............................................................
Πεθαίνω σαν βδέλυγμα
Γράφει ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης σε πρόσφατο κείμενό του στη
Lifo με τίτλο «Το βδέλυγμα» ανάμεσα στα άλλα: «Ανήκω σε έναν λαό τον
οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο
ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και
πανέτοιμος για το χειρότερο».
Και μετά: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός»· και μετά: «Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων».
Δεν είμαι σίγουρος για το πώς αντιμετωπίζει κανείς ένα κείμενο τέτοιου είδους. Και όταν λέω τέτοιου είδους εννοώ ένα παραληρηματικό κείμενο, το οποίο ξεπερνάει κατά πολύ τον «φασισμό» ως μεταφορικό σχήμα. Γιατί το κείμενο αυτό είναι φασιστικό στην κυριολεξία του. Και δεν υπερβάλλουμε.
Διαβαίνοντας τις γραμμές του κειμένου κάποιος θα συναντήσει την ευγονική ως αισθητική πρόταση: «Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα».
Το κοινωνικό σχόλιο υπάρχει εδώ χωρίς ίχνος κοινωνικής ή πολιτικής αναφοράς, αλλά ως αισθητική ανάπτυξη μιας υπόθεσης εργασίας, ως μια ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής, ως μια αφήγηση που αδιαφορεί για το περιεχόμενό της και χτενίζει το ύφος της με μια επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων.
Η χρήση του προβληματικού όρου «λαός» (προβληματικός γιατί χωρίς σημείο αναφοράς καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα) εδώ μεταφράζεται ταυτόχρονα ως μάζα, πλέμπα, πλήθος αγενών και απολίτιστων, ένα σύνολο «μη ανθρώπων των σπηλαίων».
Ο λαός παίρνει ταυτότητα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με την επιμέρους συμπεριφορά και γίνεται χαρακτήρας ενός ομοιογενούς πλήθους.
Και ενώ απ’ όσο φαίνεται το πρόβλημα του συγγραφέα είναι ο ελληνικός λαός (λόγω των επιλογών του στις τελευταίες εκλογές), σε κάποια σημεία η διατύπωση ανοίγει στη γενίκευση. Ετσι, ο λαός είναι π.χ. αυτός που εξέλεξε τον Χίτλερ (ο λαός χωρίς χρόνο ή χώρο αλλά μάλλον ως αφηρημένη έννοια).
Στο σημείο αυτό το κείμενο μεταμορφώνεται στο σύνολό του και μοιάζει με μια αφορμή για να έρθει η διατύπωση της τιμωρίας του λαού γενικώς. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε έναν καλβινισμό χωρίς μεταφυσική δικαιολογία, σε μια νέμεση που ακολουθεί ένα αμφίβολο έγκλημα που δεν περιγράφεται, σε μια σκηνή αποκάλυψης χωρίς ένα παραβιασμένο δόγμα.
Το κείμενο δεν επιχειρηματολογεί, δεν περιγράφει, δεν αναλύει. Απλώς καταφεύγει σε παραλλαγές πάνω στην αρχική του θέση: ο λαός είναι ένα βδέλυγμα, του αξίζει η τιμωρία. Η ανάλυση αδιαφορεί για το συμπέρασμα (όπως και ο ίδιος ο Δημήτρης Δημητριάδης αδιαφορεί για την πλειονότητα των «καλών» που θα χαθούν στην τιμωρία μαζί με τους κακούς). Ταυτιζόμενα τα δύο, αναπαράγονται σε παραλλαγές από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αλλωστε, ο εστέτ (ο αριστοκράτης όπως προκύπτει από το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου) δεν χρειάζεται να αποδείξει, ούτε καν να επιχειρηματολογήσει, απλώς να εκφράσει το μέγεθος της αριστοκρατικής του απαξίωσης. Είναι ο ίδιος απόδειξη του επιχειρήματος, της γνώμης, ο ίδιος απόδειξη του ίδιου του του εαυτού.
Το παράδοξο βέβαια είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην κοινοτοπία ως εκκεντρική πόζα. Η εποχή μας έχει χορτάσει από χαιρεκακία και μισανθρωπία. Το επιχείρημα του ένοχου λαού που ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και πρέπει να πληρώσει χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, από ποταμίσια σάιτ και free press, από ραμφίσματα διανοουμένων. Εχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη ρητορική γέρασε και πάλιωσε.
Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί τίποτα άλλο από κορύφωση αυτής της αντίληψης. Στο σημείο όμως της κορύφωσης μπορεί η τροχιά να αλλάξει και να βρεθούμε σε ένα τελείως νέο επίπεδο: μισανθρωπισμού, βιαιότητας και χαιρεκακίας. Και το κείμενο αυτό τα κατάφερε στην εντέλεια.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Και μετά: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός»· και μετά: «Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων».
Δεν είμαι σίγουρος για το πώς αντιμετωπίζει κανείς ένα κείμενο τέτοιου είδους. Και όταν λέω τέτοιου είδους εννοώ ένα παραληρηματικό κείμενο, το οποίο ξεπερνάει κατά πολύ τον «φασισμό» ως μεταφορικό σχήμα. Γιατί το κείμενο αυτό είναι φασιστικό στην κυριολεξία του. Και δεν υπερβάλλουμε.
Διαβαίνοντας τις γραμμές του κειμένου κάποιος θα συναντήσει την ευγονική ως αισθητική πρόταση: «Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα».
Το κοινωνικό σχόλιο υπάρχει εδώ χωρίς ίχνος κοινωνικής ή πολιτικής αναφοράς, αλλά ως αισθητική ανάπτυξη μιας υπόθεσης εργασίας, ως μια ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής, ως μια αφήγηση που αδιαφορεί για το περιεχόμενό της και χτενίζει το ύφος της με μια επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων.
Η χρήση του προβληματικού όρου «λαός» (προβληματικός γιατί χωρίς σημείο αναφοράς καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα) εδώ μεταφράζεται ταυτόχρονα ως μάζα, πλέμπα, πλήθος αγενών και απολίτιστων, ένα σύνολο «μη ανθρώπων των σπηλαίων».
Ο λαός παίρνει ταυτότητα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με την επιμέρους συμπεριφορά και γίνεται χαρακτήρας ενός ομοιογενούς πλήθους.
Και ενώ απ’ όσο φαίνεται το πρόβλημα του συγγραφέα είναι ο ελληνικός λαός (λόγω των επιλογών του στις τελευταίες εκλογές), σε κάποια σημεία η διατύπωση ανοίγει στη γενίκευση. Ετσι, ο λαός είναι π.χ. αυτός που εξέλεξε τον Χίτλερ (ο λαός χωρίς χρόνο ή χώρο αλλά μάλλον ως αφηρημένη έννοια).
Στο σημείο αυτό το κείμενο μεταμορφώνεται στο σύνολό του και μοιάζει με μια αφορμή για να έρθει η διατύπωση της τιμωρίας του λαού γενικώς. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε έναν καλβινισμό χωρίς μεταφυσική δικαιολογία, σε μια νέμεση που ακολουθεί ένα αμφίβολο έγκλημα που δεν περιγράφεται, σε μια σκηνή αποκάλυψης χωρίς ένα παραβιασμένο δόγμα.
Το κείμενο δεν επιχειρηματολογεί, δεν περιγράφει, δεν αναλύει. Απλώς καταφεύγει σε παραλλαγές πάνω στην αρχική του θέση: ο λαός είναι ένα βδέλυγμα, του αξίζει η τιμωρία. Η ανάλυση αδιαφορεί για το συμπέρασμα (όπως και ο ίδιος ο Δημήτρης Δημητριάδης αδιαφορεί για την πλειονότητα των «καλών» που θα χαθούν στην τιμωρία μαζί με τους κακούς). Ταυτιζόμενα τα δύο, αναπαράγονται σε παραλλαγές από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αλλωστε, ο εστέτ (ο αριστοκράτης όπως προκύπτει από το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου) δεν χρειάζεται να αποδείξει, ούτε καν να επιχειρηματολογήσει, απλώς να εκφράσει το μέγεθος της αριστοκρατικής του απαξίωσης. Είναι ο ίδιος απόδειξη του επιχειρήματος, της γνώμης, ο ίδιος απόδειξη του ίδιου του του εαυτού.
Το παράδοξο βέβαια είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην κοινοτοπία ως εκκεντρική πόζα. Η εποχή μας έχει χορτάσει από χαιρεκακία και μισανθρωπία. Το επιχείρημα του ένοχου λαού που ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και πρέπει να πληρώσει χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, από ποταμίσια σάιτ και free press, από ραμφίσματα διανοουμένων. Εχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη ρητορική γέρασε και πάλιωσε.
Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί τίποτα άλλο από κορύφωση αυτής της αντίληψης. Στο σημείο όμως της κορύφωσης μπορεί η τροχιά να αλλάξει και να βρεθούμε σε ένα τελείως νέο επίπεδο: μισανθρωπισμού, βιαιότητας και χαιρεκακίας. Και το κείμενο αυτό τα κατάφερε στην εντέλεια.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου