακόσια
σαράντα εφτά,
το μέλλον μου το
τύλιξαν σε γύψο
στη Βιέννη που ‘χε με
μαύρες τρύπες από οβίδες
το αυτοκρατορικό της σώμα
στολισμένο.
Τα πάρκα πάντα
ακίνητα,
φύλλα μεγάλα, κίτρινα
πέφτανε στο χώμα,
καφενεία σα νεκρά
ανάκτορα
κι οι πάστες απ’
αλεύρι πίσω απ’ τα σκονισμένα κρύσταλλα.
Στην άσπρη κάμαρά μου
οι καλόγριες νοσοκόμες
σκύβαν απάνω μου σαν
μαυρόασπρες γλαρίνες
πάνω από βάρκα στ’
ανοιχτά,
η μάνα μου απάγγελε «τα
πράγματα που αγιάσανε
τα χέρια σου αρχίζαν
ένα κλάμα κι ένα κλάμα»
και περιμέναμε το
θαύμα.
Τικ τικ, έκανε το
πόδι μου πίσω απ’ το τείχος,
τικ τικ, η ζωή είναι
γλυκιά κι έχει θέση για όλους.
Παρατηρούσα πώς σαν
αγρίμι σιγά σιγά
μέρωνε η πληγή μες
στο κλουβί το σώμα
κι ήξερα ότι στην
επέμβαση αυτή χρωστούσα τα ταξίδια,
τους τόπους τους αλλιώτικους
π’ από μικρή είχα δει.
Η Ελισάβετ της Αυστρίας,
εστεμμένη των ονείρων μου
με τις μαύρες,
μακριές πλεξούδες της κορόνα στο κεφάλι,
κι εκείνος ο άμοιρος
δάσκαλός της ο Χρηστομάνος,
να βγάζει κλωστή
κλωστή τον απελπισμένο έρωτά του
απ’ το κουβάρι της καμπούρας
του.
Τους έβλεπα τους δυο
στη θλίψη ανέγγιχτους,
να χάνονται, να
θάβονται σ’ απέραντους καθρέφτες.
Σαν ήμουν έντεκα
χρονών με πήγαν στην Αγγλία.
Πάλι νοσοκομεία, ο
πατέρας μου μού διάβαζε εγγλέζικες ιστορίες
κι έκαιγε η νέα
εγχείρηση στο χέρι.
Απ’ την άλλη μεριά
του θαλάμου μια γριά μού ‘στελνε
σκιτσαρισμένες λεοπαρδάλεις
που λέγανε: «Καλημέρα,
Κατερίνα», και παρακολουθούσα
πώς κάθε μέρα άλλο
πρόσωπο διάλεγε για να καθίσει ο πόνος.
Μα σα βρέθηκα έξω στους
εκθαμβωτικούς κήπους
με την ομίχλη – άνθος
μελαγχολίας – να κρέμεται πάνω απ’ τα νερά,
τα κόκκινα σκυλιά,
κάτι κόκκινα μαλλιά
να βγαίνουν απ’ το
σύννεφο, ενώ ξέσπαγε σε φως
το διαμαντένιο
πράσινο
μια γοητεία, μ’
άγγιζε γι’ αυτόν τον τόπο
γκρίζο και κλειστό,
για τα μάτια της συστολής
με τ’ απαλό γαλάζιο
χρώμα. Πίσω τους μάντευα
περιβολάκια μυστικά,
ο Κητς με την Αγία Αγνή
κι η Τίγρη μες στη
νύχτα του Προφήτη.
Κοιμητήρια της υγρασίας
και της σιωπής,
ταφόπετρες τρυφερά
τυλιγμένες σε βελούδο χλόης
κι οι άνθρωποι από
πάντα νοσταλγοί μιας άνοιξης
που όλο αργεί και σαν
έρθει ταράζει.
Μυστικά τρελαίνονται
τότε τα ρυάκια και ριγάνε,
φέρνει λιγοθυμιά το
ανήλιαγο πάθος της γλυσίνας
και ξαφνικά ακούγεται
τ’ αηδόνι
διακριτικά να
υπαινίσσεται το θάνατο.
ΕΦΗΒΕΙΑ
Ι
Με την εφηβεία ο
εαυτός χωρίζεται σε δύο·
ο ένας παιδεύεται κι
ο άλλος συμπονάει.
Ο ανθοπώλης χρόνος σε
τυλίγει μ’ αόρατο χαρτί,
η περιποίηση αυτή
μόνο την άνθησή σου αφορά,
μα δεν το ξέρεις, το
παίρνει δική σου υπόθεση προσωπική.
Χειμωνιάτικη Αθήνα
του ‘53
οι πλάκες στο
πεζοδρόμιο κολυμπούν στη λάσπη,
τα κόκκινα φώτα του
ΟΡΦΕΑ διακωμωδούν το ασχημάτιστο σώμα.
Νοσταλγείς το μέλλον
σου σαν να ‘ταν παρελθόν
βγαίνοντας απ’ του
Κουν, ο καστανάς στη γωνιά,
η μαμά με το
καινούργιο της παλτό,
όλα μου φέρνουν
δάκρυα· απαρηγόρητη η Μπλανς Ντιμπουά
μ’ ακολουθεί ως τα
Εξάρχεια·
οι κίτρινες πατημένες
γλαδιόλες στη βροχή
πικρά με συμβολίζουν.
Η ανήλικη λαγνεία μου
λατρεύει τον ηθοποιό
που εισάγει τα κύρια
θέματα της ζωής μου
πόθος – θάνατος
αποσύρεται μετά
εκείνος και συνεχίζω εγώ
τις υπόλοιπες πράξεις
στη στενάχωρη σκηνή μέσα μου.
Ως την πόρτα του
σπιτιού έχω τραγικά ανέβει στα μάτια μου·
τι μου λείπει και
κλαίω;
Βρέχει και θα ‘μια πάντα
μόνη, ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ
Ο αέρας σηκώνει τα
κρίματά μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για
λίγο μακριά
απ’ τις κουτές
σκευωρίες μας
και τ’ αφήνει να
πέσουν πάλι στη γη·
εκεί ν’ ανθίσουν.
Νωπές ακόμη παίρνει τις
λεξούλες
να, εκεί έλα,
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δέντρων
και τις καθίζει μετά
στο χώμα
σαν αναμνηστικά
ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα
σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν,
γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας,
για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας
δόθηκε ακέραιο.
ΑΪΟΒΑ (Η.Π.Α.), 1974 – Αίγινα, 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου