....................................................
Γιάννης Υφαντής
(γ.1949)
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ *
Κατάρτια είναι τα κλαριά και το χορτάρι κύμα
και του ανθρώπου ο σκελετός η άγκυρα στο μνήμα.
Γιάννης Υφαντής
(γ.1949)
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ *
Κατάρτια είναι τα κλαριά και το χορτάρι κύμα
και του ανθρώπου ο σκελετός η άγκυρα στο μνήμα.
Θάλασσα είσαι η σύναξη των άπειρων δακρύων
ή μήπως ο γλυφός χυμός αμέτρητων αιδοίων;
Αυτός που μ’ έρωτα θαρρεί τον πόθο του θα σβήσει
δεν ξέρει ανήμερο θεριό πως πάει να ξυπνήσει.
Στα μπούτια σου ανάμεσα έγραψες τις ασκήσεις
και μου ’πες «με τα χείλη σου, θέλω να μου τις σβήσεις».
Κούκλα μου εγώ παρέλυσα όταν σε πρωτοείδα
τα πάντα είναι ξενιτιά και μόνο εσύ πατρίδα.
Θεός: η Φύση, τ’ Άπειρο κι όλα που αγναντεύω
μα πάνω απ’ όλα η θηλυκή ύπαρξη που λατρεύω.
Άγια Τριάς των χριστιανών, άδεια είσαι ντενέκα
χωρίς το μεγαλύτερο θαύμα που ’ναι η Γυναίκα.
Όσοι την ομορφιά της Γης δεν πήρανε χαμπάρι
οικόπεδο γυρεύουνε να πάρουνε στον Άρη.
Μόνος κοιμούμαι και ξυπνώ, μόνος μου και μιλάω
και των δακρύων τα τσαμπιά, μόνος μου τα τρυγάω.
Γεύτηκα ώς κατάβαθα και ομορφιά και φρίκη
κι έμεινα λάμψη μαχαιριού έξω από τη θήκη.
«Μου λύπης» λες στο μήνυμα αντίς του ορθού «μου λείπεις»,
εσύ που διάλεξες να ζεις στα βόρεια της λύπης.
Νά 'χεις καλή ανάσταση εσύ που μ' έχεις στήσει
και μ' άφησες μονάχο μου μ' αυτή την άγρια στύση.
Το σπέρμα μου τινάχτηκε στον ουρανό επάνω
μα εσύ με τραίνο έρχοσουν κι όχι μ’ αεροπλάνο.
Σαν τον Εμπεδοκλή περνώ τους τόπους του κορμιού σου
και να βουτήξω βιάζομαι στη λάβα του μουνιού σου.
Κόκκινο ρόδι μου ’δωσες κ’ ήταν γεμάτο στάχτη.
Το «τι», το «αχ», το «αχ» το «τι», πότε σου γίναν άχτι;
Κόσμος εγώ μέσα εδώ στον κόσμο αυτό του κόσμου
το φως μου σκότος έγινε και το σκοτάδι φως μου.
Η καλιακούδα έκπληκτη κοιτά την ομορφιά της
καθώς λουλούδι κίτρινο στολίζει τη σκιά της.
Είσαι σοφή σαν Αθηνά, στο κάλλος Αφροδίτη
γι' αυτό και ισόβιο μ' έκανες μες στο μουνί σου δύτη.
Κλείνεις μια φλόγα δροσερή στον φράχτη των δοντιών σου
κι έχεις γλυκειά φωλιά ψηλά στο λάμδα των ποδιών σου.
Του Γαλαξία έριξες το δίχτυ να με πιάσεις
μα όντας σκέψη δεν μπορείς ποτέ να με προφτάσεις.
Είσαι ωραία μα κουτή, και πόσο να σ' αντέξω;
Μόνο το σπέρμα κοινωνάς, το πνεύμα χύνετ' έξω.
______________________________
* Κάθε χώρα έχει τα δικά της χάι κου. Τα δικά μας χάι κου είναι οι μαντινάδες. Μαντινάδες· αρχικά, ομοιοκατάληκτα δίστιχα, απαγγελλόμενα στις μαντικές ερωτικές τελετουργίες του Θερινού Ηλιοστασίου. Εδώ, η ανάγκη μου να κλείσω σε δυο δεκαπεντασύλλαβους στίχους κάτι ελάχιστο και πολύτιμο ή έναν ολόκληρο κόσμο.
ή μήπως ο γλυφός χυμός αμέτρητων αιδοίων;
Αυτός που μ’ έρωτα θαρρεί τον πόθο του θα σβήσει
δεν ξέρει ανήμερο θεριό πως πάει να ξυπνήσει.
Στα μπούτια σου ανάμεσα έγραψες τις ασκήσεις
και μου ’πες «με τα χείλη σου, θέλω να μου τις σβήσεις».
Κούκλα μου εγώ παρέλυσα όταν σε πρωτοείδα
τα πάντα είναι ξενιτιά και μόνο εσύ πατρίδα.
Θεός: η Φύση, τ’ Άπειρο κι όλα που αγναντεύω
μα πάνω απ’ όλα η θηλυκή ύπαρξη που λατρεύω.
Άγια Τριάς των χριστιανών, άδεια είσαι ντενέκα
χωρίς το μεγαλύτερο θαύμα που ’ναι η Γυναίκα.
Όσοι την ομορφιά της Γης δεν πήρανε χαμπάρι
οικόπεδο γυρεύουνε να πάρουνε στον Άρη.
Μόνος κοιμούμαι και ξυπνώ, μόνος μου και μιλάω
και των δακρύων τα τσαμπιά, μόνος μου τα τρυγάω.
Γεύτηκα ώς κατάβαθα και ομορφιά και φρίκη
κι έμεινα λάμψη μαχαιριού έξω από τη θήκη.
«Μου λύπης» λες στο μήνυμα αντίς του ορθού «μου λείπεις»,
εσύ που διάλεξες να ζεις στα βόρεια της λύπης.
Νά 'χεις καλή ανάσταση εσύ που μ' έχεις στήσει
και μ' άφησες μονάχο μου μ' αυτή την άγρια στύση.
Το σπέρμα μου τινάχτηκε στον ουρανό επάνω
μα εσύ με τραίνο έρχοσουν κι όχι μ’ αεροπλάνο.
Σαν τον Εμπεδοκλή περνώ τους τόπους του κορμιού σου
και να βουτήξω βιάζομαι στη λάβα του μουνιού σου.
Κόκκινο ρόδι μου ’δωσες κ’ ήταν γεμάτο στάχτη.
Το «τι», το «αχ», το «αχ» το «τι», πότε σου γίναν άχτι;
Κόσμος εγώ μέσα εδώ στον κόσμο αυτό του κόσμου
το φως μου σκότος έγινε και το σκοτάδι φως μου.
Η καλιακούδα έκπληκτη κοιτά την ομορφιά της
καθώς λουλούδι κίτρινο στολίζει τη σκιά της.
Είσαι σοφή σαν Αθηνά, στο κάλλος Αφροδίτη
γι' αυτό και ισόβιο μ' έκανες μες στο μουνί σου δύτη.
Κλείνεις μια φλόγα δροσερή στον φράχτη των δοντιών σου
κι έχεις γλυκειά φωλιά ψηλά στο λάμδα των ποδιών σου.
Του Γαλαξία έριξες το δίχτυ να με πιάσεις
μα όντας σκέψη δεν μπορείς ποτέ να με προφτάσεις.
Είσαι ωραία μα κουτή, και πόσο να σ' αντέξω;
Μόνο το σπέρμα κοινωνάς, το πνεύμα χύνετ' έξω.
______________________________
* Κάθε χώρα έχει τα δικά της χάι κου. Τα δικά μας χάι κου είναι οι μαντινάδες. Μαντινάδες· αρχικά, ομοιοκατάληκτα δίστιχα, απαγγελλόμενα στις μαντικές ερωτικές τελετουργίες του Θερινού Ηλιοστασίου. Εδώ, η ανάγκη μου να κλείσω σε δυο δεκαπεντασύλλαβους στίχους κάτι ελάχιστο και πολύτιμο ή έναν ολόκληρο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου