........................................................
[Αντίστοιχον του της αναγνωρίσεως της αδελφής και του πειρατού αδελφού της είναι το προκείμενον άσμα της αναγνωρίσεως του εμπόρου υπό του θανασίμως πληγώσαντος αυτόν αδελφού του αρχιληστού. Εν εκείνω μεν γίνεται μετάπτωσις από δυστυχίας εις ευτυχίαν δια της αναγνωρίσεως, εν τούτω δε επέρχεται τραγικωτέρα λύσις, αυτοκτονούντος και του φονεύσαντος τον αδελφόν του. Το άσμα φαίνεται ακριτικόν, το δ' αρχέτυπον δεν διελάμβανεν ίσως περί εμπόρων και ληστών, αλλά περί αδελφών πολεμιστών, ως συνάγεται εκ της διατηρήσεως ιχνών τοιαύτης διατυπώσεως υπό τινων των παραλλαγών. Συνάπτεται δ' αμέσως μεν προς τον κύκλον των ακριτικών ασμάτων περί αγώνος δρόμου του Ηλίου και του Γιάννη, τον οποίον κονταρεύει ο αδελφός του, μη αναγνωρίσας αυτόν, εμμέσως δε προς τον κύκλον των ασμάτων περί των υιών του Ανδρόνικου.
Εις τας ελληνικάς παραλλαγάς του άσματος δύναται να καταλεχθή και εν δημοτικόν άσμα των Μακεδονοβλάχων, όπερ φαίνεται μάλλον ως μετάφρασις εκ του ελληνικού (με ελληνικόν γύρισμα κρίμα κι' άδικο), την αυτήν δ' υπόθεσιν έχουν και σερβικά άσματα.]
Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κ' η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλλάρης,
κ' η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτώ, των καπιταναραίων.
Κι' ο νιος όταν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφταις δω, μην είναι χαραμήδες;"
Το λόγο δεν απόσωσε κ' η συλλογή του κράτει,
κ' η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τοις τριχαίς, άλλοι του ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπορώ να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας ξεφορτώντας.
-Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια!
Μωρ' πού είστε, παλληκάρια μου, φωνάζει ο καπετάνιος,
βαρείτε του μια χαντζαριά 'ς τον τόπο ν' απομείνη."
Ο ένας του δίνει μαχαιριά, κι' άλλος με το κοντάρι,
κι' ο τρίτος πιο κακός φονιάς τρεις χατζαριαίς του δίνει.
'Σ το χώμα νέπεσεν ο νιος αιματοκυλισμένος,
βαριά βαριά αναστέναξε, βαριά βογγά και λέει.
"Μη μου βαρήτε, βρε παιδιά, αφήτε τη ζωή μου,
γιατί έχω αδέρφι ναρχηγό, 'ς τους κλέφταις καπετάνιο."
Ως άκουσεν η κλεφτουριά, ως άκουσεν ο πρώτος,
εκείνος που του βάρεσε τρεις χαντζαριαίς, του λέει.
"Πες μας, να ζης, πραματευτή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη βαστάτε οι μαύροι κλέφταις,
τον άνθρωπο τον σφάζετε κ' ύστερα τον ρωτάτε!
Η μάννα μου απ' τα Γιάννενα κι ο κύρης μου απ' την Πόλη,
είχα και Γιάννην αδερφό, σηκώθη πρώτος κλέφτης.
-Πες μας, να ζης, πραματευτή, σημάδια ταδερφού σου.
-Είχεν ελιά 'ς το μάγουλο κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
και 'ς το μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα."
'Σ την αγκαλιά τον άρπαξε και 'ς το γιατρό τον πάει.
"Γιατρέ μου, σε παρακαλώ, γιατρέ, σε παραγγέλνω,
να μου γιατρέψης γλήγορα τούτον το λαβωμένο.
Α θέλης χίλια έπαρ' με, α θέλης δυο χιλιάδες,
α θέλης και το μαύρο μου, που στέκει αρματωμένος.
-Εγώ πολλούς εγιάτρεψα μαχαιροσκοτωμένους,
αν είναι ξένη μαχαιριά, εγώ να τον γιατρέψω,
αν είναι αδερφομαχαιριά καμιά γιατρειά δεν έχει."
Το χρυσομάχαιρο έβγαλε απ' ταργυρό θηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το μπήγει.
Τους πήραν και τους θάψανε τους δυο 'ς ένα μνημούρι.
Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης...
[Αντίστοιχον του της αναγνωρίσεως της αδελφής και του πειρατού αδελφού της είναι το προκείμενον άσμα της αναγνωρίσεως του εμπόρου υπό του θανασίμως πληγώσαντος αυτόν αδελφού του αρχιληστού. Εν εκείνω μεν γίνεται μετάπτωσις από δυστυχίας εις ευτυχίαν δια της αναγνωρίσεως, εν τούτω δε επέρχεται τραγικωτέρα λύσις, αυτοκτονούντος και του φονεύσαντος τον αδελφόν του. Το άσμα φαίνεται ακριτικόν, το δ' αρχέτυπον δεν διελάμβανεν ίσως περί εμπόρων και ληστών, αλλά περί αδελφών πολεμιστών, ως συνάγεται εκ της διατηρήσεως ιχνών τοιαύτης διατυπώσεως υπό τινων των παραλλαγών. Συνάπτεται δ' αμέσως μεν προς τον κύκλον των ακριτικών ασμάτων περί αγώνος δρόμου του Ηλίου και του Γιάννη, τον οποίον κονταρεύει ο αδελφός του, μη αναγνωρίσας αυτόν, εμμέσως δε προς τον κύκλον των ασμάτων περί των υιών του Ανδρόνικου.
Εις τας ελληνικάς παραλλαγάς του άσματος δύναται να καταλεχθή και εν δημοτικόν άσμα των Μακεδονοβλάχων, όπερ φαίνεται μάλλον ως μετάφρασις εκ του ελληνικού (με ελληνικόν γύρισμα κρίμα κι' άδικο), την αυτήν δ' υπόθεσιν έχουν και σερβικά άσματα.]
Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κ' η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλλάρης,
κ' η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτώ, των καπιταναραίων.
Κι' ο νιος όταν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφταις δω, μην είναι χαραμήδες;"
Το λόγο δεν απόσωσε κ' η συλλογή του κράτει,
κ' η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τοις τριχαίς, άλλοι του ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπορώ να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας ξεφορτώντας.
-Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια!
Μωρ' πού είστε, παλληκάρια μου, φωνάζει ο καπετάνιος,
βαρείτε του μια χαντζαριά 'ς τον τόπο ν' απομείνη."
Ο ένας του δίνει μαχαιριά, κι' άλλος με το κοντάρι,
κι' ο τρίτος πιο κακός φονιάς τρεις χατζαριαίς του δίνει.
'Σ το χώμα νέπεσεν ο νιος αιματοκυλισμένος,
βαριά βαριά αναστέναξε, βαριά βογγά και λέει.
"Μη μου βαρήτε, βρε παιδιά, αφήτε τη ζωή μου,
γιατί έχω αδέρφι ναρχηγό, 'ς τους κλέφταις καπετάνιο."
Ως άκουσεν η κλεφτουριά, ως άκουσεν ο πρώτος,
εκείνος που του βάρεσε τρεις χαντζαριαίς, του λέει.
"Πες μας, να ζης, πραματευτή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη βαστάτε οι μαύροι κλέφταις,
τον άνθρωπο τον σφάζετε κ' ύστερα τον ρωτάτε!
Η μάννα μου απ' τα Γιάννενα κι ο κύρης μου απ' την Πόλη,
είχα και Γιάννην αδερφό, σηκώθη πρώτος κλέφτης.
-Πες μας, να ζης, πραματευτή, σημάδια ταδερφού σου.
-Είχεν ελιά 'ς το μάγουλο κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
και 'ς το μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα."
'Σ την αγκαλιά τον άρπαξε και 'ς το γιατρό τον πάει.
"Γιατρέ μου, σε παρακαλώ, γιατρέ, σε παραγγέλνω,
να μου γιατρέψης γλήγορα τούτον το λαβωμένο.
Α θέλης χίλια έπαρ' με, α θέλης δυο χιλιάδες,
α θέλης και το μαύρο μου, που στέκει αρματωμένος.
-Εγώ πολλούς εγιάτρεψα μαχαιροσκοτωμένους,
αν είναι ξένη μαχαιριά, εγώ να τον γιατρέψω,
αν είναι αδερφομαχαιριά καμιά γιατρειά δεν έχει."
Το χρυσομάχαιρο έβγαλε απ' ταργυρό θηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το μπήγει.
Τους πήραν και τους θάψανε τους δυο 'ς ένα μνημούρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου