............................................................
Από τη συλλογή
αφηγήσεων του
Τίτου Πατρίκιου (γ. 1928) «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2006)
· «Στίχοι του Ευριπίδη»
Παρακολουθούμε
την Εκάβη μέσα στο ήμερο φως του
αποσήμερου. Έτσι ανεβάζουν οι Ιταλοί το αρχαίο
δράμα – όπως οι αρχαίοι, λένε με καμάρι. Είμαι με τη Ρένα και άλλους φίλους στο
υπέροχο θέατρο των Συρακουσών που ξεχειλίζει από κόσμο. Ύστερα από τόσες
μετατροπές, από αρένα για θηρία και μονομάχους, από λίμνη για
ναυμαχίες-μαϊμούδες, ξανάγινε θέατρο. Όμως, ποτέ δεν έπαψε να προσφέρει κάποιο
θέαμα. Από την αρχαιότητα ως σήμερα τα θέατρα αλλάζουν συνεχώς μορφή. Λες και
κάθε φορά η ζωή χρειάζεται έναν καινούργιο καθρέφτη για να δει τον εαυτό της.
Η Εκάβη με συνεπαίρνει, κι ας είναι στα ιταλικά. Δεν τα καταλαβαίνω όλα,
αρκετές λέξεις μού ξεφεύγουν. Όμως καταλαβαίνω πολύ καλά ότι άλλο είναι οι
κανόνες της ειρήνης και άλλο οι κανόνες του πολέμου. Ότι άλλο είναι οι κανόνες
των συλλογικών σκοπών και άλλο οι κανόνες των ατομικών επιδιώξεων. Συχνά δεν το
βλέπουμε, αλλά δικαιολογημένα. Γιατί αυτοί οι κανόνες, χωρίς να το λένε, συχνά
αλληλοδιαπλέκονται. Και το συνηθέστερο είναι να εισχωρούν στους κανόνες της
ειρήνης οι κανόνες του πολέμου, στους συλλογικούς κανόνες οι κανόνες των
ατομικών επιδιώξεων.
Όχι μακριά απ’ αυτό το θέατρο βρίσκονται τα
φοβερά λατομεία όπου είχαν ριχτεί χιλιάδες Αθηναίοι, χιλιάδες συμπολίτες μου,
αιχμάλωτοι. Μολονότι ο αθηναϊκός στρατός είχε συντριβεί από τους Συρακούσιους
και η Σικελία είχε ειρηνεύσει, οι κανόνες του πολέμου εξακολουθούσαν να ισχύουν
για τους ηττημένους και οι αιχμάλωτοι αφέθηκαν να πεθάνουν εκεί μέσα. Όμως,
υπήρξαν και κάποιες μικρές αναλαμπές κανόνων της ειρήνης: όσοι αιχμάλωτοι
μπορούσαν να πουν μερικούς στίχους του Ευριπίδη αφήνονταν ελεύθεροι. Αλλά, όπως
συμβαίνει και σήμερα, ελάχιστοι ήξεραν στίχους απέξω. Έτσι, ελάχιστοι σώθηκαν. Άραγε,
εκείνος, στα λίγα χρόνια που έζησε μετά την καταστροφή, να το έμαθε; Και αν το
έμαθε, να χάρηκε ή, στρυφνός όπως ήταν, να είπε «καλά να πάθουν αφού δεν
φρόντισαν να μάθουν κανένα στίχο»;
«Ευτυχώς που θυμάμαι ακόμα αρκετούς
στίχους», λέω μέσα μου καθώς τελειώνει η παράσταση. Και προσπαθώ να συγκρατήσω
στη μνήμη κάποιους στίχους του Ευριπίδη, έστω στα ιταλικά. Δεν ξέρεις ποτέ τι
μπορεί να συμβεί.
Συρακούσες, 23 Μαΐου 1998
·
«Τα
φώτα και η σκιά»
Ξαναβλέπω
στην τηλεόραση την παλιά ταινία του Bergman Η
νύχτα των σαλτιμπάγκων –
έτσι την έχουν αποδώσει στα ελληνικά. Βέβαια δεν πρόκειται
για σαλτιμπάγκους αλλά για το περιπλανώμενο μπουλούκι ενός τσίρκου, για
ηθοποιούς που ζούνε ανάμεσα στο φως και στη σκιά, περισσότερο στη σκιά. Έτσι
ζούσαν παλιότερα και οι Έλληνες ηθοποιοί. Θυμάμαι τις ιστορίες της γιαγιάς μου
για το πώς εκείνη, ο παππούς μου, όλοι οι ηθοποιοί, γυρνούσαν με άμαξες απ’
άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα, ή θαλασσοδέρνονταν όσο να φτάσουν στην Πόλη, στη
Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στην Κύπρο, για να παίξουν με συνεχώς
τροποποιούμενους θιάσους σε υποτυπώδη θέατρα, σε αίθουσες σχολείων, σε καφενεία.
Και δεν ζούσαν έτσι μόνο τον καιρό που δείχνει η ταινία, εκεί προς τα τέλη του
1800, αλλά και πολύ αργότερα.
Άμα τελείωναν τα χειροκροτήματα κι έσβηναν
τα φώτα της ράμπας, οι ηθοποιοί έμπαιναν σε μια σκοτεινή γωνιά της κοινωνίας.
Εκτός σκηνής φωτίζονταν μόνο όταν η ανώτερη τάξη έριχνε τους προβολείς της πάνω
τους, για να τους χρησιμοποιήσει προς ιδίαν τέρψιν. Αν δεν το δέχονταν, αν
σήκωναν κεφάλι, τους παραμέριζε, μερικές φορές τους κατέβαζε βίαια από τη
σκηνή, τους καταδίκαζε να σβήσουν στο περιθώριο. Όμως μέσα στο 1900 τα πράγματα
δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο για όσους δεν πήγαιναν φρόνιμα και ταχτικά / μ’ εκείνον που νικά. Κι αυτό κράτησε για
αρκετές δεκαετίες.
Θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου βαριά
τραυματισμένο στο κεφάλι από τις ορδές των παρακρατικών που το καλοκαίρι του
1945 έσπασαν τα θέατρα Λυρικόν και Ερμής και χτύπησαν πολλούς ηθοποιούς,
ανάμεσά τους και τον Βεάκη. Ή τη μητέρα μου, λίγα χρόνια αργότερα, στον καιρό
του Εμφυλίου, να τρέχει για το μεροκάματο μ’ ένα μπουλούκι στο Αιγάλεω, στο
Περιστέρι, στην Κοκκινιά, καθώς η Ασφάλεια είχε απαγορεύσει στους κεντρικούς
θιάσους να την πάρουν.
Αλλά οι ηθοποιοί γι’ αυτό είναι ηθοποιοί,
γιατί παίζουν το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, της επικάλυψης του προσώπου
και της αποκάλυψης του προσωπείου. Ο πραγματικός ηθοποιός υπάρχει μόνο εφόσον
είναι διπλός ή, ακόμα καλύτερα, πολλαπλός. Σήμερα, βέβαια, οι ηθοποιοί έχουν
βγει εντελώς από τη σκιά, είναι ισότιμοι κοινωνικά με όλους τους άλλους.
Μερικοί, μάλιστα, είναι αρκετά πιο ισότιμοι, καθώς τα φώτα της δημοσιότητας
είναι συνεχώς στραμμένα πάνω τους. Ορισμένοι, προτιμώντας αυτά τα φώτα,
εγκαταλείπουν τα φώτα της ράμπας, για να διοριστούν επικεφαλής οργανισμών, να
βγουν βουλευτές, να γίνουν υπουργοί, ακόμα και να εκλεγούν πρόεδροι των
Ηνωμένων Πολιτειών.
Όσοι επιδιώκουν αυτή την κοινωνική ανάδειξη
χρειάζονται να καταργήσουν το διπλό της υπόστασής τους. Όμως καθώς έτσι μένουν
μονοί, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι, απλώς διασκεδάζουν το κοινό. Όχι πως κι
αυτό δεν έχει τη σημασία του, αλλά τα πράγματα αλλάζουν από την ώρα που, αντί
να διασκεδάσουν το κοινό, προσπαθούν να το χειραγωγήσουν. Πάντως ο σημερινός
πληθωρισμός ηθοποιών είναι φαινομενικός. Στην ουσία πρόκειται για συνωστισμό
ανθρώπων που επιδιώκουν να εγκατασταθούν μονίμως στο φως.
·
«Η
κουλτούρα και το μπιστόλι»
Ήταν
μια φράση που οι μεγαλύτεροί μου τη χρησιμοποιούσαν πολύ για να καταγγείλουν τη
στάση της δεξιάς απέναντι στον πολιτισμό. Την
επαναλάμβανα κι εγώ συχνά: «Ο Γκαίμπελς έλεγε πως, άμα ακούει τη λέξη κουλτούρα τραβάει το μπιστόλι του». Μια
μέρα ο Β.Ξ., που ήξερε γερμανικά και γνώριζε περισσότερα απ’ όλους μας, με διόρθωσε: «Αυτό δεν το είπε ο
Γκαίμπελς, το είπε πρώτος ο Ρόζενμπεργκ, ο θεωρητικός του ναζισμού». Τότε η
αυτοκτονία του Γκαίμπελς και ο απαγχονισμός του Ρόζενμπεργκ μας ήσαν ακόμα
κοντινά περιστατικά.
Πέρασαν τα χρόνια και δεν εξακρίβωσα ποτέ
ποιος το πρωτοείπε. Άλλωστε, δεν έχει σημασία, αφού αυτή η φράση δεν πολυλέγεται
πια. Όμως οι άνθρωποι που μόλις ακούσουν τη λέξη κουλτούρα τραβάνε το μπιστόλι τους – ευτυχώς το συμβολικό ακόμα –
τώρα τελευταία πολλαπλασιάζονται. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτα για τον
Γκαίμπελς και τον Ρόζενμπεργκ, ή που κι αν ξέρουν, δεν τους νοιάζει. Και που
δεν ανήκουν μόνο στην άκρα δεξιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου