.............................................................
Ο αφόρητος μετεωρισμός του ΣΥΡΙΖΑ
Ακριβώς ένα χρόνο πριν ήταν αρκετοί αυτοί που έβλεπαν με δυσπιστία το
οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (ή πιο σωστά τις προθέσεις του σε σχέση
με την οικονομία), τις υποσχέσεις προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων
και τη δυνατότητα μιας εντελώς διαφορετικής πολιτικής εντός του
συγκεκριμένου επιβεβλημένου πλαισίου. Ήταν πολλοί αυτοί που δεν πίστευαν
πως οι Ευρωπαίοι θα παραχωρούσαν περιθώρια διαπραγμάτευσης, αντίθετα
πως θα συμπεριφέρονταν τιμωρητικά ώστε το τότε όραμα της αναδυόμενης
ευρωπαϊκής αριστεράς να πνιγεί από το πρώτο του βήμα και να μην
καταγραφεί καν ως εναλλακτική στην ευρωπαϊκή κρίση. Αν κάπου έβλεπαν
περιθώρια ώστε να δοθεί ένα διαφορετικό, αριστερό στίγμα, μέσα από
συγκεκριμένες βαθιές τομές αυτό ήταν το επίπεδο των θεσμών, των νόμων,
των δικαιωμάτων, της διαφάνειας, της δημοκρατίας. Ένα εγχείρημα που όχι
μόνο θα έδινε μια χειροπιαστή απόδειξη για τις διαφορές της αριστεράς
από όλο το παλαιότερο πολιτικό κατεστημένο, όχι μόνο θα αποτελούσε
κομμάτι και πρόσωπο ενός δυνητικά καλύτερου κόσμου, αλλά ταυτόχρονα θα
κατάφερνε να δημιουργήσει, να αποκρυσταλλώσει και να διευρύνει την
ηγεμονία της αριστεράς χτίζοντας νέες συμμαχίες ικανές για ενδυνάμωση
της διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους, ακόμη και για τη ρήξη με αυτούς
(αν κάτι τέτοιο έμοιαζε με μονόδρομο).
Η στρατηγική της διαπραγμάτευσης
Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν πολύ χειρότερα από κάθε αρνητική και δύσπιστη πρόβλεψη του παρελθόντος. Γιατί το πλαίσιο διαπραγματεύσεων έχει στενέψει τόσο ώστε να μοιάζει απλώς με μια καταφατική απάντηση σε υποδείξεις, ανίκανη να παράξει φιλολαϊκά αποτελέσματα πόσο μάλλον συμμαχίες με ευρύτερα στρώματα. Το πλαίσιο αυτό μοιάζει να έγινε αποδεκτό από τον ΣΥΡΙΖΑ ως μοναδικό πεδίο διεκδίκησης, μοναδική μάχη που έχει νόημα να δοθεί. Τα αποτελέσματα φυσικά είναι ορατά σε όλους μας. Και αν ακόμη μια επιμέρους ρύθμιση είναι ευνοϊκότερη από μια αρχική απαίτηση των θεσμών αυτή –μέσα στο σύνολο τον αντιλαϊκών μέτρων- προφανώς δεν καταφέρνει να καταχωρηθεί (ή ακόμη περισσότερο να βιωθεί από τους πολίτες που την υφίστανται) ως φιλολαϊκό μέτρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση σε θεσμικό επίπεδο να καταγράφεται ως δευτερεύουσα και στην πραγματικότητα να ακυρώνεται. Κάθε μάχη με τους θεσμούς σε θεσμικά θέματα (τα οποία στο κάτω- κάτω δεν κοστίζουν οικονομικά) παίρνουν παράταση για κάποια άλλη στιγμή (κάπου, κάποτε όταν επιστρέψει η ανάπτυξη ίσως). Εν ολίγοις, η όλη στρατηγική μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: δεν ανοίγουμε θέματα που θα εκνευρίσουν τους θεσμούς, ώστε να είμαστε καλά παιδιά και να μας δώσουν κάτι παραπάνω στις διαπραγματεύσεις για το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, το χρέος κ.τ.λ. (το θέμα φυσικά είναι πως ακόμη κι έτσι αυτό το παραπάνω δεν έρχεται).
Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων το οποίο δεν πιστεύει, με τον ίδιο τρόπο αποφεύγει να αντικαταστήσει ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο εχθρεύεται (σύμφωνα τουλάχιστον με αρχές και διακηρύξεις) με τις πάγιες θέσεις του.
Εσωτερικές μάχες
Ταυτόχρονα, έχοντας συναίσθηση των κοινωνικών επιπτώσεων και της δυσαρέσκειας που θα έχουν τα διάφορα οικονομικά μέτρα αποφεύγει να έρθει σε ρήξη με χρόνιες παθογένειες, ώστε να μην προκαλέσει την οργή περισσοτέρων ομάδων, ανοίγοντας περισσότερα μέτωπα. Για παράδειγμα, το θέμα διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους υποβιβάζεται σε ακραίο (ακόμη και επιμέρους θέματα όπως οι όροι για την απαλλαγή στα θρησκευτικά δεν αγγίζονται) και οι παρελάσεις δεν καταργούνται. Ακόμα και το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια ή το σύμφωνο συμβίωσης (ίσως οι μόνες κυβερνητικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να καταγραφούν ως αριστερές) ήρθαν ύστερα από την απαίτηση (ή έστω τη σύμφωνη γνώμη) των θεσμών. Άρα ακόμα και οι μάχες που δόθηκαν σε αυτό το πεδίο ήταν περισσότερο εσωτερικές μάχες και όχι σύγκρουση με τους θεσμούς.
Μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την εκλογή Μητσοτάκη και την κινητικότητα στο «μεσαίο χώρο» (σε όσα γίνεται περισσότερα εισαγωγικά) αυτό που προκύπτει ως άμεσο συμπέρασμα είναι πως οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να παραχωρήσουν οτιδήποτε στην ελληνική κυβέρνηση. Αντίθετα, θα τη σύρουν σε μια όλο και πιο μεγάλη απόκλιση απ ό, τι μπορεί να θεωρηθεί αριστερή αξία, ταπεινώνοντάς την στο όνομα του there is no alternative, αποδομώντας το όποιο ηθικό πλεονέκτημα, καταβαραθρώνοντας την ίδια την έννοια της αριστεράς και στη συνέχεια (όταν δεν θα υπάρχει κανένας που να μπορεί να υπερασπιστεί αυτή την πολιτική ούτε καν οι ίδιοι που την εφάρμοσαν) θα την αντικαταστήσουν με μια κυβέρνηση στα μέτρα τους.
Έτσι, δεδομένων των συνθηκών, καταλήγουμε πως η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία ως μια αριστερή κυβέρνηση που εφάρμοσε δεξιά οικονομική και κοινωνική πολιτική και, ταυτόχρονα, σε θεσμικό επίπεδο δεν έδωσε ούτε μια μάχη για κάποιο από τα θέματα, τα οποία αποτελούν θεμέλιο λίθο της ταυτότητάς της.
(στην εφημερίδα Εποχή, 24/1/2016)
Η στρατηγική της διαπραγμάτευσης
Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν πολύ χειρότερα από κάθε αρνητική και δύσπιστη πρόβλεψη του παρελθόντος. Γιατί το πλαίσιο διαπραγματεύσεων έχει στενέψει τόσο ώστε να μοιάζει απλώς με μια καταφατική απάντηση σε υποδείξεις, ανίκανη να παράξει φιλολαϊκά αποτελέσματα πόσο μάλλον συμμαχίες με ευρύτερα στρώματα. Το πλαίσιο αυτό μοιάζει να έγινε αποδεκτό από τον ΣΥΡΙΖΑ ως μοναδικό πεδίο διεκδίκησης, μοναδική μάχη που έχει νόημα να δοθεί. Τα αποτελέσματα φυσικά είναι ορατά σε όλους μας. Και αν ακόμη μια επιμέρους ρύθμιση είναι ευνοϊκότερη από μια αρχική απαίτηση των θεσμών αυτή –μέσα στο σύνολο τον αντιλαϊκών μέτρων- προφανώς δεν καταφέρνει να καταχωρηθεί (ή ακόμη περισσότερο να βιωθεί από τους πολίτες που την υφίστανται) ως φιλολαϊκό μέτρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση σε θεσμικό επίπεδο να καταγράφεται ως δευτερεύουσα και στην πραγματικότητα να ακυρώνεται. Κάθε μάχη με τους θεσμούς σε θεσμικά θέματα (τα οποία στο κάτω- κάτω δεν κοστίζουν οικονομικά) παίρνουν παράταση για κάποια άλλη στιγμή (κάπου, κάποτε όταν επιστρέψει η ανάπτυξη ίσως). Εν ολίγοις, η όλη στρατηγική μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: δεν ανοίγουμε θέματα που θα εκνευρίσουν τους θεσμούς, ώστε να είμαστε καλά παιδιά και να μας δώσουν κάτι παραπάνω στις διαπραγματεύσεις για το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, το χρέος κ.τ.λ. (το θέμα φυσικά είναι πως ακόμη κι έτσι αυτό το παραπάνω δεν έρχεται).
Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων το οποίο δεν πιστεύει, με τον ίδιο τρόπο αποφεύγει να αντικαταστήσει ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο εχθρεύεται (σύμφωνα τουλάχιστον με αρχές και διακηρύξεις) με τις πάγιες θέσεις του.
Εσωτερικές μάχες
Ταυτόχρονα, έχοντας συναίσθηση των κοινωνικών επιπτώσεων και της δυσαρέσκειας που θα έχουν τα διάφορα οικονομικά μέτρα αποφεύγει να έρθει σε ρήξη με χρόνιες παθογένειες, ώστε να μην προκαλέσει την οργή περισσοτέρων ομάδων, ανοίγοντας περισσότερα μέτωπα. Για παράδειγμα, το θέμα διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους υποβιβάζεται σε ακραίο (ακόμη και επιμέρους θέματα όπως οι όροι για την απαλλαγή στα θρησκευτικά δεν αγγίζονται) και οι παρελάσεις δεν καταργούνται. Ακόμα και το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια ή το σύμφωνο συμβίωσης (ίσως οι μόνες κυβερνητικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να καταγραφούν ως αριστερές) ήρθαν ύστερα από την απαίτηση (ή έστω τη σύμφωνη γνώμη) των θεσμών. Άρα ακόμα και οι μάχες που δόθηκαν σε αυτό το πεδίο ήταν περισσότερο εσωτερικές μάχες και όχι σύγκρουση με τους θεσμούς.
Μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την εκλογή Μητσοτάκη και την κινητικότητα στο «μεσαίο χώρο» (σε όσα γίνεται περισσότερα εισαγωγικά) αυτό που προκύπτει ως άμεσο συμπέρασμα είναι πως οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να παραχωρήσουν οτιδήποτε στην ελληνική κυβέρνηση. Αντίθετα, θα τη σύρουν σε μια όλο και πιο μεγάλη απόκλιση απ ό, τι μπορεί να θεωρηθεί αριστερή αξία, ταπεινώνοντάς την στο όνομα του there is no alternative, αποδομώντας το όποιο ηθικό πλεονέκτημα, καταβαραθρώνοντας την ίδια την έννοια της αριστεράς και στη συνέχεια (όταν δεν θα υπάρχει κανένας που να μπορεί να υπερασπιστεί αυτή την πολιτική ούτε καν οι ίδιοι που την εφάρμοσαν) θα την αντικαταστήσουν με μια κυβέρνηση στα μέτρα τους.
Έτσι, δεδομένων των συνθηκών, καταλήγουμε πως η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία ως μια αριστερή κυβέρνηση που εφάρμοσε δεξιά οικονομική και κοινωνική πολιτική και, ταυτόχρονα, σε θεσμικό επίπεδο δεν έδωσε ούτε μια μάχη για κάποιο από τα θέματα, τα οποία αποτελούν θεμέλιο λίθο της ταυτότητάς της.
(στην εφημερίδα Εποχή, 24/1/2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου