Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

"Η Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα (1898 -1983) Ένα κείμενο, δύο γραφές με χρονική απόσταση 30 και πλέον χρόνια

............................................................


"Η Ιστορία ενός Αιχμαλώτου" 

                               του Στρατή Δούκα 
                                          (1895 - 1983)




Ο Στρατής Δούκας στο γηροκομείο



...Και βάδισα ελεύθερα, άφησα το φόβο. Μια και τ' αποφάσισα, παρουσιάστηκα εκεί κοντά, σε κάτι Γιουρούκηδες, που καθόντουσαν γύρω στη φωτιά. Τους ήξερα από πριν. Μπεχτσέτ Αλή έλεγαν τον έναν. "Γιουρούκηδες, αγαθοί άνθρωποι" είπα και τράβηξα ίσια τους. Τους χαιρέτησα:
- Σελάμ αλέκουμ.
- Αλέκουμ σελάμ, μού λένε
- Τι κάνετε εδώ; τους ρώτησα.
- Καμήλια βόσκουμε.
- Και ποιος είναι ο τόπος σας;
- Δεν είμαστε από δω, μένουμε σε τσαντήρια, κάτω στο ρέμα.
- Σας παρακαλώ, είπα, είμαι ξένος. Δείξετέ μου το δρόμο για τα Θείρα.
- Νερό μεγάλο έχει ο κάμπος. Οι δρόμοι κλέιστηκαν. Τους ρώτησα πάλι:
- Από πού να τραβήξω;
- Να, από δω να πας. Όχι απ' τις καλύβες, είναι τα σκυλιά.
- Καλό βράδυ, τους είπα.
- Στο καλό, μου λεν.
Και τράβηξα.
Σαν έφτασα στην κορφή της ράχης, τα σκυλιά με μυρίστηκαν. Ανέβηκα γρήγορα σ' ένα κοτρόνι και φώναζα δυνατά:
- Έμσερι! Έμσερι!
Κάποιος π' άναβε τη φωτιά μπρος στην καλύβα του, φαινόταν πως μ' άκουσε κι έκανε τον κουτό. Τέλος ήρθε. Έδιωξε τα σκυλιά και με πήγε στην καλύβα του.
- Μπούγιουρουν, κόπιασε, από πού έρχεσαι; μού είπε.
- Απ' τ' Αϊντίν, του λέω, και πάω να γυρέψω δουλειά στο Τεπέ-Κιόι. Τι να κάνεις; Φτώχεια πολλή, του λέω.
- Θα πεινάς, μού είπε. Κι έβαλε μπροστά μου μια τσανάκα γιαούρτι με ψωμί.
Και στο φαΐ μου απάνω έκανα πως δεν ξέρω τον τόπο και τον ρωτούσα να μού πει.

- Από δω θα κατεβείς στο Χαλκά, κι από κει θαπιάσεις Τεπέ-Κιοι. Δεν μπορείς να κατεβείς ίσα στα Θείρα.
Όταν έφαγα και τον ευχαρίστησα.
- Καλό βράδι, του είπα.
- Στο καλό να πας, μού είπε και κοίταξε τον ουρανό που ήταν έτοιμος να ξεχύσει. Έκανε κάτι να πει, κι έσκυψε στη φωτια, τρίβοντας τις χούφτες του πάνω στη φλόγα.
Εγώ έφυγα, χτυπώντας το ξυλομπαστούνι μου στις πέτρες.
Σα μάκρυνα από κει, απάντησα ένα τούρκικο χωριό χαλασμένο. Από 'να μισογκρεμισμένο σπίτι έβγαινε καπνός. Τι να 'ναι μέσα, αναρωτήθηκα, άντρας ή γυναίκα. Και κοντοστάθηκα να δω.
Σε λίγο πετάχτηκαν δυο στρατιώτες.
Φοβήθηκα, μη μου ζητήσουν πιστοποιητικό ' μ' αυτοί έφυγαν τρεχάτοι προς το Μπελχέμ.
Άφησα να περάσει λίγο και μπήκα μέσα. Στο τζάκι είχαν αναμμένη φωτιά να στεγνώσουν απ΄τη βροχή.
Πυρώθηκα, κοίταξα μέσα στα γκρεμισμένα τους τοίχους με τα χρωματιστά χαρτιά και βγήκα.
Μπροστά μου, λίγα βήματα, πεντέξι γυναίκες πήγαιναν. Τα ρουχα τους έμοιαζαν από δικά μας πανιά.
Ανατρίχιασα. "Οι χωριανές μου" είπα και προσπέρασα από δίπλα τους βιαστικά.
Αυτές ανοίχτηκαν στη λάκκα, μαζεύοντας χόρτα. Πιο κει ένας ζευγάριζε, τον χαιρέτησα.
- Κουβέτ ολά, τού είπα.
- Έιβαλα, μου είπε.
Και τράβηξα...  


(Ήταν ένα απόσπασμα από την έκδοση της "Ιστορίας κλπ." στη μορφή που κυκλοφορεί στις μέρες μας)

 ..........................

  





(Και τώρα το ίδιο επεισόδιο όπως είναι γραμμένο στην α' έκδοση του 1929*)



 
Και τότε πια βάδισα ελεύθερος, κι άφησα όλο κείνο το τραγούδι, όταν ήμουνα μέσα στη σπηλιά. Άμα παρουσιάστηκα, μια και τ’ αποφάσισα, παρουσιάστηκα λεύτερα.  Εκεί κοντά πέντ’ έξι γιουρούκηδες ανάβανε φωτιά. Πηγαίνω κατά πάνω τους. Τους ήξερα. Γιουρούκηδες, κουτοί άνθρωποι. Τους ήξερα από την πατρίδα μου. -Σελάμ αλέκιουμ. - Άλέκιουμ σελάμ, είπανε. Kαι γω λέω: - Τι κάνετε;  Είπανε. - Καμήλες βόσκουμε. Ρώτησα πάλι εγώ. - Εδώ μένετε; - Εδώ είπαν. – Κι από πού είναι ο τόπος σας;  Είπαν πάλι αυτοί. - Δεν είμαστε από δω. Μένουμε στ’ αντίσκηνα που είναι δω στο ρέμα. Και γω είπα. - Σας παρακαλώ πολύ, είμαι ξένος. Δείξετέ μου το δρόμο. Νερό μεγάλο είχε ο κάμπος, έβρεχε. - Πήγαινε, μου λένε, απ’ το βουνό. Οι δρόμοι κλείστηκαν. Και τους λέω πάλι εγώ. - Δείξετέ μου το δρόμο. - Απ’ εδώ να πας, μου ΄πανε. Απ’ τ’ αντίσκηνα κοντά είναι τα σκυλιά. - Καλό βράδυ είπα. - Στο καλό, μούπανε.
Μόλις έκανα στην κορφή, τα σκυλιά ακούσανε εγώ  γρήγορα  άρπαξα μια πέτρα κι ανέβηκα ως που νάρθη ο Γιουρούκης. Φώναξα. - Έμσερι! Έμσερι!  Εκείνος μπρος στ’ αντίσκηνο άναβε φωτιά. Εγώ φώναζα και κείνος έκανε τον τρελό. - Δεν έρχεσαι να πάρεις  το σκυλί; του λέω. Και κείνος άκουσε κι ήρτε, και γω τον ακλούθησα στ’ αντίσκηνο. - Κόπιασε, μου είπε,  από πού έρχεσαι; - Απ’ τ’ Αϊντίν του λέω. - Τι να κάνεις; - Δουλειά να γυρέψω στο Τεπέ – Κιοϊ. Τι  να κάνεις, φτώχεια, του είπα. Μ’ έβαλε κι έφαγα φαγί, κι όταν έτρωγα έκανα ξένο τον εαυτό μου και ρωτούσα το δρόμο. Και ο γέρος, μου ΄λεγε. - Τώρα θα κατέβεις στο Χαλκά κι από κει κατευθείαν στο Τεπέ – Κιοϊ. Δεν μπορείς να κατέβεις ίσια στα Θείρα.  - Καλό βράδυ, του λέω. - Στο καλό, μου λέει. Εγώ στο Χαλκά δεν πήγα·  πέρασα απ’ την άκρια. Πριν να πάω, στο δρόμο, βρίσκω ένα Τούρκικο χωριό χαλασμένο. Ένα παλιοχώρι. Πάνω απ’ ένα χαλασμένο σπίτι βγαίνει καπνός. Σταμάτησα να δω τι θα βγει γυναίκα; παιδί;  Δυο στρατιώτες βγήκανε. Τους έπιασε η βροχή και χώθηκαν εκεί να προφυλαχθούν. Τώρα τραβούσαν για το Μπελχέμ. Μετά λίγη ώρα μπαίνω. Είχανε κάνει φωτιά. Μονάχα απ’ τους στρατιώτες φοβόμουνα γιατί θα με ρωτούσαν για πιστοποιητικό.   Σε λίγο βγαίνω. Βλέπω κάτι γυναίκες. Τα ρούχα τους έμοιαζαν με δικά μας. Από κείνα πήραν και ράψαν τον εαυτό τους. Τα πανιά ήταν δικά μας. Ανατρίχιασα. Οι χωριανοί μου, έλεγα, αναστηθήκανε. Πέρασα από κοντά τους. Μάζευαν χόρτα κοντά στο χωριό.   Από κει έπεσα στο δημόσιο δρόμο για τα Θείρα...

*Σημείωση: Η πρώτη έκδοση είναι η έκδοση που προτίμησα για την παράσταση του έργου του Στρατή Δούκα στο "Ιδιόμελο" στις 23 Ιανουαρίου του 2016. Την προτίμησα για την λιτότητά  της, για τον ρυθμό της και την περισσότερη προφορικότητα, στοιχεία που την καθιστούν αμεσότερη και "θεατρικότερη".                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια: