....................................................
"Αργυρή"
– διήγημα του Παναγιώτη Ρίζου*
(διασκευή
για το θέατρο)**
Αργυρή
(διαβάζει): Την
άλλη μέρα βραδιάστηκα κοντά σ’ ένα χωριό. Πεινούσα· ήμουν κουρασμένος ολημέρα
να περπατώ στα κατσάβραχα. Δε γνώριζα κανένα στο χωριό και μήτε κάτεχα τ’ όνομά
του. Μα ήμουν ήσυχος, ήξερα, όποια πόρτα κι αν χτυπήσεις σε κρητικό χωριό, θα
σου ανοίξει· θα στρωθεί για το χατίρι σου τραπέζι και θα κοιμηθείς στα πιο καλά
σεντόνια του σπιτιού. Ο ξένος είναι ακόμα στην Κρήτη ο άγνωστος θεός· κι όλες
μπροστά του οι πόρτες κι οι καρδιές ανοίγουν.
Μπήκα στο χωριό, νύχτωσε πια, οι πόρτες όλες
σφαληχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν τον ξενομπάτη κι άρχισαν να
γαβγίζουν. Πού να πάω; Ποια πόρτα να χτυπήσω; Εκεί που καταφεύγουν όλοι οι
ξένοι, στο σπίτι του παπά. Οι παπάδες στα χωριά μας δεν είναι μορφωμένοι· λίγα
τα γράμματά τους, δεν μπορούν να συζητούν θεωρητικά για τα δόγματα του
χριστιανισμού· μα ζει ο Χριστός μέσα στην καρδιά τους και κάποτε τον βλέπουν με
τα μάτια τους, πότε στο προσκεφάλι ενός λαβωμένου στον πόλεμο, πότε στην
άνοιξη, να κάθεται κάτω από μιαν ανθισμένη μυγδαλιά.
Μια πόρτα άνοιξε, μια γριούλα με το λυχνάρι
στο χέρι πρόβαλε να δει ποιος είναι ο ξένος που μπήκε τέτοιαν ώρα στο χωριό.
Στάθηκα.
- Πολλά τα έτη, κυρά μου, της είπα,
γλυκαίνοντας τη φωνή μου να μην τρομάξει, είμαι ξένος· δεν έχω πού να κοιμηθώ·
κάνε μου τη χάρη να μού δείξεις το σπίτι του παπά.
- Μετά χαράς, παιδί μου· θα κρατώ και το
λυχνάρι να μη σκοντάψεις. Ο Θεός, ας είναι καλά, αλλού έριξε το χώμα, αλλού τις
πέτρες· σ’ εμάς έλαχαν οι πέτρες, κοίτα χάμου πού πατάς κι ακλούθα μου.
Μπήκε μπροστά με το λυχνάρι, στρίψαμε τη
γωνία φτάσαμε σε μια δοξαρωτή πόρτα· απόξω ήταν κρεμασμένο ένα φανάρι.
-
Να
το σπίτι του παπά, είπε η γριούλα.
Σήκωσε το λυχνάρι, έριξε το φως στο πρόσωπό
μου, αναστέναξε· έκανε κάτι να πει, το μετάνιωσε.
-
Ευχαριστώ,
κυρούλα, της είπα, και να με συμπαθάς· καληνύχτα.
Με κοίταζε, δεν έφευγε.
-
Αν
το καταδέχεσαι, είπε, κόπιασε να κονέψεις στο φτωχικό μου.
Μα
εγώ χτυπούσα κιόλας την πόρτα του παπά. Άκουσα βαριά βήματα στην αυλή, η πόρτα
άνοιξε, πρόβαλε μπροστά μου ένας γέροντας με χυμένα μακριά μαλλιά στους ώμους,
με κάτασπρα γένια· χωρίς να με ρωτήσει ποιος είμαι και τι θέλω, άπλωσε το χέρι.
-Καλώς όρισε, μου είπε· είσαι ξένος; Κόπιασε
μέσα…
Αυτός:
Πού
στο διάολο τους βρήκε η γυναίκα μου, η Αργυρή, μια οικογένεια, το ζευγάρι και
τέσσερα παιδιά από τριών μέχρι δώδεκα χρονώ…
Αργυρή:
…τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, το μικρότερο ήταν!
Αυτός:
Εγώ
είχα από την αρχή στραβομουτσουνιάσει, την έπιασα στην αγριάδα λίγο στην αρχή,
παράμερα κάπως, να μην ακούσουν κι αυτοί που είχαν καθίσει σ’ έναν καναπέ που
έχουμε στο προχόλ, με τις βαλιτσούλες τους και κάτι νάιλον τσάντες. – Ποιον
ρώτησες για να μου τους κουβαλήσεις τους γύφτους; (αυτό το είπα ψιθυριστά
σχεδόν), ό,τι σου καπνίσει κάνεις, μια ζωή έτσι ήσουνα, σφακιανό αγύριστο
κεφάλι, τώρα θ’ αλλάξεις;… Μαλακισμένη, θα γίνουμε στόχος των ακροδεξιών, θα
κοιμόμαστε με το ένα μάτι ανοιχτό από δω και στο εξής, και το παιδί σου το
σκέφτηκες που υπηρετεί, τη γειτονιά;… Μαλακισμένη, είπα, λίγο πιο δυνατά.
Εκείνη δε μίλαγε, μόνο με κοίταγε· ύστερα…
Αργυρή:
…για
δυο βράδια θα μείνουν μόνο, τη Δευτέρα το πρωί θα φύγουν με το λεωφορείο για
πάνω και μετά πάνε Γερμανία. Δεν τους λυπάσαι, με τέσσερα παιδιά μ’ αυτή τη
βροχή και την υγρασία, πού να πάνε, να θα τους στρώσουμε όλους στο δωμάτιο του
Μάκη, ο Μάκης δε θα έρθει αυτό το Σαββατοκύριακο. Λίγο ρύζι θα φτιάξω και σούπα
κοτόπουλο, τι άνθρωπος είσαι.
Αυτός:
Δεν
είναι ότι είχα σοβαρή αντίρρηση, στο βάθος μου είμαι πονετικός και αισθηματίας,
αλλά ο φόβος και αυτά που είχα ακούσει, οι μαντίλες που φορούσαν τα κορίτσια κι
η μάνα, αυτό το άγριο βλέμμα του πατέρα, δεν καταλάβαινα και τη γλώσσα και ούτε
καλά αγγλικά ήξερα, αυτοί μιλούσανε και αγγλικά και γαλλικά. Ο φόβος, που λες,
μη μας κλέψουν, μη μας σκοτώσουν μέσα στην απόγνωσή τους, μη μας την πουν οι
γείτονες, μη μας στοχοποιήσουν οι χρυσαυγίτες, μη μας την πέσουν τα κανάλια και
τίποτε δημοσιογράφοι, φοβόμουν και δεν ήθελα ντράβαλα. – Κάνε ό,τι θέλεις,
αναλαμβάνεις την ευθύνη. Εγώ δεν τους θέλω και σε προειδοποίησα, αλλά με
γράφεις! Πέρασαν στο δωμάτιο του Μάκη, τους έβγαλε σκεπάσματα καθαρά, τους
έδειξε το μπάνιο, άνοιξε και το θερμοσίφωνα, τους έδωσε πετσέτες καθαρές και
οδοντόπαστες και σαμπουάν, αυτοί όλο thank you, thank you very much, God bless you.
Αργυρή:
Έκαναν
μπάνιο ένας-ένας ήσυχα…
Αυτός:
…το
τελευταίο αγόρι, το μικρότερο, μαζί με τη μάνα του, αυτή δεν έβγαλε ποτέ το
μαντίλι της από το κεφάλι…
Αργυρή:
…
από κάτω φορούσε τζιν παντελόνι, είχε ωραία μάτια και γλυκό, ευγενικό πρόσωπο…
Αυτός: Χτυπούσε
η γυναίκα μου την πόρτα που ήταν γυρτή κάθε φορά και τους πήγαινε πότε τσάι,
πότε φαγητό, πότε κανένα παιχνίδι για τα παιδιά, έψαξε και βρήκε, πού διάολο,
τα παλιά παιχνίδια του Μάκη, εκείνοι όλο thank you, thank you very much, God bless you. Αυτός είναι μηχανικός στα
κομπιούτερ και αυτή δασκάλα γαλλικών, μού είπε μια στιγμή που τη ρώτησα, εμένα
δε μού άρεσαν, όχι ότι είχα κάτι συγκεκριμένο, ότι με ενοχλούσε κάτι, αλλά
γενικά ένας φόβος, που λες, μη μας κλέψουν, μη μας πειράξουν μέσα στην απόγνωσή
τους, μη μας την πουν οι γείτονες, μη μας στοχοποιήσουν οι χρυσαυγίτες, μη μας
την πέσουν τα κανάλια και τίποτε δημοσιογράφοι… Τους πήγε και τη δεύτερη
τηλεόραση, τη μικρή, που είχαμε στην κουζίνα, πού την πας, ε όχι κι αυτό είναι
υπερβολή…
Αργυρή: …για
τα παιδιά ρε, να δουν κάνα Μίκυ Μάους, να γελάσουν λίγο που είναι φοβισμένα τα
ματάκια τους σαν ελάφια, τι άνθρωπος είσαι εσύ ρε…
Αυτός:
…αφού
ξέρεις ότι όταν τρώω θέλω να βλέπω ειδήσεις…
Αργυρή:
…
δεν πειράζει για δυο μέρες να χαλάσεις τη ζαχαρένια σου…
Αυτός: …
άι στο διάολο, έφυγα, πήγα στην πλατεία στο Ελυζέ κι έφαγα μια ολόκληρη πίτσα
αματριτσιάνα κι είδα ειδήσεις και το ματς το Σάββατο και γύρισα αργά, μετά τα
μεσάνυχτα. – Τα χρυσαφικά σου, τα χρυσαφικά της ήταν κάτω από μια εσοχή στο
γραφείο του Μάκη σ’ ένα κάπως κρυφό συρτάρι, χλόμιασε, όρσε! να χέσω την
αλληλεγγύη σου, γύρισα την πλάτη και κοιμήθηκα φουρκισμένος. Αυτή στριφογύριζε.
Εγώ χαιρόμουνα.
Αργυρή:
Το
πρωί της Δευτέρας βγήκαν από το δωμάτιο ένας-ένας, φρεσκοπλυμένοι, καθαροί,
σιδερωμένοι, ξεκούραστοι, άλλοι άνθρωποι, thank you, thank you very much, God bless you.
Αυτός: …thank you, thank you very much, God bless you…
Αργυρή:
Μας
φίλαγαν τα χέρια, έγραψαν τους αριθμούς των κινητών μας…
Αυτός:
… εγώ δεν το έδωσα, έδειξα την Αργυρή με το δάχτυλο και μίλαγαν αγγλικά με την
Αργυρή, εγώ δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, μ’ είχε πιάσει μια νευρικότητα,
ήθελα να φύγουν, και μόλις έφυγαν όρμησα μέσα στο δωμάτιο, έβαλα το δάχτυλό μου
στην εσοχή, έβγαλα το κουτί, ευτυχώς ήταν εκεί, και όλα ήταν εκεί, και το
μονόπετρο του γάμου, και το κολιέ της μάνας μου, και τα σκουλαρίκια, και κάτι
μανικετόκουμπα χρυσά του προπάππου μου, τα άδειασε όλα πάνω στο γραφείο και τα
μέτραγα ένα-ένα. Ένα κουτί άφησαν, το ξέχασαν, δεν ξέρω· το άνοιξα να δω, είχε
ένα σημείωμα Thank
you
very
much,
God
bless
you και διπλωμένα σε
τρεις χαρτοπετσέτες δικές μας τα δύο χρυσά σκουλαρίκια σε σχήμα μικρής γάτας
που φορούσε η μεγάλη κόρη κι ένα χρυσό μαραφέτι που κρατάει τη γραβάτα, δε
θυμάμαι πως το λένε. Το είδε και η Αργυρή, την
έπιασαν κάτι κλάματα, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Από τότε έχω να τη δω. Με πήρε ένας
δικηγόρος προχτές και μού είπε να κάνουμε, τα χαρτιά για συναινετικό, δε θέλει
τίποτε. Και τα ρούχα και τα κοσμήματα να τα κρατήσω. Μόνο να της στείλω μέσω
του δικηγόρου της, τα δυο χρυσά σκουλαρίκια.
Αυτοί μού διαλύσανε το σπίτι, ρε Σπύρο, τους
πούστηδες…
Αργυρή
(διαβάζει): …Μπήκα·
άκουσα φωνές, πόρτες ανοιγόκλεισαν, μερικές γυναίκες τρύπωξαν στη διπλανή
κάμαρα βιαστικές κι εξαφανίστηκαν. Μ’ έβαλε ο παπάς και κάθισα στον καναπέ.
-
Να
συμπαθάς τη γυναίκα μου, την παπαδιά, είπε: είναι λίγο αδιάθετη, εγώ θα σου
μαγερέψω, θα σου βάλω σοφρά να δειπνήσεις, θα σού στρώσω το κρεβάτι να
κοιμηθείς.
Η φωνή του ήταν βαριά και θλιμμένη· τον
κοίταξα. Ήταν χλωμός πολύ και τα μάτια του πρησμένα και κατακόκκινα σαν να ‘χε
κλάψει. Δεν έβαλα κακό στο νου μου, έφαγα, κοιμήθηκα, και το πρωί ήρθε ο παπάς
και μου ‘φερε σ’ ένα δίσκο ψωμί, τυρί, και γάλα. Άπλωσα το χέρι, τον
ευχαρίστησα και τον αποχαιρέτησα.
-
Πήγαινε
στην ευκή του Θεού, παιδί μου, μου ‘πε· ο Χριστός μαζί σου.
Έφυγα. Στην άκρα του χωριού ένας γέρος
πρόβαλε· έβαλε το χέρι του στο στήθος, με χαιρέτησε.
- Και πού πέρασες τη νύχτα, παιδί μου; με
ρώτησε.
- Στου παπά το σπίτι, γέροντα, αποκρίθηκα.
Ο γέρος αναστέναξε.
-Ε, τον κακομοίρη, είπε, και δεν κατάλαβες
τίποτα;
-Τι να καταλάβω;
-Ο γιος του, ο μοναχογιός του, πέθανε χτες
το πρωί· δεν άκουσες τις γυναίκες που μοιρολογούσαν;
-Τον είχαν στη μέσα κάμαρα του σπιτιού, και
θα τον μοιρολογούσαν σιγανά, μην ακούσεις και στενοχωρηθείς. Άε στο καλό!
ΝΙΚΟΣ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Αναφορά
στον Γκρέκο - Κρήτη
.......................................
.......................................
*Σημείωση: "ΙΚΕΤΗΡίΑ" Συλλογή διηγημάτων (εκδόσεις Παπαδόπουλος)
Συγγραφέας: Ρίζος Παναγιώτης
Στην
Αρχαία Ελλάδα, ικετηρία ονόμαζαν ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο
μαλλί προβάτου, το οποίο κρατούσαν στα χέρια τους ως σύμβολο της
δυστυχούς τους κατάστασης όσοι κυνηγημένοι προσέτρεχαν σε μια ξένη χώρα
για να βρουν άσυλο και σωτηρία, για να τύχουν προστασίας ή ασφάλειας
επειδή κινδύνευαν ή ήταν αδικημένοι.
Δώδεκα
φανταστικές ιστορίες για πρόσφυγες, ικέτες, ικετευόμενους, διακινητές,
εμπόρους, συνοριοφύλακες, θεατές, με φόντο τα ανέκαθεν τρικυμισμένα και
επικίνδυνα νερά του Αιγαίου. Δώδεκα φανταστικές ιστορίες που τα γεγονότα
και η πραγματικότητα ίσως τις ξεπέρασαν ή, πάντως, τις συναγωνίζονται
επαξίως.
**Σημείωση: Το διήγημα του Παναγιώτη Ρίζου "Αργυρή" παρουσιάστηκε διασκευασμένο για το θέατρο στις 22 και 23/10/2016 από τις "Αλληλέγγυες Νότες" και από τους Γιώργο Βλάχο, Αρετή Βρυσανάκη και τον Μανώλη Γιούργο στον Χώρο Τέχνης "Ιδιόμελο" στα πλαίσια της εκδήλωσης αλληλεγγύης "Πού θα πάει η βαλίτσα;...". Τη θεατρική διασκευή έκανε ο Μανώλης Γιούργος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου