...........................................................
Ο κ. Κοσκινάς ήταν υπερήφανος, μου φερόταν
φιλικά
τελευταίες τάξεις του δημοτικού με
10…"
*Σημείωση: "Ο Ήχος της Σάλπιγγος" ήταν ο τίτλος της α' έκδοσης του αφηγήματος του Γ. Ζουγανέλη. Σήμερα κυκλοφορεί σε δίτομη έκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με τον τίτλο "Οι Τόποι είναι Ήχοι"
Γιάννης Ζουγανέλης
(1938 - 2006)
Απόσπασμα από τον "Ήχο της Σάλπιγγος"* του Γιάννη Ζουγανέλη (Αυτοβιογραφικό αφήγημα, εκδ. Καστανιώτης, 1999)
"…Στη μουσική τα
πήγαινα πολύ καλά. Δεν έβγαινα στο γήπεδο να παίξω, κλειδωνόμουν στο απέναντι
από τη Μουσική καμαράκι και διάβαζα με τις ώρες. Το παιδί όμως που έπαιζε το
μπάσο (τούμπα) έφυγε απ’ το Σχολείο και
μείναμε χωρίς αυτό. Με φώναξε ο Κοσκινάς.
«Θα πάρεις μπάσο!»
«Γιατί, κ. Κοσκινά, τι σας έκανα;»
Η τούμπα ήταν το πιο «ευτελές» όργανο, όλα
τα χαζά παιδιά την παίζανε κι εμείς τα κοροϊδεύαμε, τι να έπαιζες με την
τούμπα, «μπουμ-παμ, μπουμ-παμ», όλο έτσι έκανε. Ανένδοτος ο κ. Κοσκινάς.
«Θα πάρεις μπάσο!»
Νόμιζα ότι με αγαπούσε αλλά αυτός μιλούσε
σοβαρά, αισθάνθηκα προσβεβλημένος.
«Σας παρακαλώ, κ. Κοσκινά, δε μ’ αρέσει αυτό
το όργανο, δεν το θέλω!»
«Δεν το θέλεις;» άστραψαν τα μάτια του. «Το
παίρνεις ή δεν το παίρνεις;»
Έπρεπε ή να μείνω και να φάω ξύλο ή να το
βάλω στα πόδια· η πόρτα άλλωστε ήταν κοντά μου.
«Σας παρακαλώ, κ. Κοσκινά» - βρισκόμουν σε
απόγνωση – «βρείτε ένα άλλο παιδί, δεν μ’ αρέσει το μπάσο».
«Αν δεν πάρεις το μπάσο, να φύγεις από τη
Μουσική!»
Κοίταξα ένα γύρω την αίθουσα, μού είχε γίνει
οικεία.
«Σας παρακαλώ, κ. Κοσκινά…»
Είχε σηκωθεί όρθιος και μού έδειχνε την
πόρτα.
«Έξω, τώρα έξω!!»
«Μάλιστα, κ. Κοσκινά…»
Γύρισα αργά την πλάτη, πηγαίνοντας προς την
έξοδο, είχα ήδη βάλει το χέρι μου στην πετούγια, όταν ο κ.Κοσκινάς με φώναξε:
«Έλα πίσω, σε παρακαλώ!»
Η φωνή του ήταν μαλακή, μετάνοιωσα που δεν
το ‘χα βάλει στα πόδια. Με κάλεσε με ήπια φωνή να γυρίσω πίσω, γιατί ήταν άγρια
η φωνή του, εγώ θα άνοιγα την πόρτα και θα κατέβαινα σαν σίφουνας τις σκάλες.
Δίστασα, δεν τον έβλεπα ακόμα κατά πρόσωπο, κρατούσα το πόμολο της πόρτας.
«Έλα, έλα…»
Έτσι όπως είπε το «έλα, έλα» ξεγελάστηκα,
μπορεί να ήθελα και να ξεγελαστώ, πάντως μού γεννήθηκε η ελπίδα ότι μπορεί να
το σκέφθηκε καλύτερα, τώρα μάλιστα που με είδε να φεύγω ίσως άλλαξε γνώμη.
Γύρισα με επιφύλαξη πίσω και πλησίαζα στο γραφείο του δειλά δειλά. Μού
χαμογελούσε. Τον πίστευα και δεν τον πίστευα! Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και μού
είπε να καθήσω. Δεν ήθελα αλλά κάθησα. Κάθησα και τον κοιτούσα στα μάτια, σε
μια στιγμή χαμογέλασα λίγο. Και τότε μού όρμησε, ήθελε να με δείρει καθήμενο.
Έφαγα πολύ ξύλο, απ’ τη μύτη μου έτρεχαν
αίματα, με κυνηγούσε ανάμεσα απ’ τα αναλόγια και τους πάγκους. Βρήκα εύκαιρη τη
στιγμή που στάθηκε να ξανασάνει, άνοιξα την πόρτα και εξαφανίστηκα.
Πέρασαν δύο μήνες… Όταν συναντιόμαστε στους
διαδρόμους ή στο προαύλιο, έκανε πως δε με βλέπει ή όταν δεν μπορούσε να με
αποφύγει, έδειχνε πως δεν υπάρχω γι’ αυτόν! Κατάλαβα ότι ο κ. Κοσκινάς δεν
επρόκειτο ποτέ να με φωνάξει κι εγώ τη μουσική την είχα ανάγκη! Μού είχε λείψει
όλο αυτόν τον καιρό και σκέφθηκα από το τίποτα καλή είναι και η τούμπα!
Ανέβηκα νωρίς στον τρίτο όροφο, καθόταν
μόνος στο γραφείο του.
«Κύριε Κοσκινά…»
Δεν μού μίλησε, μού έδειξε το μπάσο. Πήγα
κοντά και το κοιτούσα, το έπιασα στα χέρια μου, ήταν βαρύ και άβολο, τρεις
μήνες παρατημένο, απεριποίητο, είχε λεκιάσει ο κίτρινος χαλκός, έμοιαζε
βρώμικο. Πήρα μπράσο κι ένα πανί που καθαρίζαμε τα όργανα, σε τρεις ώρες
άστραφτε καλύτερο απ’ όλα! Δεν τολμούσα να παίξω, το έβαλα όμως στο στόμα μου
και φύσηξα μέσα στο περιστόμιο. Έβγαλε έναν βαθύ ήχο, απροσδιόριστο, ούτε και
σε μένα άρεσε. Τα παιδιά γέλασαν· μού κακοφάνηκε που γέλασαν.
Από κάτω - απ’ το προαύλιο – ακούστηκε η
σάλπιγγα να χτυπά, καλούσε τα παιδιά στους θαλάμους. Ώρα για ύπνο.
Άργησα να κοιμηθώ. Σκεπτόμουν το καινούργιο
μου όργανο, κάκιωνα τον εαυτό μου που έκανε τόση φασαρία. Το έβλεπα μεγαλόπρεπο
να στέκεται στην άκρη, καλογυαλισμένο και καθαρό όπως το είχα, κι όσο για τον
ήχο του, εγώ να ‘μαι καλά και θα ‘ναι ό,τι εγώ σκέπτομαι γι’ αυτόν, ο πιο καλός
και ο πιο ωραίος. Εγώ θα είμαι ο ήχος του, εγώ! Κι όσο για τα τραγούδια, που
λεν πως δεν μπορεί να παίξει τραγούδια η τούμπα, δεν το πιστεύω. Αύριο κιόλας
θ’ αρχίσω την προσπάθεια· και τενεκέ να πάρω στα χέρια μου θα τραγουδήσω, γιατί
θέλω να τραγουδήσω! Είχα απέναντί μου τα παιδιά της Μουσικής και τους μιλούσα.
Ήταν βέβαια νύχτα πια, περασμένα μεσάνυχτα, είδα τον Βία που υπνοβατούσε, ένα
άλλο παιδί αναστέναξε βαθιά μέσα στον ύπνο του, ο Βίας πέρασε δίπλα απ’ το
κρεβάτι μου, δεν του μίλησα μην τον τρομάξω, κάτι νυχτερινά πουλιά πετούσαν έξω
απ’ το παράθυρο, στο κενό που σχηματίζουν τα δύο κτήρια. Σκέπτομαι το όργανο.
Άρχισα να μελετώ και αισθανόμουν πολύ καλά.
Ξεχνιόμουν τελείως, πέντε ώρες την ημέρα, κράτησε ένα χρόνο η μελέτη σ’ αυτόν
τον ρυθμό, ο κ. Κοσκινάς ήταν ευτυχής. Είχα μεγαλώσει κιόλας, τελείωσα το
δημοτικό, ήμουν δεκατεσσάρων ετών – με φώναξε κοντά του κι ένοιωσα οικεία τη
φωνή του:
«Γιάννη, έλα δω!»
«Μάλιστα, κ. Κοσκινά».
«Παίξε μου ένα τραγούδι!»
Έπαιζα τραγούδια για τον κ. Κοσκινά, τα
παιδιά άκουγαν κι εκείνα: «Άκου να παίζει τραγούδια το μπάσο…» Ο κ. Κοσκινάς
επέμενε «Παίξε κι αυτό, κι αυτό!»
Μελετούσα από τη μέθοδο της τρομπέτας. Ο κ.
Προκοπίδης πληροφορήθηκε την πρόοδό μου κι όταν διασταυρωθήκαμε στο διάδρομο
μού είπε: «Τι κάνεις παιδί μου;»
Κατά καιρούς ο κ. Κοσκινάς καλούσε μουσικούς
στο Αναμορφωτικό να με ακούσουν. «Γιάννη, παίξε λίγο, σε παρακαλώ!» Μετά
μιλούσε με τους μουσικούς και κουνούσαν όλοι μαζί το κεφάλι.
Ένα απόγεμα ήρθε στο Σχολείο κάποιος κύριος
κι έτρεξε στο γήπεδο ένα παιδί να με φωνάξει: «Σε θέλει ο κ. Κοσκινάς, είναι μ’
έναν κύριο στο προαύλιο!» Πήγα στο προαύλιο κι ο κ. Κοσκινάς χαμογελούσε, ο νεοφερμένος κύριος με ρώτησε,
«τι κάνεις παιδί μου;» και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Φορούσε μία
καμπαρντίνα κι ένα κομψό καπέλο. «Πάμε επάνω;» είπε ο κ. Κοσκινάς και βαδίζαμε
αργά όλοι μαζί, γιατί ο κύριος αυτός ήταν προχωρημένης ηλικίας.
Στην αίθουσα της Μουσικής διάσπαρτα τα
όργανα, ένα εδώ, ένα εκεί, επικρατούσε μια δημιουργική ακαταστασία, καθώς οι
πάρτες στα αναλόγια μαρτυρούσαν ότι τώρα δα μόλις σηκώθηκαν τα παιδιά από τη
δοκιμή. Ο επισκέπτης μας κοιτούσε ολόγυρα τον χώρο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ήταν ο κ. Σπύρος Μοτσενίγος, γνωστός μουσικολόγος, καθηγητής του Ελληνικού
Ωδείου, μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Πέρασε όλο το απόγευμα στην αίθουσα της
Μουσικής κι ο κ.Κοσκινάς μού έλεγε συνέχεια, «παίξε αυτό, κι αυτό, κι αυτό…»
Στις τέσσερις και μισή που ήρθαν τα παιδιά για μάθημα, τους είπε να ‘ρθουν
μεθαύριο.
Ο κ. Μοτσενίγος παρακολουθούσε με προσοχή
και ρωτούσε αν είχαμε κάποιον μουσικό στην οικογένειά μας.
«Ο πατέρας σου μήπως ήταν μουσικός; Μήπως ο
παππούς σου; Κανένας μακρινός συγγενής;»
«Όχι, όχι…» Δεν ήξερα κανέναν.
Στο βιβλίο που εξέδωσε με τίτλο Νεοελληνική Μουσική (Συμβολή εις την ιστορία
της), γράφει:
…Εις επίσκεψίν μου εις το «Αναμορφωτικόν Κατάστημα Αρρένων
Κορυδαλλού – Πειραιώς» έμεινα κατάπληκτος προ του ταλέντου του μαθητού του
οργάνου της τούμπας. Δεν δυσκολεύομαι να τον χαρακτηρίσω ως μουσικόν
φαινόμενον.
Τόσην εντύπωσιν μού
επροξένησεν, ώστε επεσκέφθην το Ίδρυμα δια δευτέραν φοράν δια να τον ακούσω και
πάλιν. Η ευγένεια του ήχου, η καταπληκτική ταχύτης με την οποίαν εκτελούσε τας
κλίμακας, καθ’ όλην την έκτασιν του οργάνου, η τονική ακρίβεια εις την
εκτέλεσιν και άλλα, μετά σπουδήν μικρού σχετικώς χρονικού διαστήματος με άφησαν
εκστατικόν!
Ταλέντο αυτής της
ολκής μόνον κάθε πεντηκονταετίαν θα ήτο δυνατόν να εμφανισθή.
σαν να ήμουν μεγάλος. Εξακολουθούσα να μελετώ και
τώρα μάλιστα που δεν
πήγαινα σχολείο είχα την ευκαιρία
να μελετώ περισσότερο. Στο γυμνάσιο δεν πήγα
γιατί
ήμουν μαθητής του 7. Στο γυμνάσιο έστελναν δύο ή το
πολύ τρία παιδιά τον
χρόνο, που τελείωναν τις τρεις
10…"
*Σημείωση: "Ο Ήχος της Σάλπιγγος" ήταν ο τίτλος της α' έκδοσης του αφηγήματος του Γ. Ζουγανέλη. Σήμερα κυκλοφορεί σε δίτομη έκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με τον τίτλο "Οι Τόποι είναι Ήχοι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου