..............................................................
Από τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη» του Βύρωνα Λεοντάρη*
Από τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη» του Βύρωνα Λεοντάρη*
I.Υπάρχουν
ποιητές τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και ποιητές που τους ανακαλύπτομε
αδιάκοπα. Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που απωθούμε.
ΙΙ.
Ο Καρυωτάκης δεν ορίζεται σαν προσωπικότητα. Ορίζεται μόνο σαν πραγματικότητα.
Είναι καιρός να απορρίψομε όλες τις εκδοχές που έκαναν το ύποπτο λάθος να τον
προσεγγίζουν μόνο ή κυρίως σαν προσωπικότητα-περίπτωση.
Άγνωστος από όσα έγραψαν οι βιογράφοι του. –
Είναι τρομακτικά ασήμαντα όλα όσα μας παραδόθηκαν για τη ζωή του, τις συνήθειές
του, τα βάσανά του. Αν πάρομε στα σοβαρά τους βιογράφους του, θα πρέπει να
συμπεράνομε ότι υπήρξε ένας εντελώς ασήμαντος άνθρωπος και (βέβαια…) πολύ
κατώτερος από τους βιογράφους του, που με ανοίκειο ναρκισσισμό δεν κάνουν στην
ουσία τίποτε άλλο από το να αντιπαραθέτουν και να προβάλλουν με κάθε ευκαιρία
τη δική τους προσωπικότητα.
Άγνωστος από όσα ο ίδιος αυθεντικά έχει πει
για τον εαυτό του. – Ο Καρυωτάκης δεν είχε φίλους, δεν ανήκε σε λογοτεχνικές
συντροφιές, δεν είχε καν ανθρώπινους δεσμούς. Ήταν και έμεινε τέλεια οχυρωμένος
πίσω από μιαν αδιαπέραστη ασπίδα συμπεριφοράς και λόγων καθημερινότητας.
Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. – Όσο τις
κοιτάζομε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει,
αρνείται να τη δούμε, αρνείται ν’ αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον
χρόνο.
Και θα μείνει άγνωστος – Ας το πάρουν
απόφαση πια βιογράφοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας, επετειογράφοι, σαβανωτές και σαβανώτριες.
Κι αν ακόμη συμπληρωθούν τα «αποσιωπητικά» των επιστολών του, κι αν
δημοσιευτούν κι άλλα ανέκδοτα κείμενα, κι αν βρεθούν δελτία νοσηλείας του κι
όσα άλλα στοιχεία του «φακέλου» του, δεν πρόκειται να μάθομε τίποτε από όσα
«ξέρομε».
Ο Καρυωτάκης είναι μια α ν τ ι π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ α .
ΙΙΙ. Η ποίηση
πραγματοποιεί τους σταθμούς της όταν
αντικρίζει τις αυταπάτες της ή όταν
συναντά το αδιέξοδό της. Οι σταθμοί αυτοί εκδηλώνονται πάντοτε αρνητικά, με την
ασφυξία και ανακοπή του ποιητικού λόγου ή με την αυτοκαταστροφή του, ενώ
παράλληλα η τρέχουσα ποίηση
εξακολουθεί να ανθεί με αυτάρεσκους ακκισμούς.
Η νεοελληνική ποίηση δεν είχε εδεμική
περίοδο. Με τον Σολωμό ευθύς εξ αρχής αντίκρισε τις αυταπάτες της – γιατί το
νόημα της ελευθερίας και η νεώτερη ελληνική ιστορική πραγματικότητα δεν
συμπορεύονταν καθόλου και γιατί, βέβαια, «Μεσολόγγι» δεν υπήρξε ποτέ. Η
λειτουργική και εκφραστική αμηχανία της σολωμικής ποίησης απ’ αυτή τη σκοπιά
μπορεί να φωτιστεί. Ο Σολωμός υπήρξε το προπατορικό αμάρτημα της νεοελληνικής
ποίησης.
Στον Καρυωτάκη δεν υπάρχουν πια αυταπάτες·
αντίθετα είναι εκπληκτικά αισθητή η απουσία κάθε θεότητας και μυθολογίας. Με
τον Καρυωτάκη η νεοελληνική ποίηση για πρώτη φορά συναντά το αδιέξοδό της. Ποτέ
άλλοτε δεν συζήτησε τόσο πολύ τον εαυτό της. Όταν ο Τέλλος Άγρας έγραφε για τον
Καρυωτάκη: «…κι έξαφνα, στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική
συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, μας
εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά…», μας έδινε ένα δείγμα και
παράδειγμα της αγγελικής κριτικής εντιμότητάς του, δεν υποπτευόταν όμως ούτε ο
ίδιος ότι έθετε την μόνη σωστή βάση για τη μελέτη του καρυωτακικού έργου. Γιατί
αυτό το «ξεπέρασμα», το άξαφνο, το άμεσο και, προπαντός, το εξακολουθητικό, δεν είναι παρά το
φτάσιμο του ποιητή «στο χείλος του κόσμου, δώθε από τ’ όνειρο και κείθε από τη
γη…», «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου…».
Η ελληνική ποίηση δεν ήταν συνηθισμένη σε
παρόμοιες περιπέτειες. Μέχρι το 1919 ακόμη, ο Καρυωτάκης έγραφε «κανονικά»,
«φυσιολογικά» ποιήματα, ικανά μάλιστα να κερδίζουν τα ποιητικά βραβεία της
εποχής. Μεσολαβεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα μέχρι το αντίκρισμα του
αδιεξόδου, διάστημα που φαίνεται ακόμη μικρότερο αν σκεφτούμε πως οι ποιητές της εποχής κατά κανόνα περνούσαν το κατώφλι
της ποίησης με ποιήματα ελεγειακής φιλολογίας ή ερωτικής επιστολογραφίας…
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η εξαντλητική επιμονή του
Καρυωτάκη σε όλες τις πτυχές του αδιεξόδου, τόσο στην αποκάλυψη του κοινωνικού
«είναι» της ποίησης, όσο και στην αβάσταχτη αίσθηση της ουσίας της ποιητικής
λειτουργίας, που ορίζεται με την πιο σύντομη και πιο περιεκτική ερώτηση: «τι να ‘χουμε, τι να ‘χω…». Η ποίηση,
και μαζί όλη η προβληματική της, δεν είναι παρά αυτό το ερώτημα.
IV. Κατά ένα μεγάλο μέρος της (με άξονα τα ποιήματα
«Όλοι μαζί…», «Μικρή ασυμφωνία σε α μείζον», «Σταδιοδρομία») η ποίηση του
Καρυωτάκη αποτελεί την έκφραση και την κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης. Κανένας άλλος
ποιητής, δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια
του ποιητή σαν κοινωνικής ύπαρξης, και σε κανένα άλλο ποιητικό έργο δεν
αναιρούνται τόσο ριζικά και καίρια οι ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική
σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή. Οι αντιλήψεις για την
«μοναδικότητα της ποιητικής προσωπικότητας», για την μεσσιανική «αποστολή» του
ποιητή, κλπ., σαρώνονται με άτεγκτους, βάναυσους, όσο και οξείς αφορισμούς, που
μαρτυρούν πως ο Καρυωτάκης θα πρέπει πολύ να διανοήθηκε πάνω στους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της
ποίησης, και πως βρήκε πολύ ανεπαρκείς και τις κοινωνιστικές θεωρίες «του
περιβάλλοντος κλπ.», αφού τοποθετεί μέσα σε εισαγωγικά τις λέξεις «περιβάλλον»
και «εποχή». Έτσι ο Καρυωτάκης γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της.
V.
Περπατώντας κατά μήκος του χείλους του γκρεμού, η ποίηση μπορεί να διαιωνίζεται
γράφοντας και ανακαλώντας επ’ άπειρον τη διαθήκη της. Όταν όμως ο ποιητής
αντικρίσει κατά μέτωπο τον γκρεμό, η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή.
Παύει πια να είναι σωτηρία, κάθαρση, παρηγοριά, ξόρκι. Γίνεται βασανιστική
αγωνία, αίσθηση καταλυτική, ασυμβίβαστη προς οποιαδήποτε ψυχική δομή, γίνεται
το τέλος της. Γιατί η ποίηση είναι το αδιέξοδό της, είναι ψυχική πραγματικότητα
που δεν επιδέχεται οργάνωση («…είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε…») και υπερβαίνει
συγχρόνως κάθε ανθρώπινη δυνατότητα και αντοχή («…είμαστε κάτι απίστευτες
αντένες… μα γρήγορα θα πέσουμε σπασμένες…»).
Γιατί ο άνθρωπος είναι για να ζει και η ποίηση είναι για να πεθαίνει.
Ο Καρυωτάκης στην πορεία του αντίκρισε
σύντομα και κατά μέτωπο το βάραθρο, έχοντας χάσει ήδη στο δρόμο του («στο
μεσοστράτι της ζωής του» κι αυτός…) κάθε άμυνα πίστης και αυταπάτης. («Πριν
φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου, εχάσαμε τη χρυσή πανοπλία…»). Οριακός
ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας.
VI.
Η
τελευταία απόπειρα της ευρωπαϊκής ποίησης για την επαφή της με τον Θεό ή τον
Δαίμονα είναι ο ρομαντικός ήρωας, διάμεσο της εκπεσμένης του προσωπικότητας με
το υπερβατικό. Οι ρομαντικοί ήρωες τελειώνονται και πεθαίνουν συνήθως σε
κορυφές βουνών, και στον ρομαντικό ποιητή δε μένει παρά να κατεβεί την πλαγιά
επιστρέφοντας με ασήκωτες άγραφες πλάκες. Οι μεταρομαντικοί διαχέουν τη μορφή
του ήρωα στο παρελθόν ή τον ταξιδεύουν στον εξωτισμό. Με τον Καρυωτάκη ο
ποιητής ρίχνεται στο βάραθρο κρατώντας «σκήπτρο και λύρα» - Οιδίποδας που
τελειώνει την περιπέτειά του κατάμονος χωρίς συνοδείες, βασιλιάς και μαζί θύμα
της μοίρας του.
Στην ελληνική ποίηση δεν ευδοκίμησαν
ποιητικοί ήρωες ούτε συνθετικά ποιήματα. Ούτε ο Διγενής ούτε ο Γύφτος ούτε ο
Υπέρμαχος κατάφεραν να συντηρήσουν μυθολογίες στην νεοελληνική ποίηση. Της
χάρισαν βέβαια ένα κοπάδι «εθνικούς ποιητές», με θλιβερά επακόλουθα – έτσι που
ουσιαστικά το Άξιον εστί να μην
απέχει και πολύ από την Φλογέρα του
Βασιληά. Ο Καρυωτάκης ήρθε να ανακόψει
και να ανατρέψει την ανάπτυξη ενός παρατεταμένου μεταρομαντισμού.
Με την επίκληση που
έκανε ο Σεφέρης μπροστά στους τάφρους με το αίμα της ανθρωποθυσίας δυο
παγκοσμίων πολέμων (και όχι εθνικών…) πολέμων ανακάλεσε στην ποίησή μας μορφές
αληθινά μυθικές, πρόσωπα αχνά, χωρίς περίγραμμα, στην αυθεντική προ-τραγική
εκδοχή τους (γιατί η τραγωδία έδωσε
περιγράμματα στους μύθους – και, φυσικά τους κατάργησε…) υπενθυμίζοντας ξανά το
αδιέξοδο. Κάθε προσπάθεια να πήξουν τα μυθικά πρόσωπα στην ποίηση είναι -
ευτυχώς – καταδικασμένη σε άγονο μανιερισμό, όπως είναι ακατανόητη ματαιότητα η
επιμονή του Ρίτσου που δέχεται την τραγική εκδοχή των μυθικών προσώπων αλλάζοντάς
τους περιγράμματα.
VII. Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως
ποιητής της εσωτερικής προσωπικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων,
προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Υπήρξε
ψυχρός ποιητής, χωρίς αναπτύξεις στην έκφραση, χωρίς μυρηκασμούς στην έμπνευση,
συντάκτης του ισολογισμού: ουσία της ποίησης – κοινωνικοί όροι ύπαρξής της. Νομιμοποίησε συγχρόνως και
το μόνο γλωσσικό ιδίωμα στην νεοελληνική ποίηση, απορρίπτοντας όλον τον
γλωσσικό εφιάλτη της εποχής. Ποιητές-ανακαινιστές της γλώσσας μπορούν να
υπάρξουν μόνο σε έθνη που δεν έχουν απομακρυνθεί ακόμη πολύ από το βαρβαρικό
(με την σωστή έννοια της λέξης) παρελθόν τους, σε έθνη δηλ. που η γλώσσα τους
βρίσκεται σε ακμή και ανάπτυξη. Τα έθνη με πανάρχαιες, ερειπωμένες πια γλώσσες,
έχουν χάσει το παιχνίδι στον τομέα αυτόν. Δεν υπάρχει άλλο γλωσσικό ιδίωμα για
την ελληνική ποίηση, παρά η γλώσσα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του εξόριστου,
της διασποράς, η γλώσσα του Έλληνα σε συνεχή κατάσταση ανάγκης. Από δω και η
καταγωγή της ποπ-καθαρεύουσας των υπερρεαλιστών, άσχετα αν σήμερα κατήντησε να
γίνει η ποίηση της ανεκδοτολογικής ποίησης.
VIII. Όλες οι λογοτεχνίες εκδικούνται τα βλάσφημα
παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου
εύρωστη, αναιμική και κονφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα μέχρι σήμερα κάτω από
τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης
(επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις,
εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες κλπ.) δεν φαίνεται
ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκληση του Καρυωτάκη. Με όλους τους
μηχανισμούς της, δεν κατορθώνει να τον εντάξει (δηλ. να τον αφανίσει) θετικά ή
αρνητικά στο σύστημα των αξιών της. Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες – μα οι
σελίδες του μοιάζουν να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν. Του κάνουν
διαλέξεις – όπου τελικά τίποτα δεν λέγεται γι’ αυτόν. Θέλουν ακόμη να του
στήσουν και προτομή – μα το μάρμαρο ασφαλώς θα ραγίσει… Δημιουργούν το πλάσμα
του «καρυωτακισμού» για να τον σαβανώσουν μέσα σ’ αυτό – αλλά «καρυωτακισμός»
δεν υπήρξε ποτέ, είναι το πιο ανύπαρκτο μυθολογικό τέρας της νεοελληνικής ποίησης.
Επιχειρούν αισθητικές και φιλοσοφικές τοποθετήσεις του χωρίς αισθητική και
χωρίς φιλοσοφία – όμως τα πιο έγκυρα κριτικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για
Έλληνα ποιητή, δηλ. τα κείμενα Παράσχου, Άγρα, Μαλάνου, δεν σβήνουν. Και τώρα
τελευταία τον πετούν στην κατανάλωση, συνδέοντάς τον με τις ασημαντότητες της
νεοαντιστασιακής κονφορμιστικής «αμφισβήτησης» - μα η δίψα του κόσμου για τις
πηγές γίνεται όλο και εντονότερη. Δεν μένει παρά ο μηχανισμός της απώθησης,
γιατί η ωραία μας ποίηση πρέπει να ζήσει και να προκόψει. Και δεν αντέχει
αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια και η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως
κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλ. κάθε φορά που γίνεται ποίηση,
οΚαρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών.
*(Βύρων
Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», Σημειώσεις, 1973, σελ. 71-77 /
/"Κ.Γ.Καρυωτάκης - Ποιήματα και Πεζά" (εκδ. "Ερμής", επιμ. Γ.Σαββίδης, 1972)
/"Κ.Γ.Καρυωτάκης - Ποιήματα και Πεζά" (εκδ. "Ερμής", επιμ. Γ.Σαββίδης, 1972)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου