..........................................................
ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΝΑΔΕΣ ΜΑΣ
ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΝΑΔΕΣ ΜΑΣ
Η μάνα του Σολωμού, η μάνα του Κάλβου
Η μοίρα των γυναικών είναι η μοίρα
του κόσμου, και τη μοίρα του κόσμου την ορίζουν οι άντρες. Η μοίρα της
Αγγελικής Νίκλη και της Αδριανής Ρουκάνη (σε μικρότερο βαθμό) είναι η
μοίρα γυναικών που, εν ζωή, υπέμειναν αγόγγυστα το τίμημα της
πρωταρχικής ευφυΐας και της πολύπλοκης γενναιότητας της μήτρας.
Το τίμημα περιλαμβάνει όμως και μεταθανάτια αντίποινα, έτσι η
Αγγελική Νίκλη διασχίζει την Ιστορία μέσα σε μια γλοιώδη ηθικοπλαστική
χλεύη που, μαζί με τον εξευτελισμό της, στοχεύει τον πρώτο της γιο,
Διονύσιο Σολωμό. Του προσάπτουν ότι είναι νόθος, εξώγαμο, παράνομο,
χαρακτηρισμοί νηπιώδους κενοσοφίας, που, ωστόσο, απασφαλίζουν έναν
σταθερά εμφανιζόμενο, μνησίκακο και συμπλεγματικό, οχετό ύβρεων κατά του
προσώπου του, το οποίο θεωρούν εύκολο να λοιδορήσουν όσοι δεν έχουν το
υποτυπώδες θάρρος να χαρούν από το τετελεσμένο της ποιήσεώς του μέγα
επίτευγμα.
Το «παράπτωμα» που καταλογίζουν εμμέσως (και το έμμεσο σημαίνει
πάντα πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό βόρβορο) στη Νίκλη είναι ότι
έκανε τον Διονύσιο και τον Δημήτριο σε σχέση παλλακείας με τον εργοδότη
της, κόντε Νικόλαο Σολωμό, ο οποίος το βράδυ πριν πεθάνει νυμφεύθηκε την
υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη και αναγνώρισε τους δύο φυσικούς γιους
του. Κι επειδή η ανανδρία δεν μοιάζει ποτέ της παλικαριάς, ούτε η
αχαριστία και η μικροψυχία τής μοιάζουν, η Νίκλη αντιμετωπίζεται
υποτιμητικά σαν γυναίκα και μάνα δεύτερης κατηγορίας, μάνα νόθων. Η
γέννα τους γέννησε την καταστροφή για τη μάνα, που ολοκληρώθηκε όταν
ένας τρίτος γιος της, από δεύτερο εσπευσμένο γάμο, ο νομικός Ιωάννης
Λεονταράκης (η εγγενής ειρωνεία κάποιων επωνύμων λύνει εξαρχής κάθε
ζήτημα), προσέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας να αναγνωρισθεί ως
νόμιμος-γνήσιος γιος τού κόντε Σολωμού και να πάρει ολόκληρη την
περιουσία, αποκλείοντας τους δύο φυσικούς γιους1. Η λιονταρίνα Αγγελική
Νίκλη, προφανώς εξαπατημένη (ή εκβιαζόμενη από τον αργυραμοιβό σύζυγό
της) σχετικά με τις συνέπειες του αιτήματος, και παραβλέποντας με
παράλογο τρόπο τον αντίκτυπο που θα είχε η προκλητική στάση της στην
ψυχολογία των δύο πρώτων της γιων και στις σχέσεις τους μαζί της,
υποστήριξε με θέρμη το άτοπο αίτημα, για να επωφεληθεί οικονομικώς και
το τρίτο της, ζηλόφθονο και λαίμαργο, λιονταράκι, όμως, καθώς η
προσωπική της ζωή έγινε περίγελως, κατρακύλησε στην ανυποληψία και στην
καταφρόνηση, κι αυτά όλα αποτέλεσαν ένα αξεπέραστο χτύπημα για τον
Σολωμό.
Ο γιος της που 'γραφε: «Νόμιζέ με φιλοστοργώτατόν σου υιόν -
Νοιώθω ν' αδυνατίζει κάπως το φως μου. Θεέ μου, δε θα θέλω να φθάσω σε
θέσι να μη μπορώ να σε ξαναδώ»1, κι είχε ήδη γράψει προφητικό λαϊκό
τραγούδι για τη μοίρα της μάνας του και των γυναικών: «Κόσμε ψεύτη! τες
κόρες τες μαύρες, κατατρέχεις όσο είν' ζωντανές, σκληρέ κόσμε! και δεν
τους λυπάσαι την τιμήν, όταν είναι νεκρές», δεν θέλησε να την ξαναδεί
ούτε να της ξαναμιλήσει. Της έκανε έξωση από το σπίτι τους. Τη διέγραψε.
Ηταν η παράφορη, οργισμένη αντίδραση ενός ορφανού από εννιά χρονώ
μεγαλωμένου στην ουσία μόνο από τη μάνα του, στην οποία όφειλε τις
θύραθεν, σκληροτράχηλες και αθυρόνοες, ρίζες της παιδείας και της
ποιήσεώς του που άνθιζε στο χάσμα των πραγμάτων, ή ήταν η άκαμπτη
διορατικότητα ενός καθιερωμένου ποιητή που είδε τον πυρήνα της υπάρξεως
του, τη ζωή της μάνας του, να διασύρεται, και διείδε ότι η προσβλητική
αυτή υπόθεση θα γινόταν εφαλτήριο ν' αμαυρωθεί, μέσω του μεθεπόμενου
δικού του διασυρμού, η ίδια η Αδήπνοη ποίησή του, κάτι που συνέβη και
συμβαίνει, εσχάτως με πρόσχημα τις στροφές του Υμνου για την άλωση της
Τριπολιτσάς, κατά τις μομφές που του αποδίδουν με αξιοζήλευτη τόλμη οι
περικαλλείς σπουδαρχίδαι της τερπνής παλαιικότητας.
Μήπως όμως η τεράστια ψυχική δοκιμασία, που τον εξάντλησε, τον
ώθησε κιόλας να προσδώσει αυτό το εκπληκτικό ψυχικό βάθος στους ήρωες
των ημιτελών συνθέσεών του, αναδεικνύοντάς τον και σε μυθιστοριογράφο
σπάνιας ποιότητας, μήπως η δίκη ήταν το τραγούδι που, πάλι παιδευτικά,
τραγούδαγε η μάνα στον ενήλικο τώρα γιο της, ίδιας σημασίας με 'κείνα τα
τραγούδια που του 'λεγε όταν ήταν μικρός και τον έκαναν να νιώθει πόσο
γερά κι ασύντριπτα είναι τα κόκαλα της γλώσσας και πως μόνο οι λέξεις
ασβεστώνουν αδιάβροχα το νοτισμένο κέλευθος του κόσμου -είχε ωραία φωνή η
καλλονή η μάνα του, τραγούδαγε ενώ έκανε δουλειές ή έβγαινε απόβραδο
στο παραθύρι κι έστηνε το μελεσίπτερο τραγούδι της, κι από δίπλα της
μαγεμένος ο Σολωμός σκεφτόταν πως αυτός θα 'γραφε μια μέρα καλύτερα
τραγούδια κι έδιν' όρκο στα πεφτάστερα πως θα τα καταφέρει;
Ή μήπως, αντίθετα, το μανιάτικο ένστικτο της μάνας του,
καρδαμωμένο ανάμεσα σε βράχια, ήλιους κι αρμυρανέμια, έπρεπε να
καταλάβει ότι είχε χρέος να προστατέψει τον γιο της τον ποιητή, που 'χε
και το δίκιο με το μέρος του, παρά να νοιαστεί για τη μειονεξία του
άλλου; Ο,τι και να έπρεπε, η πενταετής δίκη, που έχασε ο ετεροθαλής
αδελφός και έκτοτε μετώκησε στην Αγγλία, έσκαψε βαθιά τον λάκκο της
Αγγελικής Νίκλη που από μάνα-ασπίδα κατάντησε μάνα-συμφορά. Μετάνιωσε,
ζήτησε συγγνώμη και την αρνήθηκε ο ταπεινωμένος και κλονισμένος γιος της
ή δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη και δεν μετάνιωσε, παρά τον ξεπεσμό της:
«...ήλθε η μάνα μας, Διονύσιε, σε άθλια κατάσταση, κουρελιασμένη και
πεινασμένη και με παρεκάλεσε να την συνδράμω... Βγάλε κι εσύ ένα
μηνιάτικο γι' αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα που μ' όλα της τα σφάλματα δεν
παύει να είναι η μάνα μας» - «....Δεν της δίνω ούτε λεφτό»1. Στην
απονενοημένη διαθήκη της, η Νίκλη μόνο τους δύο πρώτους γιους της αφήνει
κληρονόμους1, αλλά η έντιμη απόγνωση της μεταμέλειάς της ήταν έκθετη,
και το γνώριζε. Οταν ο φαρμακωμένος Διονύσιος πέθανε στην Κέρκυρα το
1857, δυο χρόνια πριν από 'κείνην, δεν παρέστη στην κηδεία η μάνα του.
Εφτιαξε η γρια-μάνα κόλλυβα για το πρωτοβλαστάρι της, τον ποιητή της
Ελευθερίας και του Εθνους, που την αποκήρυξε, ή ήτανε καμιά σκληρόπετση
γριά που, σαν της το 'πανε, ίσα που πετάρισε το βλέφαρό της από τη
συγκίνηση και σκεπάστηκε με το μαύρο μαντίλι της γυρνώντας αλλού το
κεφάλι; Επιασε μήπως κάνα μανιάτικο μοιρολόι τέτοιο, που κάνει τα βουνά
να βλαστημάνε την Τύχη τους που δεν 'γίναν άνθρωποι, έμπηξε φωνές και
κλάματα, πήγε κι άναψε στο νεκροταφείο τα καντήλια, σύρθηκε, μια
καμπουριαστή σκιά μες στις σκιές, στον τάφο του κόντε Σολωμού να του πει
ότι συγχώρεσε τον γιο της που δεν τη συγχώρεσε και δεν της ζήτησε
συγγνώμη, ή τον έπνιξε τον πόνο της στα μαραμένα στήθια της που κάποτε
στητά κι ολόρθια τον είχανε βυζάξει, μήπως κιόλας τον είχε καταραστεί
τον σιορ Διονύσιο που απαρνήθηκε με πάθος τη φταίχτρα μάνα του, και
τέτοιες αχαριστιές δεν τις βολεύουνε οι αέρηδες της φύσεως; Αλλά η
Αγγελική Νίκλη δεν καταράστηκε, δεν ήταν η γυναίκα της Ζάκυνθος, είναι η
τιμή της Ζάκυνθος, είναι η τιμή όλων μας.
Πώς πέρασε τα χρόνια της κατά και μετά τη δίκη, και μέχρι τον
θάνατο του Σολωμού και τον δικό της (που συνέπεσε με την έκδοση των
Ευρισκομένων έργων του γιου της από τον σημαντικότατο Πολυλά), τι
αντίκριζε στα μάτια των γειτονισσών και των αρχοντισσών η ατίθαση
Μανιάτισσα, παρείσακτη, ούτως ή άλλως, στην αστική κοινωνία της
Ζακύνθου; «Και δε μου σώνουνε τα φαρμάκια κ' οι πίκρες, μόν' υποφέρω και
τα λόγια του κόσμου, και λένε, καλά να πάθω, και πως μου εμεριτάριζε
κάψιμο»1. Οποια λόγια και χλεύη κι αν υπέφερε όμως, ήταν τίποτα μπροστά
στη σπίλωση που την περίμενε μετά θάνατον κι απλώνεται στον χρόνο και
στον χώρο, εντός κι εκτός Ελλάδας, μέσω των λεγομένων ελληνιστών. «Ο
Σολωμός ήταν νόθος, η καταγωγή του θολή, η μάνα του πληβεία, απλή
γυναίκα του λαού, ποπολάρα, παλλακίδα, παραδουλεύτρα», ακονίζουν
διάφοροι την οικτρογενή αβελτηρία τους με ταξική χαιρεκακία (αλλά ο
Σεφέρης βάζει το πληβεία σε εισαγωγικά) και τον λασπώνουν με κάθε είδους
χυδαιότητα, αυτόν, που μας μετάγγισε την ευφορία των ανθρώπων όταν
δημιουργούσαν τους θεούς τους: «Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε
πάλι», και τη μάνα του.
«Γέννησα το Σολωμό, δε σας φτάνει, ορέ κύριοι, δε το
σεβοσάστενε; Σεβαστείτε αυτόνα αντίς για μένα», θα μπορούσε ν' απαντήσει
με περιφρόνηση η Αγγελική Νίκλη. Κι αν ύψωνε λίγο τη φωνή, θα 'λεγε:
«Ετσι αγαπάτε τις γυναίκες εσείς; Τάισα το κορμί μου μ' υγεία, κι
ανάτρεψα χορτασμένο το Διονύσιό μου. Ολοι 'σείς που με κατηγοράτε, δεν
εκάματε ποτές λάθη; Κι εσείς ποιόνα εγεννήσατε, εσείς ποιόνα ετέξατε;».
Αλλά η περήφανη Αγγελική Νίκλη σιωπά. Διδάσκει ήθος διά της σιωπής της,
ευπρέπεια.
Η συντοπίτισσά της, αριστοκράτισσα Αδριανή Ρουκάνη παντρεύτηκε
τον Κερκυραίο τυχοδιώκτη Τζανέτο Κάλβο, που έντεκα χρόνια αργότερα
(1802) την εγκατέλειψε και πήρε στο Λιβόρνο τα παιδιά τους Αντρέα και
Νίκο, δέκα και οκτώ χρονώ. Με την έγκριση της μάνας τους ή χωρίς; Ποιος
θα υποστηρίξει το πρώτο; Οτι τα 'πλυνε, τα 'ντυσε, τα χτένισε, τα φίλησε
και τ' άφησε να φύγουν (για λίγο; για πάντα;) από κοντά της. Κοιμήθηκε
καθόλου το προηγούμενο βράδυ, ξανακοιμήθηκε ήσυχη μετά απ' αυτό; Τ'
αγόρια μεγάλωσαν ορφανά από μάνα και πατρίδα. Ορφανά κι από πατέρα, στην
πραγματικότητα. Η Αδριανή Ρουκάνη ζήτησε και πήρε διαζύγιο, στην
απόφαση όμως δεν αναφέρεται τίποτα για απομάκρυνση των παιδιών παρά τη
θέλησή της, ή απαγωγή2α. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά, κι ο γάμος διήρκεσε
μέχρι τον θάνατό της (1815). Αλλά τ' αγόρια της δεν τα ξανάδε ποτέ πια.
Πάνε οι γιοι της, πετάξαν, 'φυγαν τα πουλάκια της. Θα μπορούσε να πάρει
το καράβι και να πάει να τα δει. Δεν το έκανε. Δεν τα διεκδίκησε. Είχε
κάνει συμφωνία με τον πατέρα τους; Αδιαφόρησε; Δεν έχουν βρεθεί γράμματά
της προς τ' αγόρια, ούτε των αγοριών προς τη μάνα. Την έφαγε όμως ο
καημός την κυρ'-Αντριανούλα, που στη διαθήκη της άφησε τ' αμπέλια της,
στο Ρόιδο2β, στους δυο της γιους, να 'χουνε κάτι να πορεύονται, αλλά ο
καημός της μάνας τσάκισε και τον τσακισμένο αλύγιστο Κάλβο:
-Ζει η μάνα σου, ορέ Αντρέα Κάλβο;
-Ζει.
Δεν ζούσε. Αλλά ο πολυξενιτεμένος Κάλβος το 'μαθε έντεκα μήνες
μετά, στη Φλωρεντία: επιστολή τής Magiotti στον Ούγο Φώσκολο, 10-5-1816:
«Ο Ανδρέας θα αναχωρήση από 'δώ την ερχόμενη Πέμπτη, 15 τρέχοντος. Θα
είχε κιόλας ξεκινήσει, αλλά ο θάνατος της μητέρας του τον κράτησε λίγες
μέρες για να κανονίση τα μικρά συμφέροντά του»2β.
Οχτώ χρόνια αργότερα ο Κάλβος γράφει τη «Λύρα», και στην τρίτη
ωδή, «Εις θάνατον», ο πόνος για τη μάνα που 'χε χάσει πριν αυτή πεθάνει,
παρουσιάζεται αντρικός, γενναίος, αρχαιοπρεπής, και στις στροφές αυτές ο
Κάλβος επινοεί μια από τις πιο ανυπέρβλητες, προομηρικές, λέξεις του:
«κυκλοδίωκτος» και συνθέτει μια από τις πιο συνταρακτικές φράσεις του:
«ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, με εδίπλωνε και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως». Η μάνα απολογείται: «...θέλω εις την συνείδησίν σου τα
λοιπά φανερώσειν ύστερον...», αλλά το συναίσθημα βοά: «Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις. όμματ' οπού μ' εβρέχατε με
γλυκά δάκρυα! Και συ στόμα όπου εφίλησα τόσαις φοραίς με τόσην
θερμοτάτην αγάπην, πόση άπειρος άβυσσος μας ξεχωρίζει!».
Απειρος άβυσσος! Τέτοιες λέξεις κι έννοιες σμίγει ο διπλορφανός
(-Ζει ο πατέρας σου, Αντρέα Κάλβε;- Δεν ξέρω) ασπιδοφέρμονας πολεμιστής,
αλλά η κυρ'-Αντριανή δεν το διάβασε ποτέ, είχε πια λιώσει στον τάφο. Τα
γράφει κλαίγοντας αυτά ο Κάλβος, ο κοινωνικός επαναστάτης, ο
καρμπονάρος, που, αν και είχε ίσως λόγους, δεν μίσησε, αλλά «πολύ ηγάπα
την μητέρα του», «όταν αργότερα την θυμόταν έκλαιε» και «συχνά την
έβλεπε στα όνειρά του»2α; Θ' άναψε και το καντηλάκι στον αραχνιασμένο
τάφο της, στη μοναδική επιστροφή του στη Ζάκυνθο, γενέθλιο τόπο της
έμπνευσής του ή της αστοργίας και της κακοδαιμονίας του; Η πολυπόθητη
πολυπαθής πατρίδα ήταν αυτή που ριγούσε κάτω από τα μυρμηγκιασμένα πόδια
του -τον καλωσόριζε ή του παραπονιόταν;-, αυτό το θαλασσινό χώμα
ονειρευόταν τόσα χρόνια; Θυμόταν πού ήταν το σπίτι του, πήγε προς τα
'κεί σκυφτός και κλαμένος, άντρας σαράντα τεσσάρων ετών, ξενιτεμένος τα
τριάντα τέσσερα, ή, βάζοντας το χέρι αντήλιο, έμεινε ακίνητος να
κοιτάζει γύρω, αγκυλωμένος από τη στυφή απελπισία του πρωινού της φυγής
του από το ίδιο λιμάνι; Ή προχώρησε με διστακτικά βήματα, κατέφυγε σε
κάποιο στενό που ένιωσε τον γυρισμό του, κοίταξε αν τον βλέπουν, και
γονάτισε και φίλησε την καρδιά της γης που ήταν η μάνα της εξορίας του;
Τι 'ταν λοιπόν πιο αληθινό, η σκέψη ή η πραγματικότητα;
Αλλά και η κυρα-Αντριανούλα θα 'κλαιγε, όταν σκεφτόταν τους
γιους της και τα χρόνια που 'χε να τους δει, να τους αγκαλιάσει, να τους
φιλήσει: Πόσο ψηλώσαν τ' αγόρια μου, πόσο άλλαξαν, άντρες σωστοί
γινήκανε, παλικάρια! Λεβέντες μου! Αγωνιούσε, άραγε, τι θα απογίνει ο
Αντρέας της, που ήταν παράξενος από μικρός, σιωπηλός κι απόμακρος, ή
ήταν παιδί ζωηρό που δεν άφηνε πέτρα πάνω στην πέτρα; Πες μας τι
άνθρωπος ήταν ο γιος που γέννησες, κυρ'-Αντριανούλα, πες μας πώς
έμοιαζε. Πες πόσο λάμπανε τα μάτια του, και πώς μπορούμε να τον
ευχαριστήσουμε που μας έμαθε ν' αψηφούμε «το χάλκεον χέρι του φόβου» και
να «απορρίπτουμε φρόνημα χαμερπές», να ελαφρώσουμε λίγο το κρίμα μας
που τον αδικήσαμε, και ίσως έτσι μαντέψουμε πώς ηλέκτρισε την ποίησή του
μ' αυτό το απροσδόκητα απρόσμενο μεγαλείο της που ανέτρεψε τον Χρόνο
και την Ιστορία -ή τα περιέθαλψε; Ηταν τυχερή μάνα μες στην ατυχία της,
όμως. Πέθανε νέα και δεν έμαθε για το ύστατο μαύρο βλέμμα που 'ριξε ο
γιος της στην ηλιόλαμπρη Κέρκυρα πριν επιβιβασθεί στο καράβι που τον
ξανάπαιρνε από την Ελλάδα, στιγμή απόλυτης ελευθερίας, πόνου και
ξεριζωμού, εκεί ψηλά στην άκρη της σκάλας, αιωρούμενος στο πουθενά,
μεταξύ νησιού και καραβιού, μετατρέπει την προσωπική του τραγωδία σε
οστεοβόρο διθύραμβο, καθώς κοιτάζει ηττημένος-αήττητος τα Μουράγια
γνωρίζοντας καλά ότι δεν θα γυρίσει πίσω ούτε νεκρός κι ότι μπροστά του
δεν ανοίγεται καλοτάξιδο το πέλαγος αλλά το άξενο μνήμα, το φέρετρο και η
αμνησία της δονούμενης ποιήσεώς του, που θα κράταγε πόσο, πόσο θα
κράταγε, μωρέ Αντρέα Κάλβο;
Ούτ' έμαθε ποτέ πως 'κείνον τον μαύρο-Αντρέα της που τον: «είδε
το πέμπτον του αιώνος εις ξένα έθνη», «ξένες μάνες τον εκλάψαν, ξένα
χέρια τον εθάψαν3α». Ούτ' άκουσε πως ο γιος της που ευχόταν: «ας μη μου
δώση η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον», «σε ξένο χώμα τέλειωσε τη
ρημαγμένη του ζωή3β» κι εβδομήντα ολόκληρα χρόνια δεν ξέραμε πού ήταν
θαμμένος ο, χωρίς πρόσωπο και χωρίς τάφο, ανδρείος ποιητής μας, ο μέγας.
Ηταν επίσης «καλή, ενάρετη, στοργική, θρησκευάμενη»2β η Αδριανή
Ρουκάνη. Τέτοια επίθετα απουσιάζουν για την Αγγελική Νίκλη, τη
«σπιτωμένη»1, που 'ταν «γεμάτη νιότη, ομορφιά κι υγεία»1.
Είχαν, μήπως, οι δυο μανάδες, που καμιά προσωπογραφία τους δεν
σώθηκε (τέσσερα αγόρια, δύο κορίτσια έκανε η κυρ'-Αγγελική, δύο αγόρια η
κυρ'-Αδριανή), είχαν κάποια διαίσθηση για τους πρωτότοκους γιους τους,
που μας έδωσαν υπόσταση, αισθάνθηκαν πως γέννησαν παιδιά ξεχωριστά και
περίφημα, που θα μίλαγαν γι' αυτά αιώνες μετά, και μαζί τους θα
μνημόνευαν κι εκείνες; Το αισθάνθηκαν ποτέ, να νιώσουν μια αύρα λυτρωμού
μες στους πόνους και στα βάσανα, στους έρωτες και στις απογοητεύσεις
τους, τους τραγούδησε ποτέ κάποιος «...να ζήσει η μάνα που κάνει τέτοι'
αγόρια»3γ, ν' ανθίσουνε λίγο τα χείλια τους; Τους το λέμε εμείς:
Γεια σου, σπουδαία Αγγελική Νίκλη, μάνα του Σολωμού, / πο' ενάμιση αιώνα τώρα κρατάς καλά το μυστικό σου./
Στην άκρη ορθός του νιοσκαμμένου τάφου σου, / σε θρήνησε, σε
συγχώρεσε, σου ζήτησε συγγνώμη, σ' ευχαρίστησε, ο σκληρο-Διονύσης σου,
μαζί με τον Δημήτρη και τ' άλλα σου παιδιά./
Ανέβηκε απ' τον Αδη. Για την κηδεία σου. Ηταν εκεί./
Εσύ μόνο τον είδες, με τα νεκρά σφαλιστά βαθουλωμένα σου μάτια./
Αλλος κανείς.
Γεια σου, εξαισία Αδριανή Ρουκάνη, τ' Ανδρέα Κάλβου μάνα, / μόνη
'κατέβης στο μνήμα, χωρίς το Νίκο σου, χωρίς και τον Αντρέα, / που ο
τάφος σου ήταν μέσα του, στης μαυροψυχής του την νόηση, / τον έσκαβε,
τον πότιζε, τον ξεβοτάνιζε, δρόσιζε τ' αχαμνολούλουδα, / εφύτευε
καινούργια μελανόπτερα, με τ' άνθη κυκλοδίωκτα, / σταθερά τού ήσουν
παρηγόρησις μέχρι στων υπερβόρειων την χώρα, / όπου εξεψύχησεν ο
τυραγνισμένος Αντρέας σου. Το ηξεύρεις καλά./
Εσύ κουβάλαγες την σταχτιά του κάσα με μπράτσα γερά, / καμωμένα απ' της γλυκιάς πατρίδος το αξενίτευτο χώμα.
Γεια σου κυρ'-Αντριανούλα, γεια σου κυρ'-Αγγελικούλα, γεια σας
αγράμματες μανάδες των λέξεων, της ποίησης των υψηλών και σεμνών
νοημάτων, ποίησης σπαρμένης με λέξεις φρέσκιες δημοτικιές, της λαϊκής
αγοράς, και λέξεις νεοαρχαίες από του αειθάλλοντος βυθού το κάλλος,
μάνες του έθνους του λαού των ποιητών των επαναστατών των αντρειωμένων
των απροσκύνητων, μάνες της ρίμας και του μέτρου, του δεκαπεντασύλλαβου,
του επτασύλλαβου, γεια σας μανάδες μας μαζί με τις δικές μας μάνες, που
τον πόνο των αγοριών σας τραγουδάνε οι λαϊκοί τραγουδιστές, «Σε 'χασα
μάνα μου γλυκιά / σε πήρε ο Χάρος μια βραδιά / και δίχως το δικό σου
χάδι / απλώνεται τώρα σκοτάδι/. Κουράγιο μου 'δίνες εσύ / εσύ μανούλα
μου χρυσή / εσύ στον πόνο μου πονούσες / και τι δεν θα 'δινα / μάνα να
ζούσες. / Μάνα, πάρε με στον τάφο / πάλι να 'μαστε μαζί / να ξανάβρω εγώ
κοντά σου / την αγάπη, τη στοργή»3δ, μανάδες που στην κοιλιά σας
θρέψατε τον Ανδρέα Κάλβο-Ρουκάνη και τον Διονύσιο Σολωμό-Νίκλη, που ποτέ
δεν μίλησαν μεταξύ τους και κοιμούνται φιλιωμένα πια στο ίδιο μνήμα, τα
ξέν' αδέλφια, μάνες που μεγαλώσατε και 'μας μαζί με τους γιους σας και
γράμματα άξιά μάς μάθατε, υποκλινόμαστε μπροστά σας Ευλαβικά και το
άσπιλο αμαγάριστο λαμπερό σας χέρι φιλούμε μ' Ευγνωμοσύνη.
ΥΓ. Το κείμενο ήταν αφορμή για το ομότιτλο θεατρικό έργο που ανεβάζει, 09-7-2010, το ΔΗΠΕΘΕ Κερκύρας.
Οι στίχοι του Σολωμού: Φαρμακωμένη, Κρητικός· του Κάλβου: Εις Σάμον, Εις Πάργαν, Ο Φιλόπατρις.
1) Απαντα Σολωμού, προλεγόμενα Μαρίνου Σιγούρου, εκδ. ΟΕΔΒ, σελ. 77 κ.ε., 535 κε.
2α) Κάλβου, Ωδαί. Εισαγωγή: Ζ (ήσιμος) Λ (ορεντζάτος), εκδ. Βίπερ, σελ. 13.
2β) «Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου», Λεύκιος Ζαφειρίου, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 24, 33, 37.
3α,β,γ,δ) Λαϊκά τραγούδια με τους: Γιώτα Λύδια, Μανώλη Αγγελόπουλο, Αννα Χρυσάφη, Γιώργο Ταλιούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου