Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Εξομολόγηση στον αναγνώστη – Νικηφόρος Βρεττάκος (εκδ. Ποταμός, 2012)


....................................................







Εξομολόγηση στον αναγνώστη Νικηφόρος Βρεττάκος 
 
(εκδ. Ποταμός, 2012)




 Η κήρυξη του Ιταλοελληνικού πολέμου με βρήκε στα σύνορα, απλό στρατιώτη, στη ζώνη των πρόσω. Όταν το 1939 οι Ιταλοί χτύπησαν την Αβησσυνία, τύπωσα ένα ποίημα σ’ ελεύθερο στίχο με τον τίτλο Ο πόλεμος. Ένα ποίημα που μπορεί να είχε την αξία μια ιδιότυπης διαμαρτυρίας μόνο. Εκεί, έγραφα: «μακάριοι οι ριψάσπιδες…» και τώρα έπαιρνα εγώ ο ίδιος μέρος σ’ έναν πόλεμο. Να μιλήσω για μια νέα ταπείνωση; Όχι. Πολεμούσα, δεν πολεμούσα «ευθέως» αυτούς τους Ιταλούς στρατιώτες που τους έριχναν στη μάχη κι αυτοί σκόρπιζαν όπως τα πρόβατα, δεν έκαμα καμιά προσπάθεια ν’ αποφύγω τον κίνδυνο. Δε θα ‘πρεπε να εξευτελιστεί κανείς για ένα τόσο μικρό πράγμα όπως είναι ο θάνατος – όπως ήταν εκεί δηλαδή ο θάνατος. Επέζησα χωρίς να το υπολογίσω από πριν, χωρίς να το περιμένω πως θα επιζήσω. Επέζησα έχοντας κερδίσει μια σπουδαία εμπειρία. Γύρισα μ’ έναν απέραντο θαυμασμό για τον ελληνικό λαό τον ακέφαλο, τον οργανωμένο από τα ίδια του τα αισθήματα, από την ίδια τη φύση, μέσα στην αγραμματοσύνη του και τη στέρησή του. Να ένα θαυμάσιο καταφύγιο. Γυρίζοντας θα πήγαινα μαζί του.
Δύσκολες και μεγάλες ώρες της Κατοχής. Είδα το μεγαλείο της αντίστασής του να κορυφώνεται κι ένιωθα στενοχώρια, βέβαιος από τα πριν πως ποιήματα αντάξια μ’ αυτό του το μεγαλείο δε μπορούσα να γράψω. Αυτά τα ξεσπάσματα που είδα στους δρόμους της Αθήνας, αυτή η αυταπάρνηση, αυτό το εκτυφλωτικό φως, οι εκατοντάδες αυτών που πήγαιναν χορεύοντας να στηθούν μπρος το θάνατο, αυτά τα παιδιά με τους χρωστήρες και με τις «φυσαρμόνικες» ίσως υπήρξαν μοναδικά στην ιστορία του. Το λιγότερο που μπορεί να ειπεί κανείς είναι πως μεγάλωσαν το ελληνικό Μεσολόγγι. Αυτό ήταν ίσως γιατί ο λαός ελευθερώθηκε μέσα στον αγώνα του, πρώτη φορά απ’ όταν ξανασκλαβώθηκε μετά την Ελληνική Επανάσταση, που υποτίθεται πως ελευθερώθηκε. Είπα: αυτός ο λαός αξίζει ψωμί και δικαιοσύνη, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο λαό. Η ψυχή του βρήκε δρόμο να προχωρήσει, κι αυτός ακολουθούσε την ψυχή του. Ξέσπασε η καταπιεσμένη περηφάνια του κι έριξε το σύνορο που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο. Μπαινόβγαινε μέσα στη ζωή, μπαινόβγαινε μέσα στο θάνατο. Οι μαρτυρίες – για όσους ήταν απόντες και για όσους δεν είχαν γεννηθεί – δε χάνονται, και η υψηλή στήλη μια μέρα θα αποκαλυφθεί. 33 Ημέρες ολόκληρες παρακολουθούσα αργότερα τους φοιτητές του λόχου «Λόρδος Βύρων» να πολεμούν στο κέντρο της πόλης, και το μόνο που δεν ξέρω είναι ποιος σκοτώθηκε τελευταίος και σε ποιο σημείο σκοτώθηκε. Τους είδα με τα μάτια μου, έτσι ωραίους, ανυποψίαστους, να πληρώνουν, μ’ ένα πήδημα στο κενό, την πολύπλευρα παγιδευμένη έξαρσή τους.
Η ειρήνη πήγε σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης μετά τον πόλεμο, αλλά στην Ελλάδα δεν ήρθε. Παρασκευάσθηκε «εν ψυχρώ» ο εμφύλιος πόλεμος, που είχε στόχο του την καρδιά του έθνους, ενός έθνους που είχε την όψη ξέφραγου αμπελιού. Παρασκευάσθηκε «εν ψυχρώ» η εθνική τραγωδία. Και οι αντιμέτωποι σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν ξένοι. Σε πολλές περιπτώσεις νέοι, που χέρι με χέρι, κορμί με κορμί, έκαναν συμπαγείς τις συγκλονιστικές διαδηλώσεις, που παρασέρνανε με τον ορμητικό τους χείμαρρο τα πολυβόλα των Γερμανών, βρέθηκαν με δυο διαφορετικά τουφέκια στα χέρια. Οι ίδιοι που ζητωκραύγαζαν για το ίδιο πράγμα, οι ίδιοι που ονειρευόντουσαν το ίδιο πράγμα, οι ίδιοι που μπαινόβγαιναν στο θάνατο κι έκαναν πράγμα τις πινδαρικές εξάρσεις του Κάλβου. Η τραγωδία μας ήταν η λεπτομέρεια ενός παγκόσμιου θέματος. Η σκοπιμότητα δεν διστάζει να δημιουργεί και τραγωδίες, όσο μεγάλες κι αν είναι, όσο ακριβά κι αν στοιχίζουν οι τραγωδίες αυτές. Η κραυγή του πόνου, όσο μεγάλη κι αν είναι στις περιπτώσεις αυτές, δεν ακούγεται. Αντικυκλώνας σωστός. Ιδέες, συγκρούσεις, αντιφάσεις, προβλήματα που δημιουργούν άλλα προβλήματα. Βέλη που καρφώνονταν πάνω μου έφερνε ο αέρας από παντού. Ένιωθα πάλι μετέωρος και, «Χτες τη νύχτα ξαναγύρισα στον Ταΰγετο». Είπα στο μεγάλο μου αυτό φίλο πως θα επιζήσω. Κι αναπνέοντας πάλι, είπα πως πάλι καλά που επέζησα και δε σκοτώθηκα από την ίδια μου την ψυχή. Έκαμα την έξοδό μου απ’ αυτό το σκοτάδι, αποσπώντας ένα άλογο από μέσα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: