Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

"Η λεπτή γραμμή της ηγεμονίας..." γράφει ο Κώστας Μαρούντας ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.01.2019)

............................................................
 

Η λεπτή γραμμή της ηγεμονίας...


 
Ηγεμονία, λοιπόν, σημαίνει πως ορίζεις εσύ το βασικό 
περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής και της παράλληλης 
ιδεολογικής συγκρότησης ενός νέου εγχειρήματος 
| © Maxkabakov | Dreamstime.com
 
 γράφει ο Κώστας Μαρούντας
Από την έναρξη του νέου έτους μπήκαμε ξαφνικά σε έναν κυκεώνα ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων στον ελλαδικό χώρο. Εξελίξεις που έδωσαν τέλος στην παρατεταμένη νηνεμία των τελευταίων μηνών και επανέφεραν ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τα πολιτικά δρώμενα.
Πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, κυριαρχούν δύο παραμετρικές κατηγορίες.
Η πρώτη αφορά στο άμεσο μέλλον και στο είδος των σε real time γεγονότων που θα το διαμορφώσουν. Με πολύ απλά λόγια, όλοι πλέον ψάχνονται για το πόσο θα μείνει ακόμα στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
H δεύτερη παράμετρος σχετίζεται με ευρύτερα συμπεράσματα, γενικής υφής, που έχουν μία χρησιμότητα καθώς σφυρηλατούν τους όρους του ευρύτερου αστικού πολιτικού συστήματος. Με διαχρονική χροιά, θα μπορούσαμε να πούμε. Τα κόμματα πρέπει να έχουν ένα κυρίαρχο αφήγημα. Που θα έρχεται πρώτο στο νου όλων όταν το σκέπτονται, είτε είναι θετικά διακείμενοι προς αυτό, είτε ουδέτεροι έως σχετικά αδιάφοροι. Αυτοί που το εχθρεύονται ή είναι «αμετανόητοι» αντίπαλοι, φυσικά και σε χρόνο dt θα φέρουν στο νου τους τα πιο αρνητικά στοιχεία που μπορούν να επιστρατεύσουν για αυτό. Από τη στιγμή που οι πολιτικοί σχηματισμοί απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό το οποίο πρέπει να πείσουν, επιζητούν διακαώς ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Κάτι που θα φαίνεται «ανίκητο» από κάθε αντίπαλη προπαγάνδα, κάτι που προσφέρει υπερηφάνεια στους υποστηρικτές και «διεμβολίζει» ευρύτερα ακροατήρια. 
Αν ο Πάνος Καμμένος έμενε στην κυβέρνηση δίχως να ψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών, θα ήταν μεν συνεπής απέναντι στο -δοκιμασμένο στο χρόνο- συμμαχικό εγχείρημα με το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αλλά θα έμενε στους περισσότερους ως «εκείνος που δεν ήθελε να χάσει τους κυβερνητικούς θώκους και τα συνεπαγόμενα προνόμια». Αν ψήφιζε τη συμφωνία των Πρεσπών, και κατάφερνε να κατέβει κιόλας στις επόμενες εκλογές..., θα έψαχνε μάλλον να βρει την ψήφο τη δική του και των πιο κοντινών του προσώπων... Η αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση αποτέλεσε επιλογή δύο ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. Πρώτα πως παραμένει ο ίδιος, σαν πολιτική προσωπικότητα με σημαίνουσα θέση στο εγχώριο σκηνικό τα τελευταία χρόνια, σταθερός στις απόψεις του για το συγκεκριμένο εθνικό ζήτημα και το δεύτερο πως με αυτόν τον τρόπο απέφυγε μία άτακτη και άδοξη αποστράτευση από την ίδια την ενεργό πολιτική για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Δεν θα κάνουμε δίκη προθέσεων ψάχνοντας να βρούμε αν το κυρίαρχο κίνητρο ήταν η μελλοντική παρουσία ή η εθνική συνείδηση του αρχηγού των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Τέτοιες λογικές είναι εκ του πονηρού και μοιάζουν περισσότερο σαν απόπειρες αποδόμησης, που είναι απομακρυσμένες από ένα άλφα επίπεδο πολιτικής διερεύνησης. Το μέγα ζητούμενο είναι πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Έξοδος από ένα αδιέξοδο, που είχε μόνο ένα δρομολόγιο για να διανυθεί...
Από εκεί και πέρα, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να φέρει το μέλλον πιο κοντά, καθώς λέγεται πως έχει ξεκινήσει μία προσέγγιση με την Κεντροαριστερά. Διάφοροι δημοσιολόγοι γράφουν πως αυτός είναι ο επόμενος στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεμονία στην Κεντροαριστερά. Εδώ, όμως, υπάρχει μία πολύ λεπτή γραμμή. Ηγεμονία στην ουσία της πολιτικής εντροπίας δεν σημαίνει πως απλά έχει κάποιος το μεγαλύτερο ποσοστό στις εκλογικές διαδικασίες, άρα έχει και το «πάνω χέρι» στις όποιες διαπραγματεύσεις στο μοίρασμα των μικρο-εξουσιών. Αυτό, η πλειοψηφία, είναι το μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός, που περιγράφει και το πραγματικό περιεχόμενο της λέξης ηγεμονία. 
Ηγεμονία, λοιπόν, σημαίνει πως ορίζεις εσύ το βασικό περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής και της παράλληλης ιδεολογικής συγκρότησης ενός νέου εγχειρήματος. Πως ακόμα και αν κάνεις ορισμένες εκπτώσεις που ταιριάζουν περισσότερο σε σύγχρονες σοσιαλδημοκρατικές ατραπούς παρά σε αντίστοιχες αριστερές-σοσιαλιστικές, οφείλεις να διασφαλίζεις τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή, την καθαρότητα προθέσεων και σκοπών, το κυνήγι κάθε θεσμικής ή παραθεσμικής εκτροπής (ακόμα κι αν εκπορεύεται από συγκεκριμένες ολιγαρχικές κάστες) και την όποια δικαιότητα μπορεί να εφαρμοστεί ακόμα και σε μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες (μετριάζοντας όσο είναι εφικτό τις αρνητικές συνέπειες για τους αδύναμους).
Δυστυχώς, απέχουμε πια κατά πολύ από το διάστημα Ιανουάριος-Ιούλιος 2015. Εκεί που για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έπνευσε στον ελλαδικό χώρο ένας διαφορετικός άνεμος, εκεί που ο ταλαίπωρος λαός μας ένιωσε γνήσια αισιοδοξία, εκεί που είδαμε όλοι τις δυνατότητες του συλλογικού αγώνα και των υπερβάσεων από τους δοσμένους δρόμους που παρουσίαζαν ως μονόδρομο οι συστημικές ελίτ εσωτερικού και εξωτερικού. Εκεί που ήρθαν στο ελληνικό κοινοβούλιο νομοσχέδια που έκαναν τους εγχώριους και διεθνείς συντηρητικούς κύκλους να «βγάζουν φλύκταινες»... Όλα αυτά είχαν λάβει χώρα με βασική την αρωγή του τότε ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, με κύρια την ευθύνη του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα από τον Ιούλιο του 2015 επικράτησε στην ελληνική κοινωνία ένα διαφορετικό κλίμα. Μία απονεύρωση που έβαζε ζητήματα ακόμα και στον ίδιο τον γιατρό... Ο καθένας πήρε το δρόμο του και όλοι αντιμετωπίζουν τις συνέπειες καταμετρώντας πληγές και ψάχνοντας αποκούμπια. Μόλις τους τελευταίους μήνες κάποιες αχτίδες φωτός ορίζουν τη δημόσια κουβέντα με διαφορετικούς όρους. 
Στο μέλλον, αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει την κοινωνική απήχηση που επιθυμεί, θα πρέπει να κοιτάξει να φέρει πιο κοντά στις δικές του λογικές τους επόμενους εταίρους του, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αυξηθούν ξανά τα εμπόδια.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ-Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο στον ΣΥΡΙΖΑ του 2020, από τον ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών στη νέα κεντροαριστερή συνισταμένη που σμιλεύεται κατά τα φαινόμενα, υπάρχει μεγάλη απόσταση που μόνο ξεχωριστά ποιοτικά χαρακτηριστικά μπορούν να επιτρέψουν τη διατήρηση της προτίμησης ενός κρίσιμου κοινωνικού κομματιού... 
Για να το πούμε κάπως αδόκιμα και λίγο σκωπτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στο πρώτο μισό του 2015 «ΠΑΣΟΚ του 1981», ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 μέχρι το τώρα φέρνει «κάτι σε ΔΗΜΑΡ», ο ΣΥΡΙΖΑ του 2020 θα κριθεί στο λαϊκό-κοινωνικό υποσυνείδητο από το πόσο «ΠΑΣΟΚ του 1996-2004» θα γίνει ή όχι. Η μεγάλη του δύναμη, που οδήγησε μάλιστα και στην επικράτησή του στις μεγάλες διαμάχες από το 2014 κι ύστερα, ήταν η οξυδερκέστατη και λειτουργική προσαρμογή στις αναγκαιότητες της κάθε εποχιακής συγκυρίας. Το μεγάλο ζητούμενο για τον ίδιο είναι αν στο μέλλον θα μπορέσει να υπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες που αφορούν κυρίως στις μη προνομιούχες κοινωνικές τάξεις. Να εισάγει με θάρρος τις ανάγκες αυτές στον ορισμό σύγχρονη αναγκαιότητα. Ή για να το θέσουμε αλλιώς: θα πάει η σοσιαλδημοκρατία πιο αριστερά ή ο ριζοσπαστισμός σχεδόν εξαναγκαστικά θα πάρει την πρωτοκαθεδρία στον εγχώριο αριστερό χώρο, γιατί όπως ισχυρίζονται διάφοροι η φύση δεν αγαπάει το κενό;
Οι απαντήσεις αυτές θα βρεθούν σε μάκρος πενταετίας τουλάχιστον...

Δεν υπάρχουν σχόλια: